Συζητείται το ενδεχόµενο αύξησης του ορίου εισόδου εκλογικών σχηµατισµών στη Βουλή από 3% σε 4% ή 5% Μία τέτοια αλλαγή, αν δεν λάβει 200 θετικές ψήφους, θα ισχύσει στις µεθεπόµενες εκλογές. Λειτουργικά, κατατείνει αφενός στη διευκόλυνση επίτευξης αυτοδυναµίας και αφετέρου στην αποτροπή του κατακερµατισµού της αντιπολίτευσης ή της εισόδου πολλών µικρών πολιτικών σχηµατισµών στη Βουλή. Αν θα έχουµε αποτροπή του κατακερµατισµού ή απλώς κοινοβουλευτική εξουδετέρωση µικρών κοµµάτων, εξαρτάται από τη βούληση των ψηφοφόρων να κινηθούν σε µεγαλύτερα κόµµατα, αλλά και από τη δυνατότητα των τελευταίων να δράσουν συµπεριληπτικά. Ποιος είναι ο λόγος και ποιος ο αντίλογος;

Κατ’ αρχάς, ένα ορθολογικό πολιτικό σύστηµα προϋποθέτει σχετικά ισχυρούς εναλλακτικούς κυβερνητικούς πόλους, όπου θα επικρατούν µετριοπαθείς δυνάµεις, συγκρατώντας παράλληλα και κεντρόφυγες τάσεις. Εποµένως προϋποθέτει συµπεριληπτικά κόµµατα. Και παράλληλα θεσµούς που θα διασφαλίζουν συνέχεια και σεβασµό του Συντάγµατος. Αυτό διευκολύνει την ευστάθεια πολλαπλώς.

Τα κόµµατα διατυπώνουν πιο ορθολογικές θέσεις, εσωκλείοντας παράλληλα τη διαφορετικότητα. Στο κοινοβουλευτικό πολίτευµα, η Βουλή αποτελεί αναγκαίο κρίκο στη διακυβέρνηση της χώρας: σηµερινή και αυριανή. Εποµένως είναι κρίσιµος ο ρόλος των κοµµάτων ως φορέων που µπορούν να ενσωµατώσουν δυνητικά γενική βούληση. ∆εν είναι σωµατεία ιδεών ή και οµάδες συµφερόντων. Παράλληλα, µε ισχυρά κόµµατα, ο κοινοβουλευτικός ανταγωνισµός είναι πιο σαφής και εντοπισµένος.

Υπάρχει ωστόσο και αντίλογος. Πρώτον, η αυτοδυναµία, για να συµβάλει στη σταθερότητα, πρέπει να δίνει εκλογικά σεβαστή κυβέρνηση, ώστε η αντιπολίτευση να µη θεωρεί αντιδηµοκρατικό το αποτέλεσµα και οι κοινωνικοί φορείς να αποδέχονται την κυβερνητική πολιτική. ∆ιακυβέρνηση -µε τις µεγάλες εξουσίες που έχει στην Ελλάδα ο εκάστοτε πρωθυπουργός- µε το ένα τρίτο των ψηφισάντων στερείται πραγµατικής βάσης. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε αστάθεια και τάση για ρεβανσισµό από την αντιπολίτευση. Αν µάλιστα ληφθεί υπόψη ότι ποσοστά λίγο πάνω από το 40% θα µπορούσαν να δώσουν 180 έδρες, δηλαδή το ποσοστό ευρείας συναίνεσης που απαιτεί το Σύνταγµα για την αναθεώρηση του Συντάγµατος, ο συστηµικός κίνδυνος είναι προφανής.

∆εύτερον, δεν γνωρίζουµε αν η συσπείρωση γίνει σε µετριοπαθείς πολιτικές δυνάµεις ή αν, αντίθετα, γιγαντωθεί κάποιο (όποιο επικρατήσει) αντισυστηµικό κόµµα που θα εγκολπώσει φοβικές και αντιδραστικές τάσεις. Ερωτάται εποµένως µήπως το βαθύτερο ζήτηµα είναι άλλο: οι σχέσεις εµπιστοσύνης σε επίπεδο κοινωνίας. Αν αυτές έχουν διαρραγεί, οι όποιες θεσµικές παρεµβάσεις απλώς δίδουν παράταση.

Ο Νίκος Παπασπύρου είναι ∆ιδάκτωρ Νοµικών του Πανεπιστηµίου Χάρβαρντ και αναπληρωτής καθηγητής στη Νοµική Σχολή του ΕΚΠΑ
Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή