H προοπτική του ελληνοτουρκικού διαλόγου ή, για να είµαι πιο ακριβής, το ενδεχόµενο συζήτησης επί της διαδικασίας έχει προκαλέσει κάποιες αντιδράσεις, που, κατά την ταπεινή µου άποψη, δεν δικαιολογούνται. Από ορισµένες πλευρές διατυπώνονται επιφυλάξεις για τη σκοπιµότητα µιας διαπραγµάτευσης. Αυτή, όµως, είναι η πάγια στρατηγική θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εδώ και πενήντα χρόνια. Είναι η θέση που διαµόρφωσε ο Κωνσταντίνος Καραµανλής και πάνω στην οποία στηρίχθηκε η µεγάλη µεταπολιτευτική συναίνεση, παρά τις επιµέρους τακτικές διαφοροποιήσεις. Αυτές οι διαφοροποιήσεις αναδείχθηκαν κυρίως τη δεκαετία του 1980, αλλά τελικά και τότε Αθήνα και Αγκυρα συναντήθηκαν στο Νταβός.

Το κρίσιµο ζητούµενο είναι οι όροι και το πλαίσιο της διαπραγµάτευσης

Αξίζει να θυµηθούµε ότι εκείνη η διαδικασία προσέγγισης επήλθε έπειτα από µια µείζονα κρίση, τον Μάρτιο του 1987. Είναι η επιβεβαίωση ότι το τραπέζι των διαπραγµατεύσεων αποτελεί σχεδόν µια νοµοτέλεια, ακόµα και όταν ως χώρα καταφέρνουµε να διαχειριστούµε µια εθνική κρίση επιτυχώς. Το ζήτηµα λοιπόν δεν είναι το αν πρέπει ή όχι να συνοµιλήσουµε µε την Τουρκία. ∆εν υπάρχει κανένας λόγος να φοβόµαστε τη διαπραγµάτευση, ακόµα και όταν η άλλη πλευρά διατυπώνει µαξιµαλιστικές, απαράδεκτες θέσεις. Η άποψη ότι δήθεν έτσι νοµιµοποιούµε την τουρκική ατζέντα είναι µάλλον αστεία, σίγουρα ανιστόρητη και πάντως αφορά µόνο φοβικές και χωρίς πίστη στις δυνάµεις της πατρίδας πολιτισµικές αντιλήψεις. Ούτε η συζήτηση σηµαίνει κατευνασµό του τουρκικού αναθεωρητισµού. Η τρέχουσα προσέγγιση είναι αποτέλεσµα της τουρκικής αναδίπλωσης µετά την παρ’ ολίγον στρατιωτική εµπλοκή του καλοκαιριού του 2020. Η Αθήνα δεν έχει υποχωρήσει ούτε κατ’ ελάχιστον όλα αυτά τα χρόνια σε τίποτε, κυρίως γιατί έχει στείλει το µήνυµα -ακόµα και όταν κάνουµε µεγάλα λάθη τακτικής, όπως στην κρίση των Ιµίων- ότι δεν φοβάται τη σύγκρουση. Και αυτό είναι που έχει καταστήσει την ελληνική αποτροπή αξιόπιστη και σε εποχές που η ισορροπία σκληρής ισχύος µπορεί να µην είναι ευνοϊκή. Το κρίσιµο ζητούµενο είναι οι όροι και το πλαίσιο της διαπραγµάτευσης να έχουν διαµορφωθεί σύµφωνα και µε τις δικές µας εθνικές προϋποθέσεις στον µεγαλύτερο δυνατό βαθµό. Μια διαπραγµάτευση είναι πάνω από όλα µια διαδικασία συνεχούς ανάλυσης κόστους-οφέλους, µια προσπάθεια να έχεις συνεχώς πάνω από µία επιλογές και κυρίως να µπορείς να αποχωρήσεις χωρίς να χρεωθείς αποκλειστικά την αποτυχία της προσπάθειας. ∆εν είναι εύκολο, αλλά η εναλλακτική είναι ο αέναος ανταγωνισµός και η φθορά της βεβαιότητας της σύγκρουσης. Αυτό ισχύει και για την άλλη πλευρά και γι’ αυτό η προοπτική της διπλωµατικής διευθέτησης είναι κυρίαρχη προτίµηση και για τις δύο πλευρές.

*Ο Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής ∆ιεθνών Σχέσεων, πρόεδρος του Ι∆ΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήµιο

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά»