Έχουν περάσει 21 μήνες ακριβώς από τον φονικό σεισμό στη νοτιοανατολική Τουρκία, που έφερε την Αθήνα με την Άγκυρα πιο κοντά και εγκαινίασε ουσιαστικά μια περίοδο με «ήρεμα νερά» στις σχέσεις των δύο χωρών. Μέσα σε αυτό το διάστημα έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος σε μια σειρά από ζητήματα: Μείωση των υπερπτήσεων στο Αιγαίο, στενότερη συνεργασία για τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών σε ξηρά και θάλασσα, προώθηση της λεγόμενης θετικής ατζέντας, τουριστικές ροές από την Τουρκία στην Ελλάδα με τη βίζα-εξπρές, βελτίωση στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις.

Ωστόσο, για το μείζον ζήτημα, που είναι η οριοθέτηση οικονομικών θαλάσσιων ζωνών (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ), δεν έχει γίνει εφικτή ακόμα η έναρξη της συζήτησης, που μάλιστα δεν θα οδηγήσει απευθείας στη λύση του προβλήματος, αλλά στη μεθοδολογία με την οποία ενδεχομένως να βρεθεί η λύση, που θα δοθεί πιθανότατα από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Οι συζητήσεις ωστόσο όχι απλά δεν παγώνουν, αλλά συνεχίζονται σε όλα τα επίπεδα. Συγκεκριμένα, η επόμενη συνάντηση των κ. Γεραπετρίτη και Φιντάν προγραμματίζεται για τις αρχές ή τα μέσα Δεκεμβρίου το αργότερο, ενώ της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου με τον ομόλογό της Μεχμέτ Κεμάλ Μποζάι, στο πλαίσιο του λεγόμενου πολιτικού διαλόγου, έχει ήδη οριστεί και θα γίνει στις 2 Δεκεμβρίου στην Αθήνα. Την επόμενη ημέρα, Τρίτη 3 Δεκεμβρίου, θα γίνει η συνάντηση του έτερου υφυπουργού Εξωτερικών Κώστα Φραγκογιάννη με τον κ. Μποζάι, στο πλαίσιο της θετικής ατζέντας. Όλα αυτά συναποτελούν, όπως τονίζουν από το ΥΠΕΞ, έναν οδικό χάρτη δομημένου διαλόγου, που οδηγεί στη νέα συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας Τουρκίας τον Ιανουάριο στην Άγκυρα. Αύριο, μάλιστα, στις 12:30, ο κ. Γεραπετρίτης θα ενημερώσει αναλυτικά για όλες αυτές τις εξελίξεις την Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής.

«Η ατζέντα μας συμπεριέλαβε και την αξιολόγηση των προϋποθέσεων που πρέπει να υπάρχουν για την εκκίνηση μιας ουσιαστικής συζήτησης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Πρόκειται για μία αρχική, ειλικρινή προσέγγιση ενός δύσκολου, αλλά και κρίσιμου ζητήματος», ανέφερε ο Γιώργος Γεραπετρίτης το μεσημέρι της Παρασκευής, μετά τη συνάντησή του στην Αθήνα με τον Χακάν Φιντάν. «Oι θέσεις μας όσον αφορά το εύρος της συζήτησης αφίστανται με τη θέση μας να αφορά τη μία και μόνη διαφορά. Προσηλωμένοι, ωστόσο, σε μια ειλικρινή προσπάθεια επίτευξης προόδου μέσω του διαλόγου, θα συνομιλήσουμε για το θέμα αυτό σε επόμενη συνάντησή μας στο εγγύς μέλλον».

Λίγη ώρα αργότερα, από τις Βρυξέλλες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπερθεμάτιζε στο συγκεκριμένο ζήτημα: «Σίγουρα δεν υπάρχει ακόμα ένα κοινό πλαίσιο προκειμένου να συζητήσουμε σε βάθος τη μία μεγάλη μας διαφορά με την Τουρκία, που δεν είναι άλλη από την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο», τόνισε ο πρωθυπουργός, ο οποίος παράλληλα έδωσε τη θετική διάσταση της ελληνοτουρκικής προσέγγισης: «Το γεγονός, όμως, ότι έγινε μια συνολική καταγραφή, η οποία αναγνωρίστηκε από τις δύο πλευρές, της προόδου που έχουμε πετύχει, η οποία πρόοδος αφορά και τον τρόπο με τον οποίον οι δύο λαοί μας έρχονται πιο κοντά, για παράδειγμα, η πολύ επιτυχημένη χορήγηση βίζας εξπρές στα νησιά του Aνατολικού Αιγαίου, η οποία στήριξε πολύ τον τουρισμό στα νησιά αυτά, η καλή -και μπορεί να γίνει ακόμα καλύτερη- συνεργασία που έχουμε στο προσφυγικό, η συνεργασία μας σε διεθνείς οργανισμούς, όλα αυτά είναι βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση».

*Διαβάστε ακόμα: Γεραπετρίτης για τη συνάντηση με Φιντάν: Σε προκαταρκτικό στάδιο οι συζητήσεις με Τουρκία για ΑΟΖ - Δεν υπάρχει κανένα θέμα συνδιαχείρισης στο Αιγαίο



Ελληνοτουρκικά: Πώς θα φτάσουμε στη Χάγη για τον καθορισμό ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας

Η Ελλάδα έχει φτάσει μία φορά στο παρελθόν στη Χάγη για την υφαλοκρηπίδα, χωρίς ωστόσο να την ακολουθήσει η Τουρκία. Το 1976, επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, η χώρα μας έφερε το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και παράλληλα προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία επικαλέστηκε τη μη αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από αυτήν και συνεπώς το Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην ουσία του ζητήματος για τυπικούς λόγους, λόγω έλλειψης αρμοδιότητας. Οι δύο χώρες άρχισαν ωστόσο διαπραγματεύσεις για το θέμα της υφαλοκρηπίδας τον Νοέμβριο του 1976, συνυπογράφοντας το Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο έθετε το πλαίσιο του διαλόγου. Ο διάλογος τερματίστηκε άδοξα πέντε χρόνια αργότερα, το 1981, λόγω της αδιάλλακτης στάσης της Τουρκίας.

Τέσσερις και πλέον δεκαετίες αργότερα, το δεδομένο παραμένει το ίδιο: η Άγκυρα δεν έχει αναγνωρίσει τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Χάγης, συνεπώς απαιτείται ειδική συμφωνία (συνυποσχετικό) που θα αποτελέσει τη νομική βάση για τη δικαιοδοσία. Η θέση με την οποία προσέρχεται η Αθήνα στον διάλογο αυτόν που ενδεχομένως να οδηγήσει σε συνυποσχετικό είναι πάγια και σταθερή: Σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, όλα τα νησιά δικαιούνται αιγιαλίτιδα ζώνη, συνορεύουσα ζώνη, αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) και υφαλοκρηπίδα. Ο γενικός αυτός κανόνας αποτελεί και εθιμικό δίκαιο, δεσμεύει, δηλαδή, και τα κράτη που δεν είναι συμβαλλόμενα στη Σύμβαση.

Κατ’ εφαρμογή του κανόνα αυτού, όλα τα ελληνικά νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, ενώ ζήτημα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας τίθεται μόνον μεταξύ των αντικείμενων ακτών των ελληνικών νησιών που βρίσκονται απέναντι από την Τουρκία και των τουρκικών ακτών.

Όπως τόνισε χαρακτηριστικά χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, «η Ελλάδα δεν πρόκειται να υποχωρήσει σε καμία από τις κόκκινες γραμμές. Δεν πρόκειται να βάλει ούτε καν στο τραπέζι άλλη διαφορά πέραν του καθορισμού ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας με την Τουρκία. Για να πάμε σε αυτό το σημείο, δηλαδή στη βάση του διεθνούς δικαίου, πρέπει να υπογραφεί συνυποσχετικό. Από εμάς υπογράφεται συνυποσχετικό μόνο με τον όρο της συζήτησης αυτής της μιας και μοναδικής διαφοράς».