«Θα κηρύξουµε την ανεξαρτησία της Κρήτης;», µου έλεγε ο Βαρδής.

«Τι τη θες εσύ την ανεξαρτησία; ∆εν έχεις ούτε σπίτι στην Κρήτη», του απαντούσα.

«Εχω στον Αϊ-Γιάννη Σφακίων. Ούτως ή άλλως, είµαστε δυνατοί, τα έχουµε όλα. Εχουµε τουρισµό, έχουµε παραγωγή, αν µαζεύαµε και τις ελιές, τα πράγµατα θα ήταν ακόµα καλύτερα. Ο Βενιζέλος το είπε, σε 100 χρόνια µπορούµε να κάνουµε δηµοψήφισµα».

Αυτή ήταν η συνηθισµένη µας αστεία κουβέντα µε τον Βαρδή κάθε φορά που συναντιόµασταν. Και οι δύο ξέραµε ότι ο Βενιζέλος δεν είχε µιλήσει ποτέ για την ανεξαρτησία της Κρήτης. Και οι δύο ξέραµε ότι δεν υπήρχε θέµα ανεξαρτησίας της Κρήτης, αλλά αυτός ο διάλογος ήταν και το σήµα κατατεθέν µας, που τελείωνε πάντα µε τη γνωστή αντιπαράθεση.

«Θέλεις µια ρακή; Eίναι δική µου». «∆εν θέλω, γιατί του Μανούσου είναι καλύτερη». «Πιες τώρα τη δική µου και θα δεις ότι καλύτερη δεν υπάρχει στον κόσµο».

Τον Βαρδή τον γνώρισα όταν ήµουν 20 χρόνων. Και η αλήθεια είναι ότι όταν τον γνώρισα, τον φοβόµουν. Σκυθρωπός, αυστηρός, γνήσιος στις αντιδράσεις του, δεν το είχε σε τίποτα να σου πει κατάµουτρα ό,τι ακριβώς σκεφτόταν. Οταν τον γνώρισα λίγο καλύτερα, ανακάλυψα ότι πίσω από αυτή την αυστηρή φυσιογνωµία υπήρχε ένας άνθρωπος τρυφερός, που νοιαζόταν, που ενδιαφερόταν για τους άλλους, που ήξερε πολύ καλά, µε ονόµατα και διευθύνσεις, Κρητικούς σε ολόκληρη την Κρήτη, που είχε συντέκνους, που είχε κουµπαριές, που ήταν περήφανος για την καταγωγή του. Ενας άνθρωπος ο οποίος αγαπούσε πάρα πολύ την πατρίδα του και έβλεπε πάντα στον εαυτό του τον αξιωµατικό του ελληνικού Ναυτικού.

«Ξέρεις πόση είναι η σύνταξη του ναυάρχου σήµερα; Είναι ντροπή». Ηταν µία από τις σταθερές κουβέντες τις οποίες άκουγες όταν συναντούσες τον Βαρδή Βαρδινογιάννη. Μεγάλος επιχειρηµατίας, άνθρωπος ο οποίος άνοιξε τα φτερά του και έβλεπε µπροστά πολλά χρόνια. Πολλές φορές συγκρουσιακός.

Με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη είχαν µια σχέση η οποία πέρασε από πολλά κύµατα. Αλλοτε σχέση στενής φιλίας, άλλοτε µε κόντρες µεγάλου βεληνεκούς. Η σύγκρουση επιχειρηµατία - πολιτικού. Συζητούσαν ώρες ολόκληρες. Συζητήσεις που ξεκινούσαν από τον κοινό σύντεκνο, την παραγωγή του λαδιού στο νησί, το πώς µπορούν να γίνουν νέες επενδύσεις για να αναπτυχθεί η Μεγαλόνησος και έφταναν µέχρι τις διεθνείς εξελίξεις, την πετρελαϊκή κρίση του 1979 και τις επιπτώσεις στην Ελλάδα. Συζητούσαν για όλα, πάντα όµως µε την ίδια ένταση και την ίδια δυναµική.

Ηταν ένας τυχερός άνθρωπος, γιατί γνώρισε πολύ νωρίς την αγάπη της ζωής του, µε την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Μαζί κράτησαν δεµένη µια εξαιρετική οικογένεια για όλη τους τη ζωή.

Με αρχές και αξίες, µε σταθερά κυριακάτικα τραπέζια για όλη την οικογένεια. Ηξερε µέχρι κεραίας τι έκανε το κάθε του παιδί, το κάθε του εγγόνι.

Οταν θέλαµε να πειράξουµε τον Bαρδή, του λέγαµε τα διάφορα κουτσοµπολιά που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα για τον ίδιο. Κάθε φορά λοιπόν ξεκινούσε µε το ίδιο τρανταχτό γέλιο. «Πες µου κι άλλα, να τα πω στη Μαριάννα», ήταν η σταθερή του απάντηση. Ο Βαρδής µε τη Μαριάννα είχαν µια ουσιαστική, βαθιά σχέση ζωής. Λίγους ανθρώπους έχω γνωρίσει στη ζωή µου µε τέτοια σχέση.

Μαζί στην Αµοργό στην εξορία, µαζί στο µικρό διαµέρισµα στο ξεκίνηµά τους, όταν, ενώ δεν είχαν πλυντήριο, µε τον πρώτο του µισθό τής δώρισε ένα δαχτυλίδι. Θυµάµαι ότι όταν έγινε η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του από τη «17 Νοέµβρη», η Μαριάννα για τέσσερα χρόνια τον συνόδευε στη διαδροµή, κάθε µέρα µε το αυτοκίνητο, ώστε αν ξαναχτυπούσαν, να βρίσκεται µαζί του. Η είδηση του θανάτου του έπεσε σαν κεραυνός.

Βρισκόµουν στη Βουλή, τα τηλέφωνα άρχισαν να χτυπούν, όχι µόνο από ολόκληρη την Κρήτη, αλλά και από ολόκληρο τον κόσµο. Για τους Κρητικούς ήταν σαν αποκούµπι: «Αν όλα πάνε στραβά, έχουµε τον Βαρδή». Ο απόµακρος, ο αυστηρός Βαρδής ήταν ο ίδιος που δεν πέρασε ούτε µια επέτειος δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη χωρίς να µου στείλει µια γαρδένια στο σπίτι.

Πόσα µικρά, πόσα µεγάλα µπορεί κανένας να θυµηθεί για εκείνον. Είναι βέβαιο ότι η απώλειά του σηµατοδοτεί και ένα τέλος εποχής. Τα καλούπια αυτών των ανθρώπων φοβάµαι ότι έχουν σπάσει.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά