«Βαρδή, τι κάνεις, αντράτσι µου;».

«Βρε, Κατίνα, εσύ είσαι;».

∆ύο άνθρωποι συναντώνται έπειτα από σχεδόν επτά δεκαετίες. Τυχαία. Σε µια εξοχική ταβέρνα. Είµαι µπροστά στη συνάντηση. Και τη θυµάµαι σαν να ήταν χθες... Ο ένας γνωρίζει τον άλλον σχεδόν αµέσως. Θυµούνται τότε που έπαιζαν στο χωριό παιδιά, προπολεµικά, αλλά και αργότερα. Μετά ο καθένας πήρε διαφορετικό δρόµο. Εκείνη µικροπαντρεύτηκε και µετακόµισε στο Μικροχώρι, ένα µικρό χωριό, όνοµα και πράγµα, έξω από το Καπανδρίτι. Με τον άντρα της, τον µπαρµπα-Βασίλη, έστησαν µια ωραία οικογένεια και µια ωραία ταβέρνα, που ακόµη φηµίζεται για τα µοναδικά της παϊδάκια. Εκείνος πήγε στο Πολεµικό Ναυτικό, έφτιαξε οικογένεια, έγινε ένας από τους ισχυρότερους επιχειρηµατίες του τόπου για δεκαετίες.

Είχαµε καλέσει τον Β.Β. -όπως πολλοί τον αποκαλούν- µε την κυρία Μαριάννα, την αγαπηµένη του σύζυγο, σε τραπέζι στην ταβέρνα µε ένα ζευγάρι ακόµα φίλων. Η κυρα-Κατίνα τον είδε, µόλις µπήκε, και τον χαιρέτισε. Μας ξένισε που εκείνος µετά από τόσα χρόνια, σχεδόν 80χρονος, θυµόταν τη γειτόνισσά του στο χωριό και µίλησαν για ώρα για τα παιδικά τους χρόνια. Τις ρίζες του, όπως έλεγε ο Β.Β... Αλλη µια φορά είµαι στο γραφείο του και συζητάµε τα νέα της τηλεοπτικής αγοράς.

Η Νούλη, χρόνια συνεργάτις του, µπήκε και τον ενηµέρωσε πως επί ηµέρες τον αναζητεί ένας πολύ γνωστός παράγων του δηµόσιου βίου και µόλις ξανατηλεφώνησε για να τον δει. «Καλά, θα σου πω πότε», απάντησε µάλλον βαριεστηµένα. Και η Νούλη συνέχισε: «Τηλεφώνησε και ο τάδε, που λέει ότι ήσασταν συµµαθητές στο ∆ηµοτικό και θέλει να σας δει». «Πες του να έρθει αύριο», απάντησε αµέσως και γυρίζοντας σε εµένα, που διαπίστωνα µε έκπληξη πως απέφευγε κάποιον θεωρητικά πολύ σπουδαίο αξιωµατούχο, αλλά ανταποκρινόταν αµέσως στο κάλεσµα του παλιού του συµµαθητή, µου είπε: «Οι ρίζες, παιδί µου, παίζουν µεγάλο ρόλο. Ο παλιός µου συµµαθητής είναι σαν τις ρίζες στα παιδικά µου χρόνια. Χωρίς ρίζες το δέντρο δεν ζει». Οπως δεν ζούσε χωρίς τη Μαριάννα του τον τελευταίο χρόνο και µαράζωσε, αυτός που όλοι, µόλις τον γνώριζαν, ένιωθαν ένα δέος, που δεν προερχόταν µόνον από την οικονοµική του επιφάνεια ή την τραχύτητα του βλέµµατός του, αλλά κυρίως από τη βαρύτητα των σιωπών του και όχι των περιττών λόγων, τους οποίους απέφευγε. «Πονάς, Βαρδή µου, στο πόδι σου;», τον ρώτησε πριν από λίγους µήνες η καλή οικογενειακή τους φίλη Ελένη Σαµαρά-Κωνσταντακάτου. Κι εκείνος σήκωσε το δεξί χέρι και έδειξε την καρδιά του. Εκεί πονούσε από τότε που έφυγε το άλλο του µισό...

Μπορώ να συνεχίσω να αναφέρω περιστατικά, µιας που είχα την τιµή και το προνόµιο να τον γνωρίσω προσωπικά, από τις αρχές σχεδόν που µπήκα στη δηµοσιογραφία. Οµως, δεν υπάρχει λόγος. Αρκεί που όλοι στη χώρα καταλαβαίνουν πως µια ολόκληρη εποχή τελειώνει µαζί του...


*Διευθύντριας ειδήσεων και κεντρικής παρουσιάστριας δελτίου ειδήσεων STAR Channel
**Δημοσιεύτηκε στα «Παραπολιτικά»