Σακελλαροπούλου: "Οι προκλήσεις για τη Δημοκρατία απαιτούν εγρήγορση και υπεράσπιση των αξιών της" (Εικόνες)
Το μήνυμα της ΠτΔ
Την έναρξη εκδήλωσης της διαΝΕΟσις, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών απ' τη Μεταπολίτευση κήρυξε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου
«Οι προκλήσεις για την Δημοκρατία είναι πολλές και σύνθετες και απαιτούν εγρήγορση και υπεράσπιση των θεμελιωδών αξιών της, της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης», τόνισε μεταξύ άλλων, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, κατά την ομιλία της στην εκδήλωση του Οργανισμού Έρευνας και Ανάλυσης διαΝΕΟσις, με τίτλο «Από το 1974 στο αύριο: Πως θα συνεχίσουμε ταχύτερα και καλύτερα;»
Η εκδήλωση διοργανώθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και η κυρία Σακελλαροπούλου αναφέρθηκε στις θεματικές του συνεδρίου, όπως και στον νέο συλλογικό τόμο της διαΝΕΟσις, στον οποίο αποτιμάται η μεταπολιτευτική πορεία της χώρας μας και διαγράφονται οι προκλήσεις για το παρόν και το μέλλον της.
Ειδικότερα, η κυρία Σακελλαροπούλου υπογράμμισε ότι «η Μεταπολίτευση αποτελεί την πιο ομαλή, ειρηνική και προοδευτική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας. Ως έννοια συνοψίζει, όχι μόνο την ιστορική μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία, αλλά και την εμπέδωση, πολιτικά, ηθικά και πολιτισμικά, της τελευταίας στη συνείδηση όλων μας, ως ανεκτίμητο αγαθό για την κοινωνική μας συνύπαρξη και τον πολιτικό μας αυτοκαθορισμό.
Οι θεσμοί της, δημοκρατικοί και φιλελεύθεροι, επέδειξαν αυτά τα πενήντα χρόνια αξιοσημείωτη συνέπεια και αντοχή και απέδειξαν το βάθος της δημοκρατίας μας. Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη υπήρξε το ορόσημο και ο πιο καθοριστικός παράγοντας της μεταπολιτευτικής μας διαδρομής, ο ορίζοντας εντός του οποίου διαμορφώθηκαν οι προσδοκίες των Ελλήνων και τα βιώματά τους, μετά από την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Η Ελλάδα είναι πια μια διαφορετική χώρα και κοινωνία, με εδραιωμένη τη θέση της ανάμεσα στις πιο προηγμένες χώρες του πλανήτη. Το κεκτημένο αυτό είναι πολύτιμο και διόλου αυτονόητο, αν αναλογιστεί κανείς την πολυτάραχη ιστορία μας τον 20ο αιώνα. Η Μεταπολίτευση συνιστά για την Ελλάδα, μια αλλαγή παραδείγματος».
Παράλληλα, υποστήριξε ότι «η Μεταπολίτευση κομίζει, για πρώτη φορά με αυτή τη διάρκεια και ποιότητα, την πολιτική σταθερότητα, η οποία στάθηκε βασική συνθήκη για την κοινωνική ευημερία. Η ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία και η διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών καταδεικνύουν την εδραίωση της πολιτικής μας ελευθερίας. Σπουδαίες μεταρρυθμίσεις, όπως στο οικογενειακό δίκαιο, σηματοδότησαν την φιλελευθεροποίηση των ηθών και ενίσχυσαν την ισότητα των φύλων.
Το κοινωνικό κράτος, η δημόσια υγεία και παιδεία, επεκτάθηκαν και απέκτησαν καθολική εμβέλεια, ενώ η κοινωνική κινητικότητα δημιούργησε μια ιδιαίτερη, πρωτοφανή δυναμική στην ελληνική κοινωνία. Την ίδια στιγμή, η συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια και ολοκλήρωση μας έδωσε άλλες παραστάσεις που εμπλούτισαν τη νεοελληνική μας ταυτότητα και τον τρόπο της ζωής μας».
Μιλώντας για τις προκλήσεις που αντιμετώπισε η δημοκρατία, υπογράμμισε ότι «δεν έλειψαν, ωστόσο, τα πενήντα αυτά χρόνια κρίσεις, που παρότι δεν ήταν πολιτειακές, δοκίμασαν τα όρια της δημοκρατίας μας. Η δημοσιονομική κρίση ανέτρεψε το βιοτικό επίπεδο πολλών και υπονόμευσε την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Διέκοψε την κανονικότητα της μεταπολίτευσης και δυνάμωσε τη δυσπιστία, ενώ μας έφερε σε μια επώδυνη συνειδητοποίηση των χρόνιων παθογενειών μας. Παράλληλα, η πολιτεία μας κλήθηκε να αντιμετωπίσει και την προσφυγική και μεταναστευτική κρίση.
Η Ελλάδα, ως χώρα υποδοχής, επωμίστηκε δυσανάλογο βάρος για την αντιμετώπιση ενός ζητήματος, που συναρτάται ευθέως με την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Το προσφυγικό και μεταναστευτικό εγείρει τη διαρκή αναζήτηση της εύλογης ισορροπίας ανάμεσα στην ανάγκη της αποτελεσματικής φύλαξης των συνόρων και την υπεράσπιση των ανθρωπιστικών αξιών και του δικαιώματος του ασύλου.
Στη συνέχεια, η πανδημία οδήγησε σε μια σειρά από σοβαρότατους περιορισμούς, με οριζόντια εφαρμογή, στα δικαιώματα. Βιώσαμε μια πρωτόγνωρη υγειονομική κατάσταση ανάγκης, μια ακόμη απειλή για τη δημόσια υγεία, αλλά και ευρύτερα για την κανονιστική ισχύ και ανθεκτικότητα των δημοκρατικών και φιλελεύθερων εγγυήσεων.
Ταυτόχρονα, η κλιματική κρίση αναδεικνύεται στην πιο επείγουσα πρόκληση του καιρού μας. Οι καταστροφικές επιπτώσεις της υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα της άμεσης διεθνούς αντίδρασης, ιδίως για τις χώρες της Μεσογείου, που βρίσκονται συχνά, ως hot spots, στο επίκεντρο ακραίων φαινομένων, φονικών πλημμυρών και πυρκαγιών».
Στο ίδιο πλαίσιο, παρατήρησε, ότι «οι πολλαπλές αυτές διακινδυνεύσεις και οι απειλές κρύβουν μια πικρή παραδοχή: η εποχή της αισιοδοξίας φαίνεται να έχει παρέλθει. Ζούμε σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται με μεγάλη ταχύτητα και προς αβέβαιη κατεύθυνση. Τελούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη συνθήκη, με γεωπολιτική ανισορροπία και ανασφάλεια. Οι ανισότητες διευρύνονται και το αφήγημα της οπισθοδρόμησης της δημοκρατίας κερδίζει ολοένα και ευρύτερα ακροατήρια, εκλογικά και πολιτικά.
Στο στόχαστρο τίθεται η φιλελεύθερη δημοκρατία, όχι μόνο ως αρχή πολιτειακή και συνταγματική, αλλά ως τρόπος οργάνωσης, άσκησης και ελέγχου της εξουσίας. Αμφισβητείται επίσης πολιτισμικά, ιδίως ως προς τον σεβασμό των δικαιωμάτων, της ανεκτικότητας και της διαφορετικότητας.
Η άνοδος του λαϊκισμού και η δημαγωγία, ο αυταρχικός, επιθετικός και ακραίος λόγος, τα fake news και η κακόβουλη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως και οι αντιθεσμικές ουσιαστικά πρακτικές που συναντάμε στις ανελεύθερες δημοκρατίες, καλλιεργούν την υποτίμηση, αν όχι την ευθεία αντίθεση στις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αξίες. Η κρίση της αντιπροσώπευσης και η ένταση των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων ευνοούν την αντισυστημική ρητορική και τη δημοφιλία απόψεων που αναλώνονται στη συνθηματολογία και τις ανέξοδες λύσεις».
Όπως τόνισε «το δημογραφικό συνδέεται επίσης με την οικονομική κατάσταση της χώρας, καθώς η γήρανση του πληθυσμού, σε συνδυασμό με το brain drain, απειλούν αφενός τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, αφετέρου την αναπτυξιακή της προοπτική.
Το έλλειμα των γεννήσεων, μαζί με τη φυγή, ιδίως κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, πολλών Ελλήνων, κυρίως νέων και υψηλού μορφωτικού επιπέδου, στο εξωτερικό προδίδει την έκταση ενός προβλήματος με υπαρξιακό χαρακτήρα για το μέλλον της χώρας μας».
Ταυτόχρονα, αναφέρθηκε στη μεταρρύθμιση του κράτους, και ειδικότερα στον ψηφιακό μετασχηματισμό του, λέγοντας ότι «είναι το επόμενο μεγάλο στοίχημα για την ποιότητα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης, προς όφελος των πολλών, σε κρίσιμους τομείς, όπως στη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση, την υγεία και την εργασία, μας προσφέρει νέες και ακόμα εν πολλοίς αχαρτογράφητες δυνατότητες και ευκαιρίες.
Χρειάζεται όμως το νέο αυτό, θαυμαστό από πολλές απόψεις, περιβάλλον και την ισχυρή κρατική ρύθμιση και παρέμβαση, ώστε να διασφαλιστεί το ηθικό και κοινωνικό πρόσημο της τεχνολογικής εξέλιξης και να μην περιθωριοποιηθούν εκείνοι που δυσκολεύονται να ακολουθήσουν τον ιλιγγιώδη ρυθμό της. Κανείς δεν πρέπει να μείνει πίσω, ευάλωτος και απροστάτευτος, ψηφιακά αναλφάβητος και εκτεθειμένος σε έναν κόσμο που τον υπερβαίνει».
Ειδική αναφορά, έκανε στην κλιματική κρίση, τονίζοντας ότι «έχει πάρει διαστάσεις εκρηκτικές και ανάγεται στην πιο μεγάλη ίσως μάχη της γενιάς μας. Ενώ, όμως, παρατηρείται η αυξημένη ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, ιδίως των νέων, καθώς και πληθώρα δικαστικών αποφάσεων που δικαιώνουν τους προσφεύγοντες και διαφυλάσσουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των επομένων γενιών, δεν μοιάζει να ισχύει το ίδιο και για τα κράτη.
Ακόμα και συλλογικές διεθνείς δεσμεύσεις φαντάζουν ανεπαρκείς, ενώ φαίνεται να λείπει η πολιτική βούληση λήψης ριζικών μέτρων προς την κατεύθυνση της πράσινης μετάβασης. Δεν χωρεί όμως πλέον κανένα περιθώριο απάθειας και αδράνειας, καθώς γινόμαστε μάρτυρες των δραματικών συνεπειών της κλιματικής κρίσης. Ούτε μπορεί η διαχείρισή της να καταστεί πρόσφορη, χωρίς τον διεθνή συντονισμό».
Συνοψίζοντας, υποστήριξε ότι «η Μεταπολίτευση μας παρέχει τον υψηλό θεσμικό και δημοκρατικό τόνο της συνύπαρξής μας, όπως και την καταξίωση της προσωπικής και της συλλογικής ελευθερίας. Την ισχυρή πεποίθηση ότι η δημοκρατία δεν αποτελεί απλά μια υπόθεση της πλειοψηφίας και της εκάστοτε κυβερνητικής βούλησης.
Αντιθέτως, μας προσδίδει μορφή και υπόσταση καθολικά, προστατεύει τις μειοψηφίες και δεν ανέχεται να υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι αόρατοι, δίχως δυνατή φωνή. Μας δημιουργεί η Μεταπολίτευση, ως μια μακρόχρονη και βιωμένη εμπειρία, την ακλόνητη βεβαιότητα ότι, παρά τα προβλήματα, τις ανατροπές, τις δυσχέρειες και τις παθογένειες, στη φιλελεύθερη δημοκρατία ριζώνει και απλώνεται η πιο ισχυρή εγγύηση του βιοτικού, υλικού και πολιτισμικού μας επιπέδου».
Όπως είπε «απέναντι στις σπουδαίες προκλήσεις του καιρού μας, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα εθνικά σύνορα, το αξιακό και ιστορικό βάθος της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου δεν είναι προς διαπραγμάτευση, ούτε προς υποτίμηση. Εκεί βρίσκονται τα θεμέλια της Πολιτείας μας και πάνω σε αυτά η πολιτική και το δίκαιο επικαιροποιούνται και ανταποκρίνονται στις μεταβολές των συνθηκών».
Κλείνοντας, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε ότι «η ενδυνάμωση της δημοκρατίας προϋποθέτει τον αναστοχασμό, την ανάληψη ευθυνών, στο μέτρο που αναλογεί στον καθένα μας, τη λογοδοσία και τον σχεδιασμό, αλλά πάνω από όλα, την υπεράσπιση των θεμελιωδών αξιών της, της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης, σε μια περίοδο που αυτές ακριβώς, επί της αρχής, αμφισβητούνται. Διαφυλάσσοντας και εμπλουτίζοντας, ανανεώνοντας την παράδοση της Μεταπολίτευσης, προστατεύουμε τα πιο ισχυρά και συγκροτητικά στοιχεία της ταυτότητάς μας».
Η εκδήλωση διοργανώθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και η κυρία Σακελλαροπούλου αναφέρθηκε στις θεματικές του συνεδρίου, όπως και στον νέο συλλογικό τόμο της διαΝΕΟσις, στον οποίο αποτιμάται η μεταπολιτευτική πορεία της χώρας μας και διαγράφονται οι προκλήσεις για το παρόν και το μέλλον της.
Σακελλαροπούλου: Η διαΝΕοσις αναδεικνύει τεκμηριωμένα και ευθύβολα ζητήματα που διατρέχουν την κοινωνία μας
Όπως σημείωσε η Πρόεδρος «η διανέοσις αναδεικνύει τεκμηριωμένα και ευθύβολα, με τη συνδρομή ειδικών επιστημόνων, ζητήματα που διατρέχουν στο σύνολό της, την κοινωνία μας, την πολιτική και την οικονομία. Διερευνά και εντοπίζει τις συνέχειες και τις ασυνέχειες, τις δυνατότητες και τις προοπτικές της».Ειδικότερα, η κυρία Σακελλαροπούλου υπογράμμισε ότι «η Μεταπολίτευση αποτελεί την πιο ομαλή, ειρηνική και προοδευτική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας. Ως έννοια συνοψίζει, όχι μόνο την ιστορική μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία, αλλά και την εμπέδωση, πολιτικά, ηθικά και πολιτισμικά, της τελευταίας στη συνείδηση όλων μας, ως ανεκτίμητο αγαθό για την κοινωνική μας συνύπαρξη και τον πολιτικό μας αυτοκαθορισμό.
Οι θεσμοί της, δημοκρατικοί και φιλελεύθεροι, επέδειξαν αυτά τα πενήντα χρόνια αξιοσημείωτη συνέπεια και αντοχή και απέδειξαν το βάθος της δημοκρατίας μας. Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη υπήρξε το ορόσημο και ο πιο καθοριστικός παράγοντας της μεταπολιτευτικής μας διαδρομής, ο ορίζοντας εντός του οποίου διαμορφώθηκαν οι προσδοκίες των Ελλήνων και τα βιώματά τους, μετά από την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Η Ελλάδα είναι πια μια διαφορετική χώρα και κοινωνία, με εδραιωμένη τη θέση της ανάμεσα στις πιο προηγμένες χώρες του πλανήτη. Το κεκτημένο αυτό είναι πολύτιμο και διόλου αυτονόητο, αν αναλογιστεί κανείς την πολυτάραχη ιστορία μας τον 20ο αιώνα. Η Μεταπολίτευση συνιστά για την Ελλάδα, μια αλλαγή παραδείγματος».
Παράλληλα, υποστήριξε ότι «η Μεταπολίτευση κομίζει, για πρώτη φορά με αυτή τη διάρκεια και ποιότητα, την πολιτική σταθερότητα, η οποία στάθηκε βασική συνθήκη για την κοινωνική ευημερία. Η ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία και η διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών καταδεικνύουν την εδραίωση της πολιτικής μας ελευθερίας. Σπουδαίες μεταρρυθμίσεις, όπως στο οικογενειακό δίκαιο, σηματοδότησαν την φιλελευθεροποίηση των ηθών και ενίσχυσαν την ισότητα των φύλων.
Το κοινωνικό κράτος, η δημόσια υγεία και παιδεία, επεκτάθηκαν και απέκτησαν καθολική εμβέλεια, ενώ η κοινωνική κινητικότητα δημιούργησε μια ιδιαίτερη, πρωτοφανή δυναμική στην ελληνική κοινωνία. Την ίδια στιγμή, η συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια και ολοκλήρωση μας έδωσε άλλες παραστάσεις που εμπλούτισαν τη νεοελληνική μας ταυτότητα και τον τρόπο της ζωής μας».
Μιλώντας για τις προκλήσεις που αντιμετώπισε η δημοκρατία, υπογράμμισε ότι «δεν έλειψαν, ωστόσο, τα πενήντα αυτά χρόνια κρίσεις, που παρότι δεν ήταν πολιτειακές, δοκίμασαν τα όρια της δημοκρατίας μας. Η δημοσιονομική κρίση ανέτρεψε το βιοτικό επίπεδο πολλών και υπονόμευσε την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Διέκοψε την κανονικότητα της μεταπολίτευσης και δυνάμωσε τη δυσπιστία, ενώ μας έφερε σε μια επώδυνη συνειδητοποίηση των χρόνιων παθογενειών μας. Παράλληλα, η πολιτεία μας κλήθηκε να αντιμετωπίσει και την προσφυγική και μεταναστευτική κρίση.
Η Ελλάδα, ως χώρα υποδοχής, επωμίστηκε δυσανάλογο βάρος για την αντιμετώπιση ενός ζητήματος, που συναρτάται ευθέως με την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Το προσφυγικό και μεταναστευτικό εγείρει τη διαρκή αναζήτηση της εύλογης ισορροπίας ανάμεσα στην ανάγκη της αποτελεσματικής φύλαξης των συνόρων και την υπεράσπιση των ανθρωπιστικών αξιών και του δικαιώματος του ασύλου.
Στη συνέχεια, η πανδημία οδήγησε σε μια σειρά από σοβαρότατους περιορισμούς, με οριζόντια εφαρμογή, στα δικαιώματα. Βιώσαμε μια πρωτόγνωρη υγειονομική κατάσταση ανάγκης, μια ακόμη απειλή για τη δημόσια υγεία, αλλά και ευρύτερα για την κανονιστική ισχύ και ανθεκτικότητα των δημοκρατικών και φιλελεύθερων εγγυήσεων.
Ταυτόχρονα, η κλιματική κρίση αναδεικνύεται στην πιο επείγουσα πρόκληση του καιρού μας. Οι καταστροφικές επιπτώσεις της υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα της άμεσης διεθνούς αντίδρασης, ιδίως για τις χώρες της Μεσογείου, που βρίσκονται συχνά, ως hot spots, στο επίκεντρο ακραίων φαινομένων, φονικών πλημμυρών και πυρκαγιών».
Στο ίδιο πλαίσιο, παρατήρησε, ότι «οι πολλαπλές αυτές διακινδυνεύσεις και οι απειλές κρύβουν μια πικρή παραδοχή: η εποχή της αισιοδοξίας φαίνεται να έχει παρέλθει. Ζούμε σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται με μεγάλη ταχύτητα και προς αβέβαιη κατεύθυνση. Τελούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη συνθήκη, με γεωπολιτική ανισορροπία και ανασφάλεια. Οι ανισότητες διευρύνονται και το αφήγημα της οπισθοδρόμησης της δημοκρατίας κερδίζει ολοένα και ευρύτερα ακροατήρια, εκλογικά και πολιτικά.
Στο στόχαστρο τίθεται η φιλελεύθερη δημοκρατία, όχι μόνο ως αρχή πολιτειακή και συνταγματική, αλλά ως τρόπος οργάνωσης, άσκησης και ελέγχου της εξουσίας. Αμφισβητείται επίσης πολιτισμικά, ιδίως ως προς τον σεβασμό των δικαιωμάτων, της ανεκτικότητας και της διαφορετικότητας.
Η άνοδος του λαϊκισμού και η δημαγωγία, ο αυταρχικός, επιθετικός και ακραίος λόγος, τα fake news και η κακόβουλη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως και οι αντιθεσμικές ουσιαστικά πρακτικές που συναντάμε στις ανελεύθερες δημοκρατίες, καλλιεργούν την υποτίμηση, αν όχι την ευθεία αντίθεση στις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αξίες. Η κρίση της αντιπροσώπευσης και η ένταση των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων ευνοούν την αντισυστημική ρητορική και τη δημοφιλία απόψεων που αναλώνονται στη συνθηματολογία και τις ανέξοδες λύσεις».
Σακελλαροπούλου: Οι προκλήσεις για τη Δημοκρατία απαιτούν εγρήγορση και υπεράσπιση των αξιών της
Ακολούθως, σημείωσε ότι «οι προκλήσεις για τη δημοκρατία είναι πολλές και σύνθετες και απαιτούν εγρήγορση και στοχευμένες δημόσιες πολιτικές. Η δημοσιονομική ισορροπία προϋποθέτει, ως παράγοντας της υγιούς ανάπτυξης και συνάμα της κοινωνικής συνοχής, την ορθολογική διαχείριση των δημόσιων πόρων, καθώς και την προστασία των ευάλωτων ομάδων. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη, ώστε να μην επαναληφθεί η σκληρή εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας».Όπως τόνισε «το δημογραφικό συνδέεται επίσης με την οικονομική κατάσταση της χώρας, καθώς η γήρανση του πληθυσμού, σε συνδυασμό με το brain drain, απειλούν αφενός τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, αφετέρου την αναπτυξιακή της προοπτική.
Το έλλειμα των γεννήσεων, μαζί με τη φυγή, ιδίως κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, πολλών Ελλήνων, κυρίως νέων και υψηλού μορφωτικού επιπέδου, στο εξωτερικό προδίδει την έκταση ενός προβλήματος με υπαρξιακό χαρακτήρα για το μέλλον της χώρας μας».
Ταυτόχρονα, αναφέρθηκε στη μεταρρύθμιση του κράτους, και ειδικότερα στον ψηφιακό μετασχηματισμό του, λέγοντας ότι «είναι το επόμενο μεγάλο στοίχημα για την ποιότητα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης, προς όφελος των πολλών, σε κρίσιμους τομείς, όπως στη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση, την υγεία και την εργασία, μας προσφέρει νέες και ακόμα εν πολλοίς αχαρτογράφητες δυνατότητες και ευκαιρίες.
Χρειάζεται όμως το νέο αυτό, θαυμαστό από πολλές απόψεις, περιβάλλον και την ισχυρή κρατική ρύθμιση και παρέμβαση, ώστε να διασφαλιστεί το ηθικό και κοινωνικό πρόσημο της τεχνολογικής εξέλιξης και να μην περιθωριοποιηθούν εκείνοι που δυσκολεύονται να ακολουθήσουν τον ιλιγγιώδη ρυθμό της. Κανείς δεν πρέπει να μείνει πίσω, ευάλωτος και απροστάτευτος, ψηφιακά αναλφάβητος και εκτεθειμένος σε έναν κόσμο που τον υπερβαίνει».
Ειδική αναφορά, έκανε στην κλιματική κρίση, τονίζοντας ότι «έχει πάρει διαστάσεις εκρηκτικές και ανάγεται στην πιο μεγάλη ίσως μάχη της γενιάς μας. Ενώ, όμως, παρατηρείται η αυξημένη ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, ιδίως των νέων, καθώς και πληθώρα δικαστικών αποφάσεων που δικαιώνουν τους προσφεύγοντες και διαφυλάσσουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των επομένων γενιών, δεν μοιάζει να ισχύει το ίδιο και για τα κράτη.
Ακόμα και συλλογικές διεθνείς δεσμεύσεις φαντάζουν ανεπαρκείς, ενώ φαίνεται να λείπει η πολιτική βούληση λήψης ριζικών μέτρων προς την κατεύθυνση της πράσινης μετάβασης. Δεν χωρεί όμως πλέον κανένα περιθώριο απάθειας και αδράνειας, καθώς γινόμαστε μάρτυρες των δραματικών συνεπειών της κλιματικής κρίσης. Ούτε μπορεί η διαχείρισή της να καταστεί πρόσφορη, χωρίς τον διεθνή συντονισμό».
Τι ανέφερε για τις γεωπολιτικές εξελίξεις
Για τις γεωπολιτικές εξελίξεις, σημείωσε ότι «το πολεμικό μέτωπο στην Ουκρανία, μετά την απροκάλυπτη ρωσική εισβολή, η αναταραχή στη Μέση Ανατολή και η απειλή γενικευμένης σύρραξης, εντείνουν την ανασφάλεια και αναδεικνύουν νέους συσχετισμούς ισχύος, των οποίων η εξέλιξη δεν μπορεί αξιόπιστα να προβλεφθεί. Μέσα σε αυτό το ρευστό πλαίσιο των διεθνών σχέσεων, η χώρα μας καλείται να διαδραματίσει ρόλο πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή και να προωθήσει τις σύμφωνες με το διεθνές δίκαιο θέσεις της».Συνοψίζοντας, υποστήριξε ότι «η Μεταπολίτευση μας παρέχει τον υψηλό θεσμικό και δημοκρατικό τόνο της συνύπαρξής μας, όπως και την καταξίωση της προσωπικής και της συλλογικής ελευθερίας. Την ισχυρή πεποίθηση ότι η δημοκρατία δεν αποτελεί απλά μια υπόθεση της πλειοψηφίας και της εκάστοτε κυβερνητικής βούλησης.
Αντιθέτως, μας προσδίδει μορφή και υπόσταση καθολικά, προστατεύει τις μειοψηφίες και δεν ανέχεται να υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι αόρατοι, δίχως δυνατή φωνή. Μας δημιουργεί η Μεταπολίτευση, ως μια μακρόχρονη και βιωμένη εμπειρία, την ακλόνητη βεβαιότητα ότι, παρά τα προβλήματα, τις ανατροπές, τις δυσχέρειες και τις παθογένειες, στη φιλελεύθερη δημοκρατία ριζώνει και απλώνεται η πιο ισχυρή εγγύηση του βιοτικού, υλικού και πολιτισμικού μας επιπέδου».
Όπως είπε «απέναντι στις σπουδαίες προκλήσεις του καιρού μας, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα εθνικά σύνορα, το αξιακό και ιστορικό βάθος της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου δεν είναι προς διαπραγμάτευση, ούτε προς υποτίμηση. Εκεί βρίσκονται τα θεμέλια της Πολιτείας μας και πάνω σε αυτά η πολιτική και το δίκαιο επικαιροποιούνται και ανταποκρίνονται στις μεταβολές των συνθηκών».
Κλείνοντας, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε ότι «η ενδυνάμωση της δημοκρατίας προϋποθέτει τον αναστοχασμό, την ανάληψη ευθυνών, στο μέτρο που αναλογεί στον καθένα μας, τη λογοδοσία και τον σχεδιασμό, αλλά πάνω από όλα, την υπεράσπιση των θεμελιωδών αξιών της, της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης, σε μια περίοδο που αυτές ακριβώς, επί της αρχής, αμφισβητούνται. Διαφυλάσσοντας και εμπλουτίζοντας, ανανεώνοντας την παράδοση της Μεταπολίτευσης, προστατεύουμε τα πιο ισχυρά και συγκροτητικά στοιχεία της ταυτότητάς μας».