Προ της λήψης σηµαντικών στρατηγικών αποφάσεων βρίσκεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, µε ορόσηµο την εκλογή νέου Προέδρου της ∆ηµοκρατίας. Μετά τη διαγραφή του Αντώνη Σαµαρά, που διαµόρφωσε νέα δεδοµένα ενόψει του επόµενου διαστήµατος, ο πρωθυπουργός καλείται να δώσει το ακριβές στίγµα των πολιτικών του προτεραιοτήτων σε όλα τα επίπεδα, από το εσωτερικό του κυβερνώντος κόµµατος µέχρι τη διακυβέρνηση της χώρας.

Ιδιαίτερα µετά την εξέλιξη µε τον πρώην πρωθυπουργό, η όλη συζήτηση για το πρόσωπο που θα προταθεί για το ύπατο πολιτειακό αξίωµα έχει λάβει νέες διαστάσεις, έστω κι αν ο πρωθυπουργός έχει αποδείξει στην πράξη ότι δεν αποφασίζει εν θερµώ ή µε βάση τις πρόσκαιρες πολιτικές συνθήκες.

Επιστρέφει δυναµικά στα υπό επεξεργασία σενάρια του Μαξίµου η περίπτωση του Νίκου ∆ένδια

Ωστόσο, είναι πανθοµολογούµενο ότι η διαγραφή του Μεσσήνιου καθιστά πιο επιτακτική και πολύπλευρη τη συζήτηση περί ενός προσώπου που θα µπορούσε να εκφράσει την ενότητα της κυβερνώσας παράταξης, αλλά και η προσωπικότητά του να τυγχάνει ευρύτερης εκτίµησης, ακόµη και αν η αντιπολίτευση δεν δώσει θετική ψήφο. Σε αυτή τη λογική έχει επιστρέψει δυναµικά στα υπό επεξεργασία σενάρια του Μαξίµου η περίπτωση του Νίκου ∆ένδια, δίπλα φυσικά στο όνοµα του Κώστα Τασούλα, που παραµένει σε περίοπτη θέση ως προφανής και ανώδυνη λύση.

Σε ό,τι αφορά τον Κώστα Καραµανλή, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία της κυβέρνησης τον διαχωρίζει απολύτως και για ευνόητους λόγους από τον Αντώνη Σαµαρά, φαίνεται πως το ενδεχόµενο να µπει στα σοβαρά το όνοµά του στη σχετική εξίσωση είναι πολύ µακρινό. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Κώστας Καραµανλής, µιλώντας στην Πάτρα την Παρασκευή, τάχθηκε κατά των διαγραφών συλλήβδην, χρησιµοποιώντας ωστόσο πολύ προσεκτικές και µετριοπαθείς εκφράσεις, και ταυτόχρονα δεν άφησε κάποιο υπονοούµενο για την προοπτική ανάληψης από τον ίδιο του ύπατου πολιτειακού αξιώµατος, ξεκαθαρίζοντας πως δεν τον ενδιαφέρει.

Λίγες ώρες πριν, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, είχε υπογραµµίσει την «ευπρέπεια» του πρώην πρωθυπουργού, δίνοντας και πάλι το στίγµα των προθέσεων του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος για τη µη ταύτισή του στις συνειδήσεις των πολιτών µε τον Μεσσήνιο.

Από κει και πέρα, το όνοµα του Γιάννη Στουρνάρα εξακολουθεί να παίζει, ενώ πλέον -εκτός της πιθανότητας να ψηφιστεί από το ΠΑΣΟΚ- υπάρχει και το στοιχείο ότι θα µπορούσε να αποτελέσει τρόπον τινά ρελάνς έναντι του σαµαρικού µπλοκ.

Φρεσκάρισµα στη σύνθεση της κυβέρνησης

Μετά την εκλογή Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, ο πρωθυπουργός θεωρείται εξαιρετικά πιθανό να επιχειρήσει φρεσκάρισµα στη σύνθεση της κυβέρνησης, χωρίς να «αγγίξει», όπως το συνηθίζει άλλωστε, τα λεγόµενα... βαριά χαρτιά. Είναι, βλέπετε, κοινός τόπος στο Μέγαρο Μαξίµου ότι στα µέτωπα που αποτελούν και τα µεγαλύτερα κυβερνητικά στοιχήµατα, όπως η Οικονοµία, η Υγεία και τα εθνικά, οποιαδήποτε αλλαγή σε αυτή τη φάση θα δηµιουργούσε περισσότερα προβλήµατα από αυτά που θα έλυνε.

Ως εκ τούτου, εκτός από µια-δυο περιπτώσεις, οι όποιες ανακατατάξεις, αν γίνουν, θα αφορούν στην πλειονότητά τους θέσεις υφυπουργών, µε την ένταξη στο κάδρο της διακυβέρνησης στελεχών που µέχρι σήµερα δεν έχουν δοκιµαστεί. Οπως και να ’χει και επειδή όλοι οι ανασχηµατισµοί επιχειρείται να σηµατοδοτήσουν την απαρχή µιας νέας κυβερνητικής πορείας, στο Μέγαρο Μαξίµου θα επιδιώξουν να τη συνδυάσουν µε την έξοδο της χώρας από το τούνελ του πληθωρισµού και την ολοκλήρωση των δύσκολων δηµοσιονοµικών παρεµβάσεων, µε τα... καλύτερα να είναι µπροστά, όπως είχε πει και προσφάτως ο υπουργός Οικονοµικών, Κωστής Χατζηδάκης.

Αλλαγή του εκλογικού νόµου

Το επόµενο βήµα που θα εξετάσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, είναι η πιθανότητα αλλαγής του εκλογικού νόµου. Η παράµετρος που διαφοροποιεί τον τρόπο που γίνονται αποδεκτές από το πρωθυπουργικό γραφείο οι εισηγήσεις αυτές σε σχέση µε το παρελθόν έχει να κάνει αφ’ ενός µε την εικόνα των δηµοσκοπήσεων, οι οποίες καταδεικνύουν ότι ναι µεν η Ν.∆. διαθέτει την απόλυτη πολιτική κυριαρχία, αλλά πολύ δύσκολα µε τις σηµερινές προϋποθέσεις θα καταφέρει να φτάσει ή να προσεγγίσει τα επίπεδα του 2023, και αφ’ ετέρου µε το κλίµα ρευστότητας που τείνει να επικρατήσει εντός κι εκτός συνόρων.

Ολα τα ενδεχόµενα φαντάζουν ανοιχτά. Μέχρι και σήµερα, τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Εσωτερικών, Θοδωρής Λιβάνιος, ξορκίζουν την οποιαδήποτε σκέψη να οδηγηθεί η χώρα στις κάλπες µε άλλο εκλογικό σύστηµα, όµως οι παραπάνω παράγοντες θα µπορούσαν να επηρεάσουν καταλυτικά τις εν λόγω ζυµώσεις. Πολλώ δε µάλλον, αν υπό το βάρος της περιρρέουσας ατµόσφαιρας που δηµιουργείται, ο πρωθυπουργός µπει στη διαδικασία να σκεφθεί να υπαναχωρήσει σε µία ακόµη σταθερή πολιτική του θέση, αυτή δηλαδή της εξάντλησης της τετραετίας. Στο µεταξύ, µέσω αυτής της αναδιάταξης που παρατηρείται στο πολιτικό σκηνικό και µετά τη διαγραφή Σαµαρά, που πυροδότησε ουκ ολίγα σενάρια, έχουν αρχίσει ήδη να κυκλοφορούν πληροφορίες περί προσέγγισης της Ν.∆. µε ανεξάρτητους βουλευτές ή ακόµη και έχοντες πολιτική στέγη, που όµως δεν αισθάνονται πια βολικά µέσα σ’ αυτή. Ολες αυτές οι περιπτώσεις µελετώνται ξεχωριστά και µένει να φανεί αν θα γίνει προσπάθεια να υπάρξει χειροπιαστό αποτέλεσµα.

Εξάλλου, ο εκτός «γαλάζιας» Κοινοβουλευτικής Οµάδας, Λευτέρης Αυγενάκης, ουδέποτε έπαψε να συµπεριφέρεται σαν κυβερνητικός βουλευτής, ψηφίζοντας όλα τα νοµοσχέδια και παρέχοντας... µαξιλαράκι ασφαλείας.

 
*Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»