Το τηλεφώνηµα του Νίκου Ανδρουλάκη στον Σωκράτη Φάµελλο, το βράδυ της εκλογής του τελευταίου στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν αρκετά ζεστό. Από πολλούς θεωρήθηκε ότι µπορεί να µπουν σε µια νέα φάση οι ταραγµένες σχέσεις των δύο κοµµάτων, καθώς κανένας από τους δύο ηγέτες δεν κουβαλάει τα βαρίδια της σύγκρουσης της προηγούµενης δεκαετίας. Πριν περάσουν λίγα 24ωρα φάνηκε πόσο δύσκολο είναι να διατηρηθεί το καλό κλίµα µεταξύ της Χαριλάου Τρικούπη και της Κουµουνδούρου.

Από το βήµα της Βουλής, ο κ. Φάµελλος επέλεξε να ξαναπιπιλήσει µια καραµέλα που είχε λιώσει, αυτή της συναίνεσης και κατ’ επέκταση της προοπτικής κυβερνητικής συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ µε τη Ν.∆. Παράλληλα, κατηγόρησε τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ πως ξέχασε το θέµα της παρακολούθησής του. Αφορµή γι’ αυτές τις αιχµές ήταν η εθιµοτυπική συνάντηση που είχε την Τετάρτη το µεσηµέρι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ µε τον πρωθυπουργό. Φυσικά, η απάντηση από τον κ. Ανδρουλάκη ήταν σε αρκετά υψηλούς τόνους: «Ο κατήφορος του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τέλος. Αποκάλυψα το παρακράτος, το πήγα στη ∆ικαιοσύνη και το Συµβούλιο της Επικρατείας έβγαλε αντισυνταγµατικό τον νόµο της Ν.∆. που επιχείρησε να συγκαλύψει το σκάνδαλο. Τι κάνατε εσείς, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, για να διατυπώνετε αυτά τα δηλητηριώδη υπονοούµενα;».

Τα προαναφερθέντα δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία. Είναι απόρροια της ανταγωνιστικής σχέσης των δύο κοµµάτων, καθώς εν πολλοίς το ένα εξαρτάται από το άλλο. Με την έννοια ότι προϋπόθεση για να ανεβεί και άλλο το ΠΑΣΟΚ είναι να πέσουν και άλλο τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιστοίχως, για να ξεφύγει από τον κίνδυνο της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ανάγκη να περιορίσει ή, ακόµα περισσότερο, να µειώσει τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ. Σύµφωνα µε εκτιµήσεις, οι σχέσεις των δύο κοµµάτων θα παραπέµπουν σε σκοτσέζικο ντους, δηλαδή µία κρύο, µία ζεστό. Είναι πιθανό, για παράδειγµα, να δούµε το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ, µαζί και µε άλλα κόµµατα της αντιπολίτευσης, να υπογράφουν κοινές νοµοθετικές παρεµβάσεις και πρωτοβουλίες. Και παράλληλα να αλληλοκατηγορούνται µε αφορµή διάφορα ζητήµατα της επικαιρότητας.

Το δίλημμα του ΠΑΣΟΚ και η προσέγγιση ΣΥΡΙΖΑ-Νέας Αριστεράς

Στην εξίσωση, ωστόσο, εκ των πραγµάτων µπαίνει και το θέµα της Προεδρίας ∆ηµοκρατίας. Τη συζήτηση άνοιξε επισήµως η Νέα Αριστερά, προτείνοντας για τη θέση του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα της χώρας τον πρόεδρο της Α∆ΑΕ, Χρήστο Ράµµο. Με διαφορά λίγων ηµερών είχε προηγηθεί η αναφορά του ονόµατος του κ. Ράµµου από το στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, Θόδωρο Μαργαρίτη, προκαλώντας την έντονη αντίδραση της Χαριλάου Τρικούπη. Το ενδιαφέρον, όµως, έγκειται πλέον στη διαθεσιµότητα που επέδειξε ο Χρήστος Ράµµος, καθώς όταν έγινε η διαρροή κατά του κ. Μαργαρίτη δεν είχε γίνει γνωστή η αποδοχή της πρότασης από τον πρόεδρο της Α∆ΑΕ. Που σηµαίνει στην πράξη ότι το ΠΑΣΟΚ και προσωπικά ο κ. Ανδρουλάκης δεν µπορούν να κλείσουν τα µάτια και να αδιαφορήσουν για µια τέτοια προοπτική. Το δίληµµα, συνεπώς, είναι υπαρκτό, καθώς η αποδοχή της πρότασης που έκανε ο κ. Χαρίτσης µπορεί να δηµιουργήσει προοπτικές συνεννόησης µε τα προοδευτικά κόµµατα, κάτι που στην παρούσα φάση το ΠΑΣΟΚ δεν δείχνει να είναι προτεραιότητά του. Από την άλλη, η άρνηση στο πρόσωπο του κ. Ράµµου θα καθιστά κατά κάποιους το ΠΑΣΟΚ ανοιχτό στην κριτική πως δεν συναινεί σε ένα πρόσωπο που σήκωσε δηµοκρατικό ανάστηµα και ότι κλείνει το µάτι προς την κυβέρνηση.

Την ίδια ώρα, η εν λόγω πρόταση του κ. Χαρίτση είναι σαφές ότι φέρνει πιο κοντά τον ΣΥΡΙΖΑ µε τη Νέα Αριστερά, καθώς φαίνεται πως τα δύο κόµµατα θα οµονοήσουν στο πρόσωπο του κ. Ράµµου. Και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εµµέσως ο κ. Τσίπρας άφησε να εννοηθεί πως θα πρέπει να υποστηριχθεί εκ νέου η νυν Πρόεδρος, Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Κατά πολλούς, µετά την εκδίωξη Κασσελάκη, έχουν εκλείψει οι περισσότεροι από τους λόγους που οδήγησαν στη διάσπαση πριν από ένα χρόνο. Πολύ περισσότερο, δε, για τη Νέα Αριστερά που εκ του αποτελέσµατος δεν δικαιώθηκε µε αριθµητικούς όρους (σ.σ. και όχι πολιτικούς) η αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως, στο πρόσφατο συνέδριο του κόµµατος απορρίφθηκε η όποια προοπτική συγκόλλησης µε το πρώην κόµµα, παρά ταύτα ήδη από τα κάτω έχει ανοίξει ο διάλογος. Γνώστες της ανθρωπογεωγραφίας αναφέρουν ότι ουκ ολίγα µέλη και µεσαία στελέχη της Νέας Αριστεράς επέλεξαν να πάνε να ψηφίσουν στις πρόσφατες εκλογές για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Κομβικές οι δημοσκοπήσεις

Στα προαναφερθέντα πρέπει να προστεθεί και η παράµετρος των δηµοσκοπήσεων. Πολλά, δηλαδή, θα εξαρτηθούν από τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ όσο θα πλησιάζουµε προς τις εθνικές εκλογές. Αν το ΠΑΣΟΚ κινείται σε ποσοστά κοντά στη Ν.∆. τότε θα ενισχυθεί το αφήγηµα της ακόµα µεγαλύτερης στήριξής του από τους πολίτες. Αν, όµως, δεν είναι κοντά τα ποσοστά, τότε θα τεθεί επί τάπητος το αίτηµα της συνεργασίας των κοµµάτων της προοδευτικής αντιπολίτευσης ως µόνο όχηµα για να φύγει η Ν.∆. Με εµφατικό τρόπο άνοιξε η Ολγα Γεροβασίλη (συνέντευξή στο «Καρφί») τη συζήτηση, προτείνοντας ευθέως την προεκλογική συνεργασία. Επιπλέον, µε συνέντευξή της στην «Κυριακάτικη Απογευµατινή», βάζει το θέµα των συνεργασιών και η Ρένα ∆ούρου, φέρνοντας ως παράδειγµα το Λαϊκό Μέτωπο που συγκροτήθηκε στη Γαλλία για να αντιµετωπιστεί ο κίνδυνος της ανόδου της ακροδεξιάς. Οπως προαναφέραµε, στο ΠΑΣΟΚ στον παρόντα χρόνο δεν ανοίγουν καθόλου τη συζήτηση περί συνεργασιών. Προσµένουν στην περαιτέρω άνοδο των ποσοστών του κόµµατος και προετοιµάζουν τον χώρο υποδοχής µεσαίων στελεχών, ενδεχοµένως και βουλευτών. Αντιθέτως, στη Νέα Αριστερά η ηγετική οµάδα υπό τον κ. Χαρίτση εµφανίζεται θετική στη διαµόρφωση ενός µετώπου, που θα έχει όµως σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά, απέναντι στην κυβέρνηση.

Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή