Ο βουλευτής Φθιώτιδας της ΝΔ Γιάννης Οικονόμου μίλησε στο ραδιόφωνο των Παραπολιτικών 90,1 στην εκπομπή «Σαββατοκύριακο Μαζί» και την δημοσιογράφο Πένυ Αβραμίδη.

Ματαξύ άλλων, σημείωσε «ότι η ισχυροποίηση της Ελλάδας εξαρτάται από το να ξαναγίνουμε παραγωγική χώρα», ενώ σχετικά με τις προσεχείς ανακοινώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ενόψει της αυριανής ομιλίας του στην Ολομέλεια της Βουλής για την ψήφιση του Προϋπολογισμού 2025 επισήμανε: «Είναι σαφές ότι οι όποιες ανακοινώσεις του θα αφορούν ζητήματα και παρεμβάσεις που θα έχουν άμεση εφαρμογή και αντίκρισμα στην καθημερινότητα των πολιτών σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές».

Παράλληλα, αναφέρθηκε στις κορυφαίες προτεραιότητες της δεύτερης τετραετίας, τονίζοντας: «Το στοίχημα της δεύτερης τετραετίας μας και οι κορυφαίες προτεραιότητες για τα επόμενα 2,5 χρόνια που έχουμε μπροστά μας είναι η γρηγορότερη, ταχύτερη, αναδιανομή του εισοδήματος που παράγεται από την ανάπτυξη προς τη μεσαία τάξη και τη μισθωτή εργασία».

Αναλυτικά όσα είπε ο Γιάννης Οικονόμου:

Ο προϋπολογισμός από τη φύση του είναι μια ευκαιρία να συζητηθεί ευρύτερα η πορεία της χώρας όχι μόνο όσον αφορά στα οικονομικά μεγέθη. Έχει έναν απολογιστικό και προγραμματικό ταυτόχρονα χαρακτήρα από την πλευρά της Κυβέρνησης και δίνεται και στην Αντιπολίτευση η ευκαιρία να ασκήσει την κριτική της και να προβάλλει και τη δική της εναλλακτική.

Οπότε είναι και φυσιολογικό και οι τόνοι να είναι υψηλότεροι και η αντιπαράθεση να παρουσιάζει μια ένταση πάντοτε όμως στα όρια της νομιμότητας Δεν έχει εκπλήξει το ΠΑΣΟΚ ούτε ευχάριστα, ούτε δυσάρεστα. Όλο αυτό που παρακολουθούσαμε πριν τις εσωκομματικές εκλογές, το βλέπουμε να συνεχίζεται και τώρα.

Με αμήχανο τρόπο προσπαθούν να πείσουν ότι έχουν αλλάξει, ότι η πρόοδος που έχει συντελεστεί στη χώρα είναι λίγη, μικρή, ότι θα μπορούσαν με κάποιο μαγικό τρόπο να είχαν γίνει και άλλα και αντί να προσηλωθούν σε μια τεκμηριωμένη -όχι μόνο από άποψη αριθμών, οικονομικών μεγεθών, αλλά και από πολιτική λογική- εναλλακτική πρόταση, σηκώνουν σημαίες ευκαιρίας, αξιοποιώντας τη δυσαρέσκεια του κόσμου σε μια σειρά από ζητήματα χωρίς όμως, ο πολιτικός τους λόγος να έχει βάθος, να δείχνει μια ακολουθία πολιτικών, χωρίς να μπορεί να πείσει ότι θα έχει οφέλη για την κοινωνία και πως θα είναι υλοποιήσιμα αυτά που υπόσχονται, λύνοντας περισσότερα προβλήματα από αυτά που ενδεχομένως θα μπορούσαν να δημιουργήσουν. 

Ο ανταγωνισμός δεν διατάσσεται, ενθαρρύνεται

Σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο των ανακοινώσεων του Πρωθυπουργού νομίζω θα όλοι να περιμένουμε λίγες ώρες μέχρι την ομιλία του. Είναι σαφές ότι οι όποιες ανακοινώσεις του θα αφορούν ζητήματα και παρεμβάσεις που θα έχουν άμεση εφαρμογή και αντίκρισμα στην καθημερινότητα των πολιτών σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές.

Θέλω να κάνω μία ένα γενικότερο σχόλιο για τις τράπεζες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι τράπεζες σε πολλούς τομείς της συμπεριφοράς τους και της συναλλαγής τους με τους καταναλωτές είναι απαράδεκτες. Και το λέω με αυτή την ένταση και με αυτή την έννοια.

Δεν μπορεί να χρεώνουν για το καθετί και μάλιστα πολλές φορές και υπέρογκα ποσά, εκτός κάθε λογικής, δεν μπορεί στο βωμό της ψηφιοποιησης ή εκσυγχρονισμού τους να αφήνουν ολόκληρες περιοχές της χώρας θα ακάλυπτες καθαρά και μόνο για λόγους κόστους, με αποτέλεσμα αρκετοί συμπολίτες -κυρίως προχωρημένης ηλικίας ή και άνθρωπους που δεν τα πολυκαταφέρνουν με τα ψηφιακά- να ταλαιπωρούνται και να αντιμετωπίζουν προβλήματα. Όλα αυτά είναι ζητήματα τα οποία κατά την άποψή μου πρέπει να τα επανεξετάσουμε και να τα ξαναδούμε.

Άλλο αυτό, όμως, άλλο δηλαδή το γεγονός ότι όντως υπάρχει ένα πεδίο στο οποίο οι τράπεζες πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τη συμπεριφορά τους και να αντιληφθούν πολλές φορές προκαλούν την κοινωνία -μια κοινωνία, μια οικονομία ένα λαό που τους στήριξε- και άλλο να σηκώνουμε σημαίες ευκαιρίας και να προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε αν θέλετε αυτό το θυμό και αυτή τη δίκαιη αγανάκτηση των πολιτών, προτείνοντας πράγματα που είτε είναι εκτός λογικής και εκτός εφαρμογής, όπως για παράδειγμα η κρατικοποίηση των τραπεζών, που άκουσα από τον κύριο Πολάκη.

Δεν το λέει πρώτη φορά αυτό -δεν το λέω ως μομφή- ο άνθρωπος πιστεύει ότι πρέπει να φτιάξουμε κρατική τράπεζα. Ο κύριος Φάμελλος το μισοείπε -τα ίδια στην ουσία έλεγε , δεν το είπε με τον ίδιο απροκάλυπτο τρόπο- ο κύριος Ανδρουλάκης στη δεύτερη τροπολογία του ΠΑΣΟΚ με κάποιο τρόπο το υπενόησε, μέσω του δείκτη περιορισμού των επιτοκίων. Άρα έχουμε ένα πλαίσιο προτάσεων που είναι εκτός πλαισίου παρουσίας της χώρας και λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος μέσα στην Ευρωζώνη. Η Ευρωζώνη σημαίνει ότι δεν μπορείς να κρατικοποιείς τράπεζες, ότι δεν μπορείς να ορίζεις διοικητικά τα επιτόκια.

Δεύτερον, ο ανταγωνισμός -ξέρετε- δεν διατάσσεται. Ο ανταγωνισμός δημιουργείται, ενθαρρύνεται από μια κυβέρνηση με τις θεσμικές της παρεμβάσεις. Και είναι αυτή η κυβέρνηση -η δική μας κυβέρνηση- η οποία φρόντισε να δημιουργηθεί ο πέμπτος τραπεζικός πυλώνας ένας ισχυρός πέμπτος τραπεζικός πυλώνας -προφανώς είναι καλύτερα αντί να έχει τέσσερις τράπεζες να έχεις πέντε- και προς αυτή την κατεύθυνση να αυξηθεί και ο ανταγωνισμός και οι καλύτερες υπηρεσίε, ενδεχομένως και τα καλύτερα επιτόκια προς τους καταναλωτές.

Αναφέρομαι σε αυτό για να μην πω και για μια σειρά από άλλες παρεμβάσεις να έγιναν στο παρελθόν σε ό,τι αφορά στη δυνατότητα και άλλων χρηματοδοτικών φορέων να δίνουν χορηγήσεις στους πολίτες και τους καταναλωτές. Σε ό,τι αφορά στη φορολόγηση και αυτό επίσης ήταν μια συζήτηση αποπροσανατολιστική διότι αν κάτι πρέπει να δει το πολιτικό σύστημα στην συντεταγμένα, σοβαρά -γιατί πρόκειται για ζήτημα που αφορά και τη βιωσιμότητα των τραπεζών- είναι η σύντμηση του χρονικού διαστήματος το οποίο οι τράπεζες θα κληθούν να καταβάλουν τον αναβαλλόμενο φόρο αναβαλλόμενο φόρο, που από κοινού η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, είχαν υπογράψει σε μία πολύ δύσκολη συγκυρία για τις τράπεζες, θα είναι έτσι όπως έγινε και σε αρκετές άλλες χώρες στην Ευρώπη.

Αφορά γύρω στα 15 δισ. ευρώ αν δεν κάνω λάθος, τέτοιας τάξης μεγέθους. Είναι να αρχίσει να καταβάλλεται από 2040 και μετά. Είναι μια σοβαρή συζήτηση αν αντί να αρχίσει να καταβάλλεται το 2040, να καταβάλλεται νωρίτερα το 2030, το 2032 με προφανές όφελος και για την οικονομία, και για τη χώρα και τους πολίτες. Αυτά είναι τα σοβαρά.

Το στοίχημα και οι κορυφαίες προτεραιότητες της δεύτερης τετραετίας

Το στοίχημα της δεύτερης τετραετίας μας και οι κορυφαίες προτεραιότητες για τα επόμενα 2,5 χρόνια που έχουμε μπροστά μας είναι η γρηγορότερη, ταχύτερη, αναδιανομή του εισοδήματος που παράγεται από την ανάπτυξη προς τη μεσαία τάξη και τη μισθωτή εργασία. Όντως, η μεσαία τάξη και η μισθωτή εργασία πρέπει να δουν ακόμη μεγαλύτερες ενισχύσεις σε ό,τι αφορά στους μισθούς και στα εισοδήματα. Δεύτερον, η αύξηση της παραγωγικότητας στη χώρα.

Η Ελλάδα πρέπει να ξαναγίνει παραγωγική χώρα και αυτό απαιτεί πρώτα και πάνω από όλα μια πιο ριζοσπαστική μεταρρύθμιση, μετεξέλιξη, ριζική επαναπροσέγγιση του αγροτικού και κτηνοτροφικού τομέα για να γίνει η χώρα μας ξανά παραγωγική με πολλαπλά οφέλη για την οικονομία και για την κοινωνία, κυρίως για την Περιφέρεια. Και μέσω αυτών των προτεραιοτήτων να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε μία ένα αίσθημα ματαίωσης που κυριαρχεί σε πολλά δυναμικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας ότι βεβαίως γίνεται πρόοδος, βεβαίως τα πράγματα πάνε καλύτερα, αλλά κυριαρχεί το αίσθημα ότι δεν θα μπορέσουμε να δώσουμε στα παιδιά μας αυτά που έδωσαν σε εμάς οι δικοί μας γονείς.

Αυτή είναι μια πραγματικότητα εξαιτίας και δύσκολων συγκυριών και εξωγενών παραγόντων και χρόνιων στρεβλώσεων που αντιμετωπίζει το παραγωγικό μας μοντέλο ως χώρα που απασχολεί πάρα πολλούς συμπολίτες μας και που η κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίζει με ακόμη εντατικότερους ρυθμούς -αν θέλετε και με πιο στοχευμένες προτεραιότητες στις κατηγορίες που σας ανέφερα προηγουμένως- την πολιτική της και να πετύχουμε τα αποτελέσματα εκείνα που προσδοκά ο κόσμος και για τα οποία μας ψήφισε. Και βέβαια τον πολιτικό διάλογο και αυτό είναι κάτι που μπορεί να γίνεται και να επιδιώκουμε, να συγκρίνουμε προτάσεις, ιδέες και αφήγημα για το ποιος μπορεί καλύτερα, ποιος έχει τον τρόπο, για να πετύχει τους σκοπούς και τους στόχους.

Γιατί στις διαπιστώσεις και τους στόχους δεν διαφωνεί κανένας. Όλοι τα ίδια λέμε, όλοι προς την ίδια κατεύθυνση θέλουμε να στοχεύσουμε. Αλλά στη Δημοκρατία δεν έχει σημασία μόνο σκοπός και ο στόχος. Έχει σημασία και ο τρόπος και το μέσο και να τα πετύχεις αυτά και κυρίως πως με την πολιτική σου θα εξασφαλίσεις τη διάρκεια και την ανθκεκτικότητα των επιτυχιών. Αυτό δεν είναι απλό και στο πεδίο αυτό κανείς μόνο από την Κυβέρνηση, από τη ΝΔ, ακούει και βλέπει κανείς πολιτική με στρατηγική.