Σε ουδέτερες πολιτικές περιόδους, μη εκλογικές χρονιές δηλαδή, αυτό που πολλές φορές έχει μεγαλύτερη σημασία και δημοσκοπικό ενδιαφέρον δεν είναι αυτή καθαυτή η ποσοτική αποτύπωση της πρόθεσης ψήφου, αλλά τα δυνητικά όρια επιρροής κάθε πολιτικού φορέα, οι δεξαμενές των ψηφοφόρων και η δυναμική που εμφανίζει κάθε κόμμα.

Αυτοί είναι οι δείκτες που μπορούν να περιγράψουν καλύτερα τις εκλογικές τάσεις και να μας αποκαλύψουν τη φορά των πραγμάτων.

Σε μια περίοδο έντονης κινητικότητας, στην οποία το κομματικό σύστημα μοιάζει να βρίσκεται σε φάση ρευστοποίησης, κυρίως στον αριστερό του άξονα, εξελίσσεται σε καθοριστικό παράγοντα για την εκλογική συμπεριφορά η συζήτηση για το αν η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να είναι αυτοδύναμη ή θα δούμε για ακόμα μία φορά μια κυβέρνηση συνεργασίας, που μπορεί να έχει πολλές μορφές και διαφορετικές ιδεολογικές αποχρώσεις. Ας δούμε, όμως, πρώτα πώς διαμορφώνονται με βάση τα πρόσφατα δημοσκοπικά δεδομένα τα όρια της εκλογικής επιρροής των κομμάτων με το ξεκίνημα της νέας χρονιάς.

H ΝΔ φαίνεται να αφήνει πίσω της τη διαγραφή Σαμαρά - Θετικό πρόσημο

Η κυβερνητική παράταξη συνεχίζει να καταγράφεται σε ποσοστά ευρωεκλογών, που κυμαίνονται στην εκτίμηση ψήφου περί το 30%. Η επιρροή της υπήρξε ελαφρώς καθοδική καθ’ όλη τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2024, παρ’ όλα αυτά κατάφερε να κλείσει τη χρονιά με θετικό πρόσημο, εκμεταλλευόμενη τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός κατά την ψήφιση του Προϋπολογισμού, αλλά και το κλίμα ομοψυχίας που φάνηκε να υπάρχει στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, διαλύοντας τις μεμψιμοιρίες και την εσωστρέφεια που είχε δημιουργηθεί το προηγούμενο διάστημα.

Μπαίνοντας στο 2025, η Ν.Δ. φαίνεται να αφήνει πίσω της τη διαγραφή Σαμαρά, ενώ θα επιχειρήσει με μια σειρά στοχευμένων παρεμβάσεων να επαναπατρίσει ψηφοφόρους που έχουν αποστασιοποιηθεί. Συνεχίζει να διαθέτει μια σημαντική δεξαμενή στη ζώνη των αναποφάσιστων, τους οποίους θεωρεί ότι μπορεί να επαναφέρει, στη λογική ότι αυτό το τμήμα ψηφοφόρων επιλέγει τελικά με βάση την προοπτική της κυβερνητικής σταθερότητας. Ο Κ. Μητσοτάκης, παρά τις αναπόφευκτες ρωγμές που εμφανίζει το προφίλ του από την εξάχρονη διακυβέρνηση, συνεχίζει να είναι το ισχυρό χαρτί, υπερέχοντας των πολιτικών του αντιπάλων στους περισσότερους δείκτες, κυρίως δε σε αυτούς που αφορούν τα μεγάλα ζητήματα, όπως η ανάπτυξη της οικονομίας και η εξωτερική πολιτική. Τα όρια της εκλογικής της επιρροής επεκτείνονται και μπορούν να φτάσουν σε ένα ποσοστό της τάξης του 32%-33%, με το μεγάλο πρόβλημα να εντοπίζεται στη συρρίκνωση των δυνάμεών της στα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα, που καταλογίζουν στην κυβέρνηση την αδυναμία αντιμετώπισης της ακρίβειας.

ΠΑΣΟΚ: Ο μεγάλος κερδισμένος της χρονιάς 

Το ΠΑΣΟΚ είναι αδιαμφισβήτητα ο μεγάλος κερδισμένος της χρονιάς που φεύγει, αφού, εκτός από κοινοβουλευτική αξιωματική αντιπολίτευση, έχει καταφέρει να εδραιωθεί σε ένα δημοσκοπικό ποσοστό της τάξης του 20%, που το καθιστά στην ουσία και κοινωνική αντιπολίτευση. Το ΠΑΣΟΚ σε αυτήν τη φάση δεν αντιμετωπίζει εσωκομματικά ζητήματα, ο Ν. Ανδρουλάκης δεν αμφισβητείται και το ζητούμενο για τη νέα χρονιά είναι η δημοσκοπική εκτίναξη, που θα μειώσει τη διαφορά του από τη Ν.Δ. και ταυτόχρονα θα καταστήσει σαφές στα υπόλοιπα όμορα κόμματα ότι είναι ξανά η ηγετική δύναμη στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Ο κατακερματισμός του χώρου, βέβαια, και ο ανταγωνισμός των κομμάτων που τον συγκροτούν δεν επιτρέπουν τη συσπείρωση και την περαιτέρω αύξηση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ, γεγονός που αναδεικνύεται στο μεγαλύτερο πρόβλημα και στην ουσιαστική πρόκληση για το επόμενο διάστημα. Σε αυτό το χρονικό σημείο οι δεξαμενές φαίνονται περιορισμένες, υπάρχει ωστόσο ένα πολύ σημαντικό κομμάτι ψηφοφόρων που δεν επιθυμούν την εκ νέου επικράτηση της Ν.Δ. και ίσως τελικά στραφούν προς το ΠΑΣΟΚ ως τη μοναδική εναλλακτική κυβερνητική επιλογή. Σε αυτήν τη φάση τα όρια εκλογικής επιρροής του κόμματος προσδιορίζονται στο 25%.

ΣΥΡΙΖΑ: Η χειρότερη χρονιά για τη μέχρι πρότινος αξιωματική αντιπολίτευση

Το 2024 ήταν μάλλον η χειρότερη χρονιά για τη μέχρι πρότινος αξιωματική αντιπολίτευση, τον ΣΥΡΙΖΑ, που έχασε τη θέση του και βίωσε ακόμα μία διάσπαση, η οποία συρρίκνωσε τα δημοσκοπικά του ποσοστά, φέρνοντάς το στην πέμπτη θέση, πίσω από την Ελληνική Λύση και το ΚΚΕ. Η ανάδειξη νέας ηγεσίας δημιουργεί κάποια ψήγματα αισιοδοξίας στο κόμμα, το οποίο, όμως, δεν λειτουργεί πλέον ως ο βασικός αντιπολιτευτικός πόλος, έχοντας απολέσει πολλά από τα ριζοσπαστικά του χαρακτηριστικά, που το καθιστούσαν βασική επιλογή για ένα μεγάλο τμήμα των λεγόμενων «αντισυστημικών» ή «αντιπολιτικών» ψηφοφόρων. Ενα κομμάτι έχει πλέον μετακινηθεί μάλλον μόνιμα στην ορθόδοξη αριστερή έκφραση, το ΚΚΕ, του οποίου η εκλογική επιρροή εκτείνεται περί το 12%, ενώ ως σημαντικός υποδοχέας εμφανίζεται πλέον και η Πλεύση Ελευθερίας, που και αυτή συναγωνίζεται τον ΣΥΡΙΖΑ, καταγράφοντας, ειδικά στις νεότερες ηλικιακές ομάδες, διψήφια ποσοστά. Μεγάλες αλληλοεπικαλύψεις παρατηρούνται μεταξύ του κόμματος της κ. Κωνσταντοπούλου και του κ. Κασσελάκη, του οποίου η παρουσία το τελευταίο διάστημα είναι μάλλον υποτονική.

Ανασύνταξη

Ο κ. Κασσελάκης, για πολλούς το πολιτικό πρόσωπο της χρονιάς που πέρασε, βρίσκεται σε φάση ανασύνταξης και ανασυγκρότησης δυνάμεων, καθώς και επαναπροσδιορισμού της πολιτικής του ταυτότητας. Ξεκινά με βάση το 1/4 των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ των ευρωεκλογών, με τα εκλογικά του όρια να εντοπίζονται περί το 7%. Και η Νέα Αριστερά αλιεύει ψηφοφόρους από τη δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ, εντείνοντας τον ανταγωνισμό του συγκεκριμένου ιδεολογικού χώρου και επεκτείνοντας τη ρευστοποίησή του.

Στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, η Ελληνική Λύση εμφανίζεται εδραιωμένη σε διψήφια ποσοστά περί το 12% στα εκλογικά όρια, έχοντας σχηματοποιήσει έναν πυρήνα ψηφοφόρων που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν πλέον ως προσωρινοί ή μετακινούμενοι, αλλά ως σταθεροί ψηφοφόροι του συγκεκριμένου κόμματος. Τέλος, μεγάλη κερδισμένη του 2024 ήταν και η κ. Λατινοπούλου, που μετά τις ευρωεκλογές βλέπει μια σταθερή δημοσκοπική πορεία για το κόμμα της, που εκτείνεται έως και το 6%.


*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά