Στις αρχές του περασµένου Αυγούστου, λίγο πριν αναχωρήσει για ολιγοήµερες διακοπές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε τον Απόστολο Τζιτζικώστα για επίτροπο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ολοκληρώνοντας έτσι ένα δίµηνο δύσκολων και πολλαπλών πολιτικών επιλογών. Είχαν προηγηθεί ο µίνι ανασχηµατισµός της κυβέρνησης λίγες µέρες µετά τις ευρωεκλογές, οι προσθήκες στο επιτελείο του Μεγάρου Μαξίµου και οι ευρείες αλλαγές στους γενικούς και ειδικούς γραµµατείς των υπουργείων.

Το επόµενο µέληµά του, σε επίπεδο επιλογής προσώπων, ήταν και το πιο απαιτητικό: η Προεδρία της ∆ηµοκρατίας. Η δυσαρέσκεια µέρους της Κοινοβουλευτικής Οµάδας της Νέας ∆ηµοκρατίας για την Κατερίνα Σακελλαροπούλου και η ενόχληση για συγκεκριµένες πρωτοβουλίες της είχαν ήδη φτάσει στα αυτιά του. Παράλληλα, η νέα πολιτική λογική µε την οποία προσέγγιζε τις επιλογές προσώπων είχε ήδη αρχίσει να ξεδιπλώνεται εκτενώς: Μόνο µέσα στο καλοκαίρι έγιναν 40 αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της κυβέρνησης, καθώς συνολικά 15 νέοι υπουργοί και υφυπουργοί και 25 νέοι γενικοί γραµµατείς (περιλαµβάνονται κάποιοι που άλλαξαν πόστα) ανέλαβαν καθήκοντα µετά τους δύο «ανασχηµατισµούς».

Ολες ανεξαιρέτως οι νέες προσθήκες στην κυβέρνηση έγιναν µέσα από την Κοινοβουλευτική Οµάδα της Νέας ∆ηµοκρατίας, ενώ και σε θέσεις γ.γ. υπουργείων τοποθετήθηκαν µια σειρά από κοµµατικά και πολιτικά στελέχη από τον χώρο της Κεντροδεξιάς. Ως επίτροπος, δε, στην Κοµισιόν ορίστηκε ο Απόστολος Τζιτζικώστας, πρώην βουλευτής του κόµµατος και επί σειρά ετών περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας.

Σε ύφεση

Ο κόσµος το 2025 είναι πολύ διαφορετικός από τον κόσµο το 2019, όταν ήρθε η Ν.∆. στην εξουσία, ή από το 2020, όταν εξελέγη Πρόεδρος η κυρία Σακελλαροπούλου. Πολιτικά, η Κεντροαριστερά σε όλο τον δυτικό κόσµο βρίσκεται διαρκώς σε ύφεση. Πέραν της επιστροφής του Ντόναλντ Τραµπ και των Ρεπουµπλικανών στον Λευκό Οίκο, αν ο Φρίντριχ Μερτς και το CDU ανακτήσουν σε έναν µήνα, όπως δείχνουν τα γκάλοπ, την εξουσία στη Γερµανία, τότε στην Ευρωπαϊκή Ενωση των 27 κρατών-µελών µόλις τρία θα έχουν κεντροαριστερό κόµµα στην κυβέρνησή τους: η Ισπανία, η ∆ανία και η Μάλτα. Γεωπολιτικά, η ασφάλεια που αισθανόταν η Ευρώπη για παροχή διαρκούς και φθηνής ενέργειας από τη Ρωσία, φθηνών προϊόντων και αγαθών από την Κίνα και αµυντικής προστασίας από τις ΗΠΑ έχει καταρρεύσει, µαζί µε πολλές ακόµα παραδοχές.

Πώς σχετίζονται τα δύο αυτά δεδοµένα µε τον επόµενο ένοικο της Ηρώδου Αττικού; Αποτελούσαν για τον κ. Μητσοτάκη οδηγό για την επιλογή, κατά πρώτον, ενός προσώπου από την ευρύτερη Κεντροδεξιά, που, κατά δεύτερον, να διαθέτει σηµαντική πολιτική εµπειρία, η οποία κρίνεται απαραίτητη µέσα σε αυτό το νέο διεθνές περιβάλλον. Για να γυρίσουµε στον περασµένο Αύγουστο, λοιπόν, ένας πολιτικός µε αυτά τα χαρακτηριστικά στο µυαλό του πρωθυπουργού ήταν ο Νίκος ∆ένδιας, µια επιλογή που για διάφορους λόγους δεν προχώρησε. Η κυρίαρχη, όµως, επιλογή ήταν ο Κώστας Τασούλας. Οπως σηµειώναµε στο φύλλο των «Π» της 19ης Οκτωβρίου, τρεις µήνες δηλαδή πριν από την επίσηµη ανακοίνωση του πρωθυπουργού µε τηλεοπτικό του µήνυµα: «Η επικρατέστερη επιλογή αυτήν τη στιγµή, σύµφωνα µε πληροφορίες, φαίνεται να είναι αυτή του Κώστα Τασούλα. Ο Ηπειρώτης πολιτικός εξελέγη πρόεδρος της Βουλής το 2019, συγκεντρώνοντας 283 ψήφους, τις περισσότερες δηλαδή στην Ιστορία, ενώ τον Μάιο του 2023 επανεξελέγη µε 270 ψήφους και για τρίτη φορά τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς.

Η 25ετής θητεία του στη Βουλή και η πενταετής στην προεδρία του Κοινοβουλίου προσδίδουν την εµπειρία στην πολιτική και στην οικοδόµηση συναινέσεων που απαιτεί η θέση του ανώτατου αξιώµατος στη χώρα».

Οι μετρήσεις

Ο πρωθυπουργός είχε ουσιαστικά από τότε προκρίνει ως «φαβορί» τον κ. Τασούλα, τον οποίο, µάλιστα, γνώριζε πριν µπουν και οι δύο στην κεντρική πολιτική σκηνή, όντας ο ίδιος κάτοικος Κηφισιάς και ο κ. Τασούλας δήµαρχος της πόλης, από το 1994 έως το 1998. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός υπολόγιζε και την πολιτική παράδοση των τελευταίων τριάντα ετών, από τον µισό αιώνα συνολικά της Μεταπολίτευσης, που ήθελε το κυβερνών κόµµα να προτείνει ως Πρόεδρο πρόσωπο από άλλον πολιτικό χώρο. ∆εν είχε αποκλείσει, µάλιστα, την ανανέωση της θητείας της κυρίας Σακελλαροπούλου, αλλά στην πορεία, πέραν της άποψης που εξέφραζαν βουλευτές της Ν.∆., βάρυναν στην επιλογή του και οι µετρήσεις της κοινής γνώµης που ήρθαν στα χέρια του και οι οποίες έδειχναν την επιρροή της στην κοινωνία, που δεν ήταν η αναµενόµενη. Μέχρι και το τέλος της περασµένης εβδοµάδας, έως τις 10 Ιανουαρίου δηλαδή, η τελική λίστα του πρωθυπουργού περιλάµβανε τρία πρόσωπα, ένα εκ των οποίων ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος, για τον οποίο, µάλιστα, φέρεται να είχε εκφράσει θετική γνώµη ως πιθανό διάδοχό της και η Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Το Σάββατο, ωστόσο, κατέληξε οριστικά στον Κώστα Τασούλα και τον κάλεσε να του το ανακοινώσει. Τι µέτρησε τελικά περισσότερο στο «ζύγι» του πρωθυπουργού; Πέραν όσων προαναφέραµε, τρεις ακόµα παράγοντες: Πρώτον, η ενότητα της παράταξης.

∆εύτερον, η άποψη ότι άνθρωποι µε προσόντα και ικανότητες για ένα τέτοιο πόστο -αντίθετα µε µια λογική που φαίνεται να κυριαρχεί κατά καιρούς στον δηµόσιο διάλογο- υπάρχουν σε όλες τις παρατάξεις και, για να έχει ευρύτερη επιρροή ή εµβέλεια ένα πρόσωπο, δεν πρέπει απαραίτητα να προέρχεται πολιτικά από την Κεντροαριστερά. Πόσω µάλλον όταν η συνθήκη αυτή, της επιλογής δηλαδή Προέδρου της ∆ηµοκρατίας από την αντίπαλη παράταξη, γινόταν όσο Ν.∆. και ΠΑΣΟΚ ήταν περίπου «ισοϋψείς» και όχι τώρα που, παρότι είναι πια αξιωµατική αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ παραµένει την τελευταία δεκαετία, εκλογικά και δηµοσκοπικά, ουσιαστικά ένα µικρό κόµµα.

Αυτοδυναμία 

Ενας τρίτος παράγοντας φέρεται να ήταν το γεγονός ότι η επιλογή ενός προσώπου όπως ο κ. Βενιζέλος θα ενίσχυε το µήνυµα, που πολλοί προσπαθούν να περάσουν, ότι επίκειται µετά τις επόµενες εκλογές µια εκλογική συνεργασία Ν.∆. - ΠΑΣΟΚ. Ο κ. Μητσοτάκης είναι αποφασισµένος να επιµείνει σταθερά και χωρίς «εκπτώσεις» στη στρατηγική της αυτοδυναµίας και δεν επιθυµούσε να στείλει το λάθος µήνυµα, µε µια κορυφαία µάλιστα επιλογή του. Οπως, δε, επισηµαίνει µιλώντας στα «Π» στενός συνεργάτης του, «ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει ανάγκη την επιλογή για την Προεδρία της ∆ηµοκρατίας για να δείξει ότι έχει κεντρώο προφίλ - το έχει αποδείξει». Πλέον, η διαδικασία έχει ως εξής: Την προσεχή Τετάρτη, 22 Ιανουαρίου, ο Νικήτας Κακλαµάνης θα εκλεγεί νέος πρόεδρος της Βουλής στη θέση του κ. Τασούλα, που ήδη παραιτήθηκε, για λόγους θεσµικής ευπρέπειας, όπως υπογράµµισε ο ίδιος. Το Σάββατο 25 Ιανουαρίου θα γίνει η πρώτη ψηφοφορία για τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, µε υποψήφιους τους Κώστα Τασούλα, Τάσο Γιαννίτση και Λούκα Κατσέλη. Ο κ. Τασούλας αναµένεται να εκλεγεί µε την τέταρτη ψηφοφορία, στις 12 Φεβρουαρίου, συγκεντρώνοντας, καθώς φαίνεται, τουλάχιστον 165 ψήφους.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά