Η νέα «εποχή Τραμπ», που ξεκίνησε επισήμως στις Ηνωμένες Πολιτείες την περασμένη Δευτέρα, έχει κάνει μια σειρά από κυβερνήσεις και πολιτικούς διεθνώς να αναρωτιούνται τι ακριβώς θα σημάνει για τη χώρα τους και για την ευρύτερη γεωγραφική περιφέρεια στην οποία βρίσκονται. Ακριβής ανάλυση είναι δύσκολο να γίνει, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ έχει αποδείξει ότι είναι αρκετά απρόβλεπτος ως χαρακτήρας, ενώ και αρκετοί υπουργοί και άνθρωποι που έχει βάλει σε θέσεις-κλειδιά δεν έχουν πρότερη πολιτική εμπειρία και δεν είναι εύκολο να προβλέψει κανείς πώς ακριβώς θα συμπεριφερθούν.

Όλα τα παραπάνω ισχύουν, φυσικά, και για τη χώρα μας, αλλά στην κυβέρνηση έχουν έναν μεγαλύτερο βαθμό βεβαιότητας, γνωρίζοντας φυσικά ότι η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων δεν βρίσκεται στις άμεσες προτεραιότητες της νέας αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας από τους λίγους ηγέτες στον δυτικό κόσμο που ήταν στο ίδιο πόστο -και μάλιστα επί ενάμιση χρόνο- στη διάρκεια της πρώτης προεδρίας Τραμπ, ενώ στο ενδιάμεσο έχει οικοδομήσει καλές σχέσεις με το Κογκρέσο, τόσο με τους Ρεπουμπλικανούς όσο και με τους Δημοκρατικούς.


Εγγύηση και για την εποχή Τραμπ το βάθος των σχέσεων Αθήνας - Ουάσινγκτον 

Ωστόσο, το βασικό πλεονέκτημα που εκτιμάται ότι έχει η Ελλάδα είναι το στρατηγικό βάθος που έχουν αποκτήσει πλέον οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ και η σημασία που έχει αποκτήσει η χώρα μας, σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα, για την Ουάσινγκτον. Η νέα Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες (MDCA), που υπεγράφη επί της περιόδου της πρώτης διακυβέρνησης Τραμπ, κατέστησε την Ελλάδα έναν από τους βασικότερους εταίρους και συνομιλητές των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή και, όπως εκτιμούν στην κυβέρνηση, τον πλέον αξιόπιστο. Σε εφαρμογή, μάλιστα, της συμφωνίας αυτής, οι ΗΠΑ αναβαθμίζουν στρατιωτικές εγκαταστάσεις και βελτιώνουν υποδομές στους χώρους όπου προβλέπεται, με δικές τους δαπάνες

Δίπλα στη Σούδα, το μόνο λιμάνι στο οποίο μπορεί να δέσει αμερικανικό αεροπλανοφόρο στην Ανατολική Μεσόγειο, με την τροποποίηση της MDCA προ τριετίας, αξιοποιείται το πεδίο βολής στο Λιτόχωρο, όπου κάνουν χρήση στην εκπαίδευσή τους τα αμερικανικά πληρώματα, που συνεκπαιδεύονται με τα ελληνικά, από τη Βάση Αεροπορίας Στρατού του Στεφανοβικείου. Αξιοποιούνται, επίσης, δύο στρατόπεδα: στον Βόλο, που συμπληρώνει την περιοδική χρήση της βάσης της Αεροπορίας Στρατού στο Στεφανοβίκειο και χρησιμοποιείται κυρίως από τα πληρώματα ελικοπτέρων των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, και στην Αλεξανδρούπολη. Το δε λιμάνι της Αλεξανδρούπολης αναβαθμίστηκε απότομα τα τελευταία χρόνια, ιδίως μέσα στους κόλπους του ΝΑΤΟ, καθώς μέσω αυτού μπορούν να εφοδιάζονται οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης με φυσικό αέριο, μειώνοντας -και σε βάθος χρόνου εκμηδενίζοντας- την εξάρτησή τους από τη Ρωσία.Παράλληλα, στη Λάρισα σταθμεύουν μη επανδρωμένα αεροσκάφη τύπου MQ9, με τα εν λόγω UAVs να διαθέτουν εμβέλεια εποπτείας από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τη Λιβύη.

Οι επενδύσεις αμερικανικών κολοσσών στην Ελλάδα

Το «αποτύπωμα» των ΗΠΑ στην Ελλάδα δεν περιορίζεται στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Η Pfizer, η αμερικανική πολυεθνική στον χώρο του φαρμάκου και της βιοτεχνολογίας και μια από τις εκατό μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο, έχει δημιουργήσει στη Θεσσαλονίκη το παγκόσμιο Κέντρο Ψηφιακής Καινοτομίας της (Center for Digital Innovation - CDI), όπου απασχολεί περίπου 500 εργαζοµένους και υλοποιεί περισσότερα από 200 παγκόσµια projects. Πρόκειται για τον πρώτο και µοναδικό ψηφιακό κόµβο της εταιρείας, µε στόχο την ανάπτυξη καινοτόµων ψηφιακών λύσεων που µπορούν να οδηγήσουν σε νέα φάρµακα και θεραπείες. Ισχυρή παρουσία στην Ελλάδα έχουν και άλλες µεγάλες αµερικανικές εταιρείες, όπως η Deloitte, πολυεθνική εταιρεία επαγγελµατικών υπηρεσιών. Tο κέντρο τεχνολογίας Deloitte Alexander Competence Center (DACC) λειτουργεί στη Θεσσαλονίκη και απασχολεί περισσότερους από 1.000 εργαζοµένους, στο κοµµάτι της εκπαίδευσης, της τεχνολογίας και της καινοτοµίας.

Παράλληλα, σε έναν άλλο κλάδο, η αµερικανική ONEX έχει επενδύσει δεκάδες εκατοµµύρια ευρώ στα Ναυπηγεία Ελευσίνας και στα ναυπηγεία στο Νεώριο της Σύρου, καλύπτοντας παλιές οφειλές, αλλά και αναβαθµίζοντας τις υποδοµές, µε την αξιοποίηση πόρων και του κρατικού χρηµατοδοτικού οργανισµού των ΗΠΑ International Development Finance Corporation. Η DFC υπέγραψε, µάλιστα, πριν από έναν χρόνο συµφωνία χρηµατοδότησης δανείου 125 εκατ. δολαρίων µε την ONEX Elefsis Shipyards and Industries (ONEX) για την ανακαίνιση και τον εκσυγχρονισµό των Ναυπηγείων της Ελευσίνας, κάτι που δείχνει τη βούληση της Ουάσινγκτον να στηρίξει την ανάπτυξη ενός µεγάλου ναυτιλιακού και ενεργειακού κόµβου στην περιοχή.

Τέλος, στην πιο πρόσφατη εξέλιξη, η αµερικανική εταιρεία Chevron, δεύτερη µεγαλύτερη παγκοσµίως ιδιωτική εταιρεία που δραστηριοποιείται στον κλάδο των υδρογονανθράκων, εκδήλωσε ενδιαφέρον για έρευνα στη θαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου και έως δυτικά της Κρήτης. Οπως, µάλιστα, επισηµαίνει σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το ενδιαφέρον της Chevron, σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι ήδη δραστηριοποιείται στη χώρα µας η ExxonMobil, σηµατοδοτεί την ταυτόχρονη παρουσία δύο ενεργειακών κολοσσών, ενισχύει την πεποίθηση πως η Ελλάδα µπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσµια αγορά ενέργειας και επιβεβαιώνει ότι η χώρα µας αποτελεί έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισµό.

Οι συνεργασίες με πανεπιστήμια

Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι τυχαία η τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τη συζήτησή του µε τον Ενρίκο Λέτα στην πρόσφατη εκδήλωση του Ελληνοαµερικανικού Εµπορικού Επιµελητηρίου, όπου έβαλε στην εξίσωση και τα αµερικανικά πανεπιστήµια που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να δηµιουργήσουν παραρτήµατα στην Ελλάδα και να συνεργαστούν µε ελληνικά ΑΕΙ. «Επιτρέψτε µου να επισηµάνω ότι η Ελλάδα και οι Ηνωµένες Πολιτείες έχουν άριστες σχέσεις. ∆εν πιστεύω ότι η σχέση αυτή υπήρξε ποτέ καλύτερη απ’ ό,τι τα τελευταία πέντε χρόνια», επεσήµανε ο πρωθυπουργός και συµπλήρωσε: «Εχουµε υπογράψει µια συνολική συµφωνία για την ασφάλεια και την άµυνα. Η σχέση µας υπερβαίνει κατά πολύ την άµυνα και την ασφάλεια. Εχουµε δει αυξηµένο ενδιαφέρον από αµερικανικές εταιρείες τεχνολογίας να επενδύσουν στην Ελλάδα. Φυσικά, έχουµε παραδοσιακά πολύ ισχυρούς πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς δεσµούς. Βλέπουµε µεγάλο ενδιαφέρον από αµερικανικά εκπαιδευτικά ιδρύµατα να έρθουν και να συνεργαστούν µε τα δηµόσια πανεπιστήµιά µας. Πρόκειται για µια πολύ ισχυρή και, πιστεύω, ανθεκτική σχέση».

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά