Τέμπη: Η δυσαρέσκεια για την τραγωδία δεν φαίνεται να διαταράσσει το πολιτικό σύστημα και να αλλάζει τους συσχετισμούς - Τι εξηγούν ειδικοί στα "Παραπολιτικά"
Οι ρωγμές και η Λατινοπούλου
Η εικόνα των συλλαλητηρίων για τα Τέµπη θύµισε κάτι από τις πλατείες των αγανακτισµένων της περιόδου του Μνηµονίου
![giannis_marakakis_gia_temph](https://s.parapolitika.gr/images/1130x667/jpg/files/2025-01-31/giannis_marakakis_gia_temph.jpg)
Mία ανάσα προτού συμπληρωθούν δύο χρόνια από το δυστύχημα στα Τέμπη, στις 28 Φεβρουαρίου του 2023, τα δημοσκοπικά ευρήματα μαρτυρούν ρωγμές στο κυβερνητικό σχήμα, με τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση να έχουν επικρατήσει κατά τις διαδηλώσεις για τα θύματα της τραγωδίας. Οι εικόνες με τους διαδηλωτές που ξεχύθηκαν στους δρόμους ζητώντας επίμονα να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να ανοίξει ο φάκελος με σκοπό την απόδοση ευθυνών, παραλληλίστηκε, σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, με το κίνημα των «Αγανακτισμένων» και τις συνεχιζόμενες πορείες κατά των ασφυκτικών οικονομικών μέτρων.
Ανακύπτει, όμως, ένα μεγάλο ερώτημα: Οι κινητοποιήσεις για τα Τέμπη είναι ικανές να αλλάξουν τους εκλογικούς συσχετισμούς; Εκείνο που μέχρι στιγμής είναι ξεκάθαρο είναι ότι παρά την κόπωση που παρατηρείται απέναντι στους κυβερνητικούς χειρισμούς δύο, περίπου, χρόνια πριν από την εκπνοή της δεύτερης πρωθυπουργικής θητείας του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν αναδεικνύεται κάποια άλλη πολιτική δύναμη ως κυρίαρχη στις δημοσκοπήσεις.
Την ίδια στιγμή, οι ψηφοφόροι δεν φαίνεται να στέκονται επικριτικά απέναντι στο σύνολο της γαλάζιας διακυβέρνησης αλλά επικεντρώνονται στο ζήτημα των Τεμπών, για το οποίο το Μαξίμου εγκαλεί την αντιπολίτευση για συνεχιζόμενη εργαλειοποίηση.
Τη μετατόπιση των ψηφοφόρων, την άνοδο των ποσοστών της Αφροδίτης Λατινοπούλου αλλά και το μέλλον της κυβέρνησης μέχρι το επίσημο πόρισμα για τα Τέμπη, εξηγούν στα «Παραπολιτικά» ειδικοί αναλυτές.
Το εύλογο ερώτηµα που προκύπτει είναι αν αυτή η διεύρυνση της εκλογικής επιρροής των κοµµάτων, τα οποία περιγράφονται και ως αντισυστηµικά, µπορεί να αποκτήσει µόνιµα χαρακτηριστικά, που θα αντέξουν στον χρόνο και θααποκτήσουν πολιτικό βάθος.
Σε πολλούς, η εικόνα των συλλαλητηρίων για τα Τέµπη θύµισε κάτι από τις πλατείες των αγανακτισµένων της περιόδου του Μνηµονίου και η αλήθεια είναι ότι το κεντρικό µήνυµα των συγκεντρώσεων, όπως και η στόχευσή τους ήταν κατά βάση αντικυβερνητικά. Η κριτική, ωστόσο, επικεντρώθηκε σε ένα συγκεκριµένο γεγονός και αφορούσε τους άστοχους χειρισµούς της κυβέρνησης πριν και µετά το τραγικό δυστύχηµα. ∆εν αφορούσε το σύνολο της εφαρµοζόµενης πολιτικής και σίγουρα δεν είχε πολιτική αφετηρία. Μπορεί τα κόµµατα της αντιπολίτευσης να σπεύδουν για να αποκοµίσουν πολιτικά οφέλη, τον τόνο ωστόσο τον δίνουν οι συγγενείς των θυµάτων και η κοινωνική οργή, που αναζητά δικαιοσύνη και αποκάλυψη όλων των πτυχών αυτής της εθνικής τραγωδίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2010-12 µπορεί να είχε ως αφετηρία µια περιορισµένη εκλογική επιρροή, ήταν όµως ένα κόµµα µε ιστορικές αναφρές, ριζωµένες στην ελληνική κοινωνία, µε στελεχιακό δυναµικό και συγκροτηµένο ιδεολογικό πλαίσιο. Τα κόµµατα που βλέπουµε αυτή τη στιγµή να γίνονται υποδοχείς της κοινωνικής αντίδρασης δεν διαθέτουν αυτά τα χαρακτηριστικά ούτε εκλαµβάνονται από την κοινή γνώµη ως φορείς νέων ιδεών, ικανών να προκαλέσουν ανατροπή των συσχετισµών. Επιπλέον κεφαλαιοποιούν δηµοσκοπικά την κυβερνητική φθορά και εξαιτίας του γεγονότος ότι ειδικά ο κ. Βελόπουλος και η κ. Κωνσταντοπούλου έχουν αναδείξει µε εµφατικό τρόπο τις κυβερνητικές αστοχίες στην υπόθεση των Τεµπών και έχουν επί της ουσίας σε µεγάλο βαθµό πρωτοστατήσει στην ανάδειξη πτυχών που έχουν φέρει την κυβέρνηση σήµερα σε δύσκολη θέση.
Σε αυτά τα δύο χρόνια, το ζήτηµα της ευθύνης γι’ αυτό το τραγικό δυστύχηµα δεν λυνόταν, µε αποτέλεσµα η χιονοστιβάδα να δηµιουργηθεί, και µένει να φανεί αν θα παρασύρει στο διάβα της την κυβέρνηση, τα συστηµικά κόµµατα, τη ∆ικαιοσύνη και ένας θεός ξέρει τι άλλο ακόµα. Σε µία εποχή κατά την οποία η φυσική παρουσία έχει υποκατασταθεί από την digital, οι µεγαλειώδεις συναθροίσεις δεν µπορούν να διαβαστούν απλώς υπό ιδεολογικούς όρους.
Πρέπει να ξεκαθαρίσουµε πως, ανεξάρτητα από την οπτική του καθενός και τις διαφορετικές αναγνώσεις, το δικαίωµα του συνέρχεσθαι –πόσω δε µάλλον του ειρηνικού– είναι αναφαίρετο. Αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι αν αυτές οι µαζικές συγκεντρώσεις θα επηρεάσουν -θα γίνουν η χιονοστιβάδα που αναφέραµε παραπάνω και σε τι βαθµό- το όποιο εκλογικό αποτέλεσµα του µέλλοντος.
Ποια είναι τα δεδοµένα αυτή τη στιγµή: α) Η Νέα ∆ηµοκρατία, τη στιγµή που φαινόταν να ξεπερνά το κακό ευρωεκλογικό αποτέλεσµα, επανέρχεται στα ποσοστά του καλοκαιριού και η λέξη «αυτοδυναµία» πλέον είναι εκτός ύλης. Η ισορροπία ανάµεσα σε δεξιά στροφή και κεντρώα πολιτική ατζέντα δοκιµάζεται καθηµερινά και µάλλον προκύπτει µια λάθος διαχείριση. Αν η δεξιά στροφή είναι αποτέλεσµα γεωπολιτικών συνθηκών, πολλές φορές είναι αναγκαία. Αν γίνει απλώς για να ικανοποιηθεί ένα κοµµάτι ψηφοφόρων, οι ψηφοφόροι είθισται να επιλέγουν τον αυθεντικό εκφραστή. Ειδικά τη στιγµή κατά την οποία λέξη-κλειδί παραµένει η «αξιοπιστία». Αυτή είναι που οδηγεί στην περίφηµη «καταλληλότητα για πρωθυπουργός». β) Τα κεντροαριστερά - αριστερά κόµµατα τα οποία έχουν κυβερνήσει τη χώρα κατά τη Μεταπολίτευση παίρνουν ένα ιστορικό αθροιστικά χαµηλό. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται σε ποσοστά καθαρά κάτω του 30% και τη συγκεκριµένη στιγµή αγκοµαχούν να περάσουν και το 25%. Η πολυδιάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και η ταυτόχρονη µη θελκτική παρουσία του ΠΑΣΟΚ αποτελούν τον βασικό λόγο για τον οποίο αυτά τα κόµµατα δεν µπορούν να κερδίσουν από την κυβερνητική φθορά. γ) Τα κόµµατα δεξιότερα της Ν.∆. κερδίζουν σταθερά έδαφος εδώ και έναν χρόνο. Τώρα µπορούµε να πούµε πως η «δεξιά» άνοδος επικαλύπτεται από την «αντισυµβατική» άνοδο, µιας και βλέπουµε την ταυτόχρονη άνοδο κοµµάτων τα οποία έχουν επικεφαλής που έχουν φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν δείχνουν να έχουν καµία επαφή µε το προπατορικό κόµµα.
Οι πολιτικές τάσεις αυτή τη στιγµή είναι ξεκάθαρες και µόνο αν προκύψει ένας νέος χώρος µπορούν να αλλάξουν δραµατικά οι τάσεις. Αν φυσικά γίνει αυτό, τότε µπορεί να έχουµε µια δεύτερη χιονοστιβάδα, αρκεί φυσικά οι συνθήκες να µην κάνουν κάθε τι νέο να λιώσει.
Πριν από το δυστύχηµα, όπως φαίνεται, έγιναν όλα λάθος. Η Πολιτεία δεν είχε υλοποιήσει όσα όφειλε, είχε τοποθετήσει, µε κριτήριο την κοµµατική εγγύτητα, ακατάλληλους ανθρώπους σε υπεύθυνες θέσεις, δεν είχε ακριβώς συναίσθηση των ευθυνών της και κουνούσε το δάχτυλο σε εκείνους που έθεταν το θέµα της ασφάλειας των σιδηροδροµικών µεταφορών.
Κατά τη διαχείριση του συµβάντος δεν αντιµετώπισε την καταστροφή µε τον τρόπο που προέβλεπαν τα πρωτόκολλα διαχείρισης συµβάντων, αλλά µε την κοντόφθαλµη θεώρηση της δηµόσιας εικόνας που ένας τέτοιος χώρος θα συντηρούσε. Ετσι φθάσαµε στο σήµερα, όπου εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες βγήκαν στις πόλεις τους για να θυµίσουν ότι χρειάζονται οξυγόνο. Να ανασάνουν, να ονειρευτούν, να δηµιουργήσουν, σε µια Πολιτεία που τους στερεί το µέλλον, που δεν καταβάλλει κόπο να πει τι έφταιξε και ποιος θα πληρώσει το µάρµαρο.
Πολλοί ρωτούν πώς προέκυψε και πού µπορεί να οδηγήσει αυτή η κινητοποίηση των πολιτών, που δεν υποκινήθηκαν, ούτε επέτρεψαν να καπελωθούν από κόµµατα.
Η απάντηση µάλλον προφανής: τη µαζικότητα των συγκεντρώσεων προκάλεσε η αγανάκτηση των πολιτών που δεν µπορούν να ακούν δικαιολογίες και θέλουν να µάθουν για ποιον λόγο η χώρα τον 21ο αιώνα δεν µπορεί να εξασφαλίζει ασφάλεια στις µεταφορές. Τη συµµετοχή προκάλεσε η συµπεριφορά της κυβέρνησης, που ζήτησε και τα ρέστα από µια κοινωνία που βαρέθηκε να περιµένει την απόδοση ευθυνών και να ψέγεται επειδή θρηνεί τα θύµατα του δυστυχήµατος, µια κοινωνία που δεν ανέχεται να της επιβάλλεται σιωπητήριο, για να µη χαλάσει η εικόνα της «ατσαλάκωτης» κυβέρνησης.
Πού θα οδηγήσει; Προς το παρόν έχει καταστεί η αφορµή για την πρώτη πολιτική κρίση - αµφισβήτηση προς την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό προσωπικά. Στάθηκε ικανό γεγονός για να προκαλέσει τη δηµόσια µεταστροφή απόψεων του κ. Μητσοτάκη και την αποκήρυξη των βεβαιοτήτων που δήλωνε για το δυστύχηµα: «Προφανώς µε αυτά τα οποία γνωρίζω σήµερα, δεν θα έλεγα τότε αυτό το οποίο είπα» ή για την Εξεταστική Επιτροπή. «∆εν πιστεύω ότι ήταν η καλύτερη στιγµή της Βουλής», είπε.
Επειδή ο χρόνος στον οποίο η ∆ικαιοσύνη θα αποδώσει ευθύνες είναι µακρύς, ανάλογης χρονικής διάρκειας θα είναι και η κριτική προς την κυβέρνηση, γεγονός που µπορεί να αποδειχθεί καθοριστικό για το µέλλον της. Οι πολίτες δεν αντιδρούν ταυτόχρονα µε τους εκλογικούς κύκλους. Βιώνουν, σκέπτονται και καθορίζουν την ανοχή, την αποδοχή ή την αποστροφή τους προς µια κυβέρνηση στον χρόνο που φθάνουν τα δικά τους όρια αντοχής!
*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Ανακύπτει, όμως, ένα μεγάλο ερώτημα: Οι κινητοποιήσεις για τα Τέμπη είναι ικανές να αλλάξουν τους εκλογικούς συσχετισμούς; Εκείνο που μέχρι στιγμής είναι ξεκάθαρο είναι ότι παρά την κόπωση που παρατηρείται απέναντι στους κυβερνητικούς χειρισμούς δύο, περίπου, χρόνια πριν από την εκπνοή της δεύτερης πρωθυπουργικής θητείας του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν αναδεικνύεται κάποια άλλη πολιτική δύναμη ως κυρίαρχη στις δημοσκοπήσεις.
Την ίδια στιγμή, οι ψηφοφόροι δεν φαίνεται να στέκονται επικριτικά απέναντι στο σύνολο της γαλάζιας διακυβέρνησης αλλά επικεντρώνονται στο ζήτημα των Τεμπών, για το οποίο το Μαξίμου εγκαλεί την αντιπολίτευση για συνεχιζόμενη εργαλειοποίηση.
Τη μετατόπιση των ψηφοφόρων, την άνοδο των ποσοστών της Αφροδίτης Λατινοπούλου αλλά και το μέλλον της κυβέρνησης μέχρι το επίσημο πόρισμα για τα Τέμπη, εξηγούν στα «Παραπολιτικά» ειδικοί αναλυτές.
Αντώνης Παπαργύρης, διευθυντής ερευνών GPO: Είναι τα συλλαλητήρια οι νέες πλατείες των αγανακτισμένων;
Το σύνολο των δηµοσκοπήσεων που είδαν το φως της δηµοσιότητας αµέσως µετά τα συλλαλητήρια για την τραγωδία των Τεµπών έδειξε µία αξιοσηµείωτη υποχώρηση της κυβερνητικής παράταξης και ταυτόχρονη άνοδο για την Ελληνική Λύση, την Πλεύση Ελευθερίας και τη Φωνή Λογικής, που φαίνονται σε αυτή τη φάση να λειτουργούν ως υποδοχείς της λαϊκής δυσαρέσκειας.Το εύλογο ερώτηµα που προκύπτει είναι αν αυτή η διεύρυνση της εκλογικής επιρροής των κοµµάτων, τα οποία περιγράφονται και ως αντισυστηµικά, µπορεί να αποκτήσει µόνιµα χαρακτηριστικά, που θα αντέξουν στον χρόνο και θααποκτήσουν πολιτικό βάθος.
Σε πολλούς, η εικόνα των συλλαλητηρίων για τα Τέµπη θύµισε κάτι από τις πλατείες των αγανακτισµένων της περιόδου του Μνηµονίου και η αλήθεια είναι ότι το κεντρικό µήνυµα των συγκεντρώσεων, όπως και η στόχευσή τους ήταν κατά βάση αντικυβερνητικά. Η κριτική, ωστόσο, επικεντρώθηκε σε ένα συγκεκριµένο γεγονός και αφορούσε τους άστοχους χειρισµούς της κυβέρνησης πριν και µετά το τραγικό δυστύχηµα. ∆εν αφορούσε το σύνολο της εφαρµοζόµενης πολιτικής και σίγουρα δεν είχε πολιτική αφετηρία. Μπορεί τα κόµµατα της αντιπολίτευσης να σπεύδουν για να αποκοµίσουν πολιτικά οφέλη, τον τόνο ωστόσο τον δίνουν οι συγγενείς των θυµάτων και η κοινωνική οργή, που αναζητά δικαιοσύνη και αποκάλυψη όλων των πτυχών αυτής της εθνικής τραγωδίας.
Αγανακτισμένοι: Τι είχε γίνει το 2012
Το κοινωνικό κλίµα σε καµία περίπτωση δεν θυµίζει αυτό του 2012, όταν στη χώρα είχαν επικρατήσει συνθήκες προεπαναστατικής κατάστασης, όπου αµφισβητούνταν η ικανότητα και το δικαίωµα της ηγεσίας να διοικεί. Το 2012 στις πλατείες των αγανακτισµένων τέθηκε σε ευθεία αµφισβήτηση η συνολική λειτουργία του συστήµατος, που περιλάµβανε όλους τους πυλώνες και τους φορείς εξουσίας. Σήµερα µπορεί να ασκείται πολύ έντονη κριτική στην κυβέρνηση και να της καταλογίζεται απόπειρα συγκάλυψης, δεν αµφισβητείται όµως η εξουσία της, ούτε, όπως δείχνουν όλες οι δηµοσκοπήσεις, έχει εµφανιστεί δυσαρµονία µεταξύ της λαϊκής βούλησης και της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης. Μπορεί να παρατηρούνται κάποιες µετατοπίσεις στο εκλογικό σώµα, αυτές όµως δεν είναι, προς ώρας τουλάχιστον, ικανές να ανατρέψουν τους συσχετισµούς και να αναδιατάξουν το πολιτικό σύστηµα. Εάν υπήρχε οποιαδήποτε τέτοια υποψία, το µόνο σίγουρο είναι ότι πρώτα τα κόµµατα της αντιπολίτευσης θα ζητούσαν επιτακτικά πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Κάτι τέτοιο όµως βλέπουµε ότι δεν συµβαίνει, και αυτό γιατί το σύνολο της αντιπολίτευσης γνωρίζει ότι δεν µπορεί να προκαλέσει ανατροπή της κυβέρνησης και το πιο πιθανό σενάριο που µπορεί να προκύψει θα είναι η αδυναµία σχηµατισµού κυβέρνησης, γεγονός που θα οδηγούσε τη χώρα σε µια παρατεταµένη αστάθεια και ανασφάλεια.Σημαντικές ρωγμές
Σε ένα µεγάλο τµήµα του εκλογικού σώµατος αποτυπώνεται πολιτική κόπωση από τη µακροχρόνια διακυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας και κυρίως από την κυριαρχία Μητσοτάκη, που φαίνεται επιπλέον ισχυρή, εξαιτίας της απουσίας εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης. Η κόπωση αυτή εκφράζεται µέσω των συλλαλητηρίων για τα Τέµπη, δεν µπορεί όµως ακόµη να αποκτήσει µόνιµα πολιτικά χαρακτηριστικά αντιπαράθεσης ούτε να αµφισβητήσει το σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής. Το σίγουρο είναι ότι πλήττει και προκαλεί σηµαντικές ρωγµές στο πρωθυπουργικό προφίλ, που ήταν και παραµένει το ισχυρό κυβερνητικό χαρτί, δεν διαθέτει όµως το απαραίτητο ιδεολογικό υπόστρωµα ούτε περιγράφει µια συνεκτική αντιπρόταση. Οι αντιδράσεις παραµένουν στο επίπεδο της διαµαρτυρίας και γι’ αυτό διαχέονται ως εκλογική συµπεριφορά στα κόµµατα διαµαρτυρίας. Κόµµατα κατά βάση προσωποπαγή, για τα οποία η πλειοψηφία δεν πιστεύει ότι µπορούν να µετατραπούν σε κόµµατα ικανά να διεκδικήσουν την εξουσίαΟ ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2010-12 µπορεί να είχε ως αφετηρία µια περιορισµένη εκλογική επιρροή, ήταν όµως ένα κόµµα µε ιστορικές αναφρές, ριζωµένες στην ελληνική κοινωνία, µε στελεχιακό δυναµικό και συγκροτηµένο ιδεολογικό πλαίσιο. Τα κόµµατα που βλέπουµε αυτή τη στιγµή να γίνονται υποδοχείς της κοινωνικής αντίδρασης δεν διαθέτουν αυτά τα χαρακτηριστικά ούτε εκλαµβάνονται από την κοινή γνώµη ως φορείς νέων ιδεών, ικανών να προκαλέσουν ανατροπή των συσχετισµών. Επιπλέον κεφαλαιοποιούν δηµοσκοπικά την κυβερνητική φθορά και εξαιτίας του γεγονότος ότι ειδικά ο κ. Βελόπουλος και η κ. Κωνσταντοπούλου έχουν αναδείξει µε εµφατικό τρόπο τις κυβερνητικές αστοχίες στην υπόθεση των Τεµπών και έχουν επί της ουσίας σε µεγάλο βαθµό πρωτοστατήσει στην ανάδειξη πτυχών που έχουν φέρει την κυβέρνηση σήµερα σε δύσκολη θέση.
Η Λατινοπούλου
Οσον αφορά το κόµµα της κ. Λατινοπούλου, η ανοδική του τάση δεν έχει ευθεία σύνδεση µε τη συγκεκριµένη υπόθεση, αλλά σχετίζεται µε µια συνολικά δεξιά µετατόπιση ενός τµήµατος του εκλογικού σώµατος που είχε στηρίξει τη Ν.∆. στις προηγούµενες εκλογικές αναµετρήσεις και χρεώνει πλέον στην κυβερνητική παράταξη την αποµάκρυνσή της από βασικές αρχές και παραδόσεις της κεντροδεξιάς ταυτότητας. Ο πολιτικός χρόνος θα δείξει αν αυτές οι µετατοπίσεις θα αποκτήσουν µόνιµο χαρακτήρα και θα διατηρηθούν ως την επόµενη εθνική κάλπη ή θα υποχωρήσουν υπό το βάρος των πολιτικών διληµµάτων που θα τεθούν και θα αφορούν κυρίως σ την κυβερνησιµότητα της χώρας.Γιώργος Τράπαλης, αναλυτής, συνιδρυτής της Good Affairs: Mόνο αν προκύψει ένας νέος χώρος
Η χιονοστιβάδα αποτελεί ένα φυσικό φαινόµενο, το οποίο µπορεί να ξεκινήσει από ένα τυχαίο γεγονός, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάµε πως συµβαίνει όταν µια µεγάλη µάζα χιονιού γνωρίζει υπερσυγκέντρωση και απλώς περιµένει τις συνθήκες για να δηµιουργηθεί. Πριν από 15 µέρες είδαµε ένα κύµα συµπαράστασης να κατεβαίνει στους δρόµους σε κάθε πόλη σε όλη την Ελλάδα.Σε αυτά τα δύο χρόνια, το ζήτηµα της ευθύνης γι’ αυτό το τραγικό δυστύχηµα δεν λυνόταν, µε αποτέλεσµα η χιονοστιβάδα να δηµιουργηθεί, και µένει να φανεί αν θα παρασύρει στο διάβα της την κυβέρνηση, τα συστηµικά κόµµατα, τη ∆ικαιοσύνη και ένας θεός ξέρει τι άλλο ακόµα. Σε µία εποχή κατά την οποία η φυσική παρουσία έχει υποκατασταθεί από την digital, οι µεγαλειώδεις συναθροίσεις δεν µπορούν να διαβαστούν απλώς υπό ιδεολογικούς όρους.
Πρέπει να ξεκαθαρίσουµε πως, ανεξάρτητα από την οπτική του καθενός και τις διαφορετικές αναγνώσεις, το δικαίωµα του συνέρχεσθαι –πόσω δε µάλλον του ειρηνικού– είναι αναφαίρετο. Αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι αν αυτές οι µαζικές συγκεντρώσεις θα επηρεάσουν -θα γίνουν η χιονοστιβάδα που αναφέραµε παραπάνω και σε τι βαθµό- το όποιο εκλογικό αποτέλεσµα του µέλλοντος.
Ποια είναι τα δεδοµένα αυτή τη στιγµή: α) Η Νέα ∆ηµοκρατία, τη στιγµή που φαινόταν να ξεπερνά το κακό ευρωεκλογικό αποτέλεσµα, επανέρχεται στα ποσοστά του καλοκαιριού και η λέξη «αυτοδυναµία» πλέον είναι εκτός ύλης. Η ισορροπία ανάµεσα σε δεξιά στροφή και κεντρώα πολιτική ατζέντα δοκιµάζεται καθηµερινά και µάλλον προκύπτει µια λάθος διαχείριση. Αν η δεξιά στροφή είναι αποτέλεσµα γεωπολιτικών συνθηκών, πολλές φορές είναι αναγκαία. Αν γίνει απλώς για να ικανοποιηθεί ένα κοµµάτι ψηφοφόρων, οι ψηφοφόροι είθισται να επιλέγουν τον αυθεντικό εκφραστή. Ειδικά τη στιγµή κατά την οποία λέξη-κλειδί παραµένει η «αξιοπιστία». Αυτή είναι που οδηγεί στην περίφηµη «καταλληλότητα για πρωθυπουργός». β) Τα κεντροαριστερά - αριστερά κόµµατα τα οποία έχουν κυβερνήσει τη χώρα κατά τη Μεταπολίτευση παίρνουν ένα ιστορικό αθροιστικά χαµηλό. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται σε ποσοστά καθαρά κάτω του 30% και τη συγκεκριµένη στιγµή αγκοµαχούν να περάσουν και το 25%. Η πολυδιάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και η ταυτόχρονη µη θελκτική παρουσία του ΠΑΣΟΚ αποτελούν τον βασικό λόγο για τον οποίο αυτά τα κόµµατα δεν µπορούν να κερδίσουν από την κυβερνητική φθορά. γ) Τα κόµµατα δεξιότερα της Ν.∆. κερδίζουν σταθερά έδαφος εδώ και έναν χρόνο. Τώρα µπορούµε να πούµε πως η «δεξιά» άνοδος επικαλύπτεται από την «αντισυµβατική» άνοδο, µιας και βλέπουµε την ταυτόχρονη άνοδο κοµµάτων τα οποία έχουν επικεφαλής που έχουν φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν δείχνουν να έχουν καµία επαφή µε το προπατορικό κόµµα.
Οι πολιτικές τάσεις αυτή τη στιγµή είναι ξεκάθαρες και µόνο αν προκύψει ένας νέος χώρος µπορούν να αλλάξουν δραµατικά οι τάσεις. Αν φυσικά γίνει αυτό, τότε µπορεί να έχουµε µια δεύτερη χιονοστιβάδα, αρκεί φυσικά οι συνθήκες να µην κάνουν κάθε τι νέο να λιώσει.
Μαρία Καρακλιούμη, πολιτική αναλύτρια Netrino Advisory: ∆εν µπορούν να ακούν δικαιολογίες
Σε λίγες ηµέρες συµπληρώνονται δύο χρόνια από το τραγικό δυστύχηµα των Τεµπών, χρονικό διάστηµα όσο µισή κοινοβουλευτική θητεία και σίγουρα ικανό να κινητοποιήσει την κοινή γνώµη που αναζητά απαντήσεις. Απαντήσεις σε τρία βασικά θέµατα: τι έγινε πριν από το δυστύχηµα, αµέσως µετά και τι γίνεται σήµερα;Πριν από το δυστύχηµα, όπως φαίνεται, έγιναν όλα λάθος. Η Πολιτεία δεν είχε υλοποιήσει όσα όφειλε, είχε τοποθετήσει, µε κριτήριο την κοµµατική εγγύτητα, ακατάλληλους ανθρώπους σε υπεύθυνες θέσεις, δεν είχε ακριβώς συναίσθηση των ευθυνών της και κουνούσε το δάχτυλο σε εκείνους που έθεταν το θέµα της ασφάλειας των σιδηροδροµικών µεταφορών.
Κατά τη διαχείριση του συµβάντος δεν αντιµετώπισε την καταστροφή µε τον τρόπο που προέβλεπαν τα πρωτόκολλα διαχείρισης συµβάντων, αλλά µε την κοντόφθαλµη θεώρηση της δηµόσιας εικόνας που ένας τέτοιος χώρος θα συντηρούσε. Ετσι φθάσαµε στο σήµερα, όπου εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες βγήκαν στις πόλεις τους για να θυµίσουν ότι χρειάζονται οξυγόνο. Να ανασάνουν, να ονειρευτούν, να δηµιουργήσουν, σε µια Πολιτεία που τους στερεί το µέλλον, που δεν καταβάλλει κόπο να πει τι έφταιξε και ποιος θα πληρώσει το µάρµαρο.
Πολλοί ρωτούν πώς προέκυψε και πού µπορεί να οδηγήσει αυτή η κινητοποίηση των πολιτών, που δεν υποκινήθηκαν, ούτε επέτρεψαν να καπελωθούν από κόµµατα.
Η απάντηση µάλλον προφανής: τη µαζικότητα των συγκεντρώσεων προκάλεσε η αγανάκτηση των πολιτών που δεν µπορούν να ακούν δικαιολογίες και θέλουν να µάθουν για ποιον λόγο η χώρα τον 21ο αιώνα δεν µπορεί να εξασφαλίζει ασφάλεια στις µεταφορές. Τη συµµετοχή προκάλεσε η συµπεριφορά της κυβέρνησης, που ζήτησε και τα ρέστα από µια κοινωνία που βαρέθηκε να περιµένει την απόδοση ευθυνών και να ψέγεται επειδή θρηνεί τα θύµατα του δυστυχήµατος, µια κοινωνία που δεν ανέχεται να της επιβάλλεται σιωπητήριο, για να µη χαλάσει η εικόνα της «ατσαλάκωτης» κυβέρνησης.
Πού θα οδηγήσει; Προς το παρόν έχει καταστεί η αφορµή για την πρώτη πολιτική κρίση - αµφισβήτηση προς την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό προσωπικά. Στάθηκε ικανό γεγονός για να προκαλέσει τη δηµόσια µεταστροφή απόψεων του κ. Μητσοτάκη και την αποκήρυξη των βεβαιοτήτων που δήλωνε για το δυστύχηµα: «Προφανώς µε αυτά τα οποία γνωρίζω σήµερα, δεν θα έλεγα τότε αυτό το οποίο είπα» ή για την Εξεταστική Επιτροπή. «∆εν πιστεύω ότι ήταν η καλύτερη στιγµή της Βουλής», είπε.
Επειδή ο χρόνος στον οποίο η ∆ικαιοσύνη θα αποδώσει ευθύνες είναι µακρύς, ανάλογης χρονικής διάρκειας θα είναι και η κριτική προς την κυβέρνηση, γεγονός που µπορεί να αποδειχθεί καθοριστικό για το µέλλον της. Οι πολίτες δεν αντιδρούν ταυτόχρονα µε τους εκλογικούς κύκλους. Βιώνουν, σκέπτονται και καθορίζουν την ανοχή, την αποδοχή ή την αποστροφή τους προς µια κυβέρνηση στον χρόνο που φθάνουν τα δικά τους όρια αντοχής!
*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά