Ο ανασχηµατισµός, είτε ως µοχλός για ένα κυβερνητικό restart είτε ως αντίβαρο σε ένα οξύ πολιτικό κλίµα που πλήττει την κυβέρνηση, ήδη προεξοφλείται από πολλούς. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το timing της πραγµατοποίησής του, εάν είναι δοµικός και, κυρίως, από το «µπες-βγες» στελεχών στα υπουργικά γραφεία. Η συζήτηση για τον ανασχηµατισµό είχε αρχίσει αµέσως µετά την ψήφιση του Προϋπολογισµού, τον περασµένο ∆εκέµβριο.

Ηταν η συγκυρία όπου η Ν.∆. εµφανιζόταν ενισχυµένη δηµοσκοπικά, πολιτικά κυρίαρχη, µε ενδυναµωµένη την εσωκοµµατική συνοχή της. Κυρίαρχα προβλήµατα στην κοινή γνώµη, η ακρίβεια και η καθηµερινότητα σε όλες τις εκφάνσεις της: στην Υγεία, τις Μεταφορές, την Ασφάλεια. Τα πράγµατα άλλαξαν άρδην τις τελευταίες τρεις εβδοµάδες. Οι µεγάλες συγκεντρώσεις για τα Τέµπη έφεραν στην επιφάνεια ένα αναπάντεχο κοινωνικό ρεύµα διαµαρτυρίας, δηµιουργώντας νέα πολιτικά δεδοµένα.
Η κυβέρνηση βρέθηκε να διαχειρίζεται µια κρίση που υποτίµησε, µε αποτέλεσµα µια αξιοσηµείωτη δηµοσκοπική πτώση, την ώρα που όλα τα κόµµατα της αντιπολίτευσης «συνασπίστηκαν» σε ένα διαρκές σφυροκόπηµα µε υπαρκτές και ανύπαρκτες πτυχές της τραγωδίας των Τεµπών.

Πολιτικό εργαλείο ώθησης

Τώρα πλέον ο ανασχηµατισµός συζητείται ως ένα από τα πολιτικά εργαλεία που θα δώσουν στην κυβέρνηση µια νέα ευκαιρία για φυγή προς τα εµπρός. Στα υπέρ µιας τέτοιας επιλογής -για την οποία πάντως ο πρωθυπουργός κρατά κλειστά τα χαρτιά του- είναι η ανάγκη αναδιάταξης των προτεραιοτήτων, µετά την αξιολόγηση του έργου των υπουργών, η είσοδος νέων προσώπων και ίσως κάποιες δοµικές αλλαγές, όπως το συζητούµενο σπάσιµο του υπουργείου Υποδοµών και Μεταφορών. Είναι όµως ο ανασχηµατισµός η λύση για το ξεκλείδωµα του κυβερνητικού σχεδιασµού σε µια νέα βάση; Είναι το ιδανικό όπλο για µια αντεπίθεση µε ορίζοντα βεβαίως τις εκλογές του 2027; Υπάρχει ένας βάσιµος αντίλογος σε όλα αυτά. Υπάρχει και η παράδοση, που λέει ότι οι ανασχηµατισµοί, σε µια δύσκολη συγκυρία για τις κυβερνήσεις, δεν προσφέρουν τα αναµενόµενα. Αντίθετα, συνήθως καλλιεργούνται υπέρµετρες προσδοκίες, που γρήγορα διαψεύδονται.

Σε ένα επιβαρυµένο έως τοξικό αυτήν την περίοδο πολιτικό κλίµα, η πρωτοβουλία για ανασχηµατισµό µπορεί να εκληφθεί όχι ως φυγή προς τα εµπρός, αλλά ως ένας ανεπαρκής αντιπερισπασµός φυγής από µια δύσκολη για την κυβέρνηση πολιτική συγκυρία. Πολύ περισσότερο που µια ορατή κρίση εµπιστοσύνης σε θεσµούς και κόµµατα δεν µπορεί να επιτρέψει σε πολλούς να προεξοφλήσουν ότι θα αποτελέσει ένα επιτυχηµένο εγχείρηµα.

Αδύναµος ο «πάγκος»

Η ώθηση για ανασχηµατισµό γίνεται επίσης µε έναν ανορθόδοξο τρόπο. Ηδη η φηµολογία για αλλαγές στα υπουργεία έχει αποτέλεσµα την αδράνεια µερίδας υπουργών και υφυπουργών, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αποτελεσµατικότητα της κυβέρνησης. Ωστόσο, η αλλαγή φρουράς στα υπουργεία δεν είναι τόσο απλή υπόθεση για τον πρωθυπουργό. Ηδη ο «πάγκος», δηλαδή οι εφεδρείες για µια ουσιαστική ανανέωση του υπουργικού συµβουλίου, είναι περιορισµένος. Τα ανοίγµατα προς το Κέντρο λες και έχουν εξαντληθεί, την ώρα που εντείνονται οι πιέσεις των «αδικηµένων» της παράταξης για υπουργοποίησή τους. Βουλευτές, που 6 χρόνια τώρα δεν έχουν λάβει υπουργικό «χρίσµα», δυσανασχετούν. Ορισµένοι από αυτούς που θα δουν την πόρτα της εξόδου είναι σίγουρο ότι θα απογοητευθούν. Αλλοι, στην προσπάθειά τους να πλασαριστούν σε προνοµιακή θέση, υπερβάλλουν εαυτούς σε τοποθετήσεις «εκτός γραµµής»... Με δυο λόγια, οι ισορροπίες στην Κοινοβουλευτική Οµάδα και το εσωκοµµατικό τοπίο είναι πιθανόν να διαταραχθούν.

Μια… αντισυστηµική πρωτοβουλία

Η κοινή γνώµη, ιδιαίτερα στη σηµερινή πολιτική συγκυρία, είναι δυνατόν να αισθανθεί ότι κάτι αλλάζει µε έναν έστω δοµικό ανασχηµατισµό και ανακάτεµα της τράπουλας; Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται µια... αντισυστηµική πρωτοβουλία, που δεν θα αφορά µόνο τους νέους υπουργούς και τα βιογραφικά τους, αλλά κυρίως τη συνοδεία του λίφτινγκ της κυβέρνησης µε ένα όραµα, µε ορίζοντα τις εκλογές του 2027. Αυτό είναι το δύσκολο του εγχειρήµατος, µε δεδοµένο ότι από τις εκλογές του 2023 µέχρι σήµερα η κυβέρνηση δεν έχει βρει βηµατισµό, αφήνοντας την αίσθηση ενός ελλείµµατος στην αποτελεσµατικότητά της -κάτι που, άλλωστε, οδήγησε σε αναδόµηση της κυβέρνησης πριν από µόλις οκτώ µήνες.

Το κυβερνητικό αφήγηµα µε ορίζοντα τις εκλογές όχι µόνο δεν υπάρχει, αλλά οι τελευταίες δραµατικές εξελίξεις, µε αφορµή την τραγωδία των Τεµπών, υποχρεώνουν το Μαξίµου σε µια αναδίπλωση για τη διαχείριση της κρίσης που βρίσκεται σε εξέλιξη.

Ταλαιπωρία των πολιτών

Παράλληλα, µια σηµαντική παράµετρος έρχεται να µεγαλώσει τον βαθµό δυσκολίας. Εχει να κάνει µε την υστέρηση σε κρίσιµα θέµατα της καθηµερινότητας, που ταλαιπωρούν τους πολίτες, καθώς δεν βλέπουν βήµατα βελτίωσης. Η κακή κατάσταση του σιδηροδροµικού δικτύου, δύο χρόνια µετά την τραγωδία στα Τέµπη, είναι ενδεικτική της έλλειψης αντανακλαστικών για ριζικές λύσεις. Οι όποιες µεταρρυθµίσεις έµειναν στη µέση ή δεν υλοποιήθηκαν, την ώρα που το «επιτελικό κράτος», ως σύλληψη, αφήνει στο απυρόβλητο θεµελιώδεις παθογένειες της κρατικής µηχανής.
Το πιο πιθανό σενάριο είναι να προχωρήσει ο πρωθυπουργός, όποτε το κρίνει αναγκαίο, σε µια αλλαγή φρουράς στο κυβερνητικό σχήµα. Μόνο που πλέον αυτή θα έχει τη σφραγίδα µιας επιλογής ανάγκης, µε επιπτώσεις που σε σύντοµο διάστηµα θα φανούν, χωρίς τη συνοδεία ενός αφηγήµατος, ενός κεντρικού συνθήµατος που να συγκινεί.

*Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής