Αντισυστημισμός και εκλογικά όρια: Η αλλαγή στην εκλογική συμπεριφορά της κοινωνίας - Τι δείχνει ανάλυση της GPO
Ανάλυση των μεταδεδομένων από την έρευνα της GPO
Το παράδοξο με το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο κόμμα να καρπώνονται τη δυσαρέσκεια, ο περιορισμός στο όριο διαμαρτυρίας και το πρόσφατο παράδειγμα της Γερμανίας

Προχωρώντας την ανάλυση των μεταδεδομένων που προέκυψαν από την έρευνα της GPO για τον νέο, ιδιότυπο διχασμό της ελληνικής κοινωνίας μεταξύ συστημικών και αντισυστημικών, θα επιχειρήσουμε μια εμβάθυνση στα πολιτικά, δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν και περιγράφουν αυτές τις δύο αντιλήψεις, οι οποίες φαίνεται να αποκτούν, πλέον, μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση των εκλογικών τάσεων.
Η δημοσκοπική υποχώρηση τόσο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ και η ταυτόχρονη άνοδος μικρότερων κομ μάτων, όπως η Πλεύση Ελευθερίας και η Ελληνική Λύση, είναι μετατοπίσεις που συνιστούν μια αλλαγή στην εκλογική συμπεριφορά της ελληνικής κοινωνίας.
Αντισυστημισμός και εκλογικά όρια: Η αλλαγή στην εκλογική συμπεριφορά της κοινωνίας
Μπορεί ο δικομματισμός να είναι πλέον ασθενής και αποδυναμωμένος, συνεχίζει, ωστόσο, να λειτουργεί ως το βασικό εκλογικό μας μοτίβο, στο οποίο η υποχώρηση της εκάστοτε κυβερνητικής παράταξης συνεπάγεται την άνοδο του δεύτερου κόμματος, που λειτουργεί ως εν αναμονή κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται η εναλλαγή στην εξουσία των δύο βασικών ιδεολογικών ρευμάτων, της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς.
Σε αυτή την ιστορική φάση, όμως, αποτυπώνεται το δημοσκοπικό παράδοξο, όπου ως υποδοχείς της λαϊκής δυσαρέσκειας λειτουργούν το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο κόμμα, αυτά που συνηθίζουμε να αποκα λούμε κόμματα διαμαρτυρίας ή, με βάση τη νέα πολιτική ορολογία, αντισυστημικά. Οι πολίτες φαίνεται να διαχέουν και να επιμερίζουν τις ευθύνες και τις τεράστιες ολιγωρίες της κρατικής διοίκησης και στα τρία κόμματα που άσκησαν εξουσία τα τελευταία πενήντα χρόνια και να επιβραβεύουν την αντιπολιτευτική τακτική και τη ρητορική των μικρότερων πολιτικών σχηματισμών. Το ζητούμενο είναι αν αυτοί οι πολιτικοί φορείς μπορούν να μετεξελιχθούν σε κόμματα εξουσίας, ικανά να διεκδικήσουν τη διακυβέρνηση ή πρόκειται για μια στιγμιαία αντίδραση στα συναισθήματα οργής και απογοήτευσης που έχει δημιουργήσει η τραγωδία των Τεμπών.
Μια πρώτη απάντηση δίνει το δημοσκοπικό εύρημα, σύμφωνα με το οποίο το 55,5% του εξεταζόμενου δείγματος δεν θα ήθ λε να δει στη διακυβέρνηση της χώρας μια πολιτική δύναμη από αυτές που σήμερα θεωρούνται αντισυστημικές, έναντι του 35,9%, που θα έβλεπε θετικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Η διασταύρωση των απαντήσεων στη συγκεκριμένη ερώτηση, με την αυτοτοποθέτηση των συμμετεχόντων στον άξονα συστημισμού - αντισυστημισμού, δείχνει ότι το 63,7% των αντισυστημικών πολιτών τάσσεται υπέρ μιας τέτοιας προοπτικής, που συνιστά ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών, ενώ το 82,4% των συστημικών την απορρίπτει εμφατικά.
Χωρίς περιεχόμενο
Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που για το 54,3% η έννοια του αντισυστημισμού αναγνωρίζεται ως δείγμα μιας κοινωνίας που διαθέτει αντανακλαστικά, το 66,3% τον περιορίζει στα όρια της διαμαρτυρίας και δεν του δίνει περιεχόμενο που μπορεί να συγκροτήσει πολιτική κατεύθυνση.
Η διάχυση του αντισυστημισμού τόσο στο αριστερό όσο και στο δεξιό φάσμα του κομματικού συστήματος δεν επιτρέπει, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, τη συγκρότηση ενός συνεκτικού ιδεολογικού υποβάθρου που θα μπορέσει να μετασχηματιστεί σε έναν ενιαίο πολιτικό φορέα, ικανό να σχηματίσει πλειοψηφικό ρεύμα και να καταστεί διεκδικητής της εξουσίας.
Από τη φύση του, άλλωστε, ο αντισυστημισμός περιβάλλεται από μια αποστροφή προς τα εξουσιαστικά σχήματα και μια αδυναμία προσαρμογής και περιορισμού σε όρια και κανόνες που απαιτούνται και επιβάλλονται από τα κομματικά πλαίσια. Ο αντισυστημισμός έχει να κάνει περισσότερο με μια έκφραση αμφισβήτησης, που βασίζεται κυρίως στο θυμικό και λιγότερο στην εκλογίκευση για το επόμενο βήμα.
Αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί ούτε υποβιβάζει τη δυναμική που μπορεί να αναπτυχθεί και να προκαλέσει την εκ νέου αποευθυγράμμιση του ελληνικού κομματικού συστήματος, που, παρά τη θρυλούμενη επιστροφή στην κανονικότητα, εμφανίζεται μάλλον αποσταθεροποιημένο και πολυ διασπασμένο.
Το πρόσφατο παράδειγμα της Γερμανίας
Οι αναφορές στα πρόσφατα αποτελέσμα τα των γερμανικών εκλογών, που μπορούν να λειτουργήσουν ως παράδειγμα και για το ελληνικό κομματικό σύστημα, προάγοντας ένα συνεργατικό μοντέλο διακυβέρνησης, αγνοούν εσκεμμένα τις πολιτικές μας παραδόσεις και την ανωριμότητα των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, που έχουν μάθει να λειτουργούν σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον, το οποίο συνθλίβει οποιαδήποτε σκέψη ή απόπειρα συγκυβέρνησης, ιδιαίτερα στη δεδομένη χρονική συγκυρία, που η πόλωση δεν φαίνεται να αφήνει κανένα περιθώριο συνεννόησης.
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «Παραπολιτικά» το Σάββατο, 1 Μαρτίου