Κατερίνα Σακελλαροπούλου: "Η Προεδρία δεν είναι θεσμικό αντίβαρο ούτε κριτής της εκτελεστικής εξουσίας"
Τι δήλωσε σε συνέντευξή της η ΠτΔ
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας λίγες μέρες προτού ολοκληρώσει τη θητεία της κάνει έναν απολογισμό του έργου της με τους στόχους που έβαλε και πέτυχε, μιλάει για τους θεσμούς που βάλλονται και απαντά για την κριτική που δέχθηκε

Την αφοσίωσή της στον θεσμικό της ρόλο υπογραμμίζει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου με την αποκλειστική συνέντευξη που παραχωρεί στο «Βήμα». «Αποχωρώ από το αξίωμα χωρίς υπαρξιακή δυσκολία» σημειώνει, καταθέτοντας τον προσωπικό της απολογισμό για τη θητεία της.
Απαντά, ακόμη, στις επιθέσεις που δέχθηκε «από συγκεκριμένους κύκλους», για να δηλώσει πως «η μοναδική απάντηση σε προσβλητικά ή ψευδή δημοσιεύματα είναι η αδιαφορία και η απαξίωση», ενώ τοποθετείται στο ζήτημα των εξουσιών του Προέδρου: «Η Προεδρία δεν είναι αντίβαρο στην κυβέρνηση, η δυαρχία δεν ταιριάζει στη μεταπολιτευτική μας παράδοση» λέει.
«Σε όλη τη διάρκεια της θητείας μου, είχα στον νου μου τον ορίζοντα της πενταετίας. Γι’ αυτό και αποχωρώ από το αξίωμα χωρίς υπαρξιακή δυσκολία. Σε αυτό συμβάλλει, βέβαια, και το γεγονός ότι δεν προέρχομαι από τον χώρο της πολιτικής, που έχει τις δικές της δεσμεύσεις και ισορροπίες.
Από την άλλη πλευρά, η καθημερινή μου αφοσίωση στην όσο το δυνατόν καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων μου με οδήγησε σε μια βαθιά σύνδεση με τον θεσμό, καθώς και με τους συνεργάτες μου στην Προεδρία. Βασική μου προτεραιότητα ήταν να τη φέρω πιο κοντά στην κοινωνία».
Αν σας ζητούσα έναν απολογισμό, θα λέγατε πως πετύχατε αυτόν τον στόχο;
«Πιστεύω πως ναι. Το αποτέλεσμα αποτυπώθηκε στην ανταπόκριση του κόσμου: στις εκδηλώσεις που αγκάλιασε, στην ελεύθερη πρόσβαση τις Κυριακές στον κήπο, στον εκθεσιακό χώρο με τα δώρα που προσφέρθηκαν από ξένους ηγέτες, επίσημες αρχές αλλά και απλούς συμπολίτες μας, καθώς και στις επισκέψεις σχολείων.
Παράλληλα, η βελτίωση και αναβάθμιση του Μεγάρου και των υποδομών του συνέβαλε σε νέα, πιο ανοιχτή εικόνα της Προεδρίας. Στα χρόνια αυτά, βίωσα δυνατές εμπειρίες που άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα τόσο σε μένα όσο και σε όσους τις μοιράστηκαν μαζί μου. Με μεγάλη ικανοποίηση βλέπω πλέον ότι ο θεσμός έχει αποκτήσει τη δική του δυναμική και ότι η Προεδρία, που κάποτε φάνταζε απόμακρη και κλειστή, είναι σήμερα πιο ζωντανή, πιο προσιτή σε όλους».
Είχε κόστος για εσάς το άνοιγμα του θεσμού στην κοινωνία; Αναφέρομαι σε μια κριτική που λέει περίπου ότι «αποπολιτικοποιήσατε» τον θεσμό.
«Είμαι ενήμερη για την κριτική αυτή, αλλά επιτρέψτε μου να μη συμφωνήσω. Ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως ορίζεται στο Σύνταγμα, είναι ρυθμιστικός και υπερκομματικός. Καθήκον του είναι να ενώνει το έθνος, να αφουγκράζεται την κοινωνία και να παράγει συμβολισμούς με καθολικό περιεχόμενο. Ιδίως μετά την αναθεώρηση του 1986 και την κατάργηση των περισσότερων από τις εξουσίες που είχαν απονεμηθεί με το Σύνταγμα του 1975, ο Πρόεδρος δεν ασκεί τρέχουσα πολιτική ούτε λειτουργεί ως «θεσμικό αντίβαρο».
Η μικροπολιτική δεν τον αφορά, και προσωπικά ουδέποτε έδειξα το παραμικρό ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι ο θεσμός στερείται πολιτικής σημασίας ή ότι το Προεδρικό Μέγαρο πρέπει να παραμένει απομονωμένο από την κοινωνία, με κλειστές στον κόσμο τις θύρες του. Αντίθετα, το άνοιγμά του ενισχύει τη σχέση της με την Προεδρία και η Δημοκρατία εμπεδώνεται στη συνείδηση των συμπολιτών μας όχι μόνο ως πολιτική συμπεριφορά, αλλά και ως τρόπος ζωής.
Ούτε βέβαια αποπολιτικοποιούν τον θεσμό, αλλά αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία της δημοκρατικής λειτουργίας, η συμπερίληψη, η αναγνώριση και η ορατότητα αυτών που δεν έχουν τις ευκαιρίες να ακουστούν, η προώθηση της έμφυλης και όχι μόνον ισότητας και η έμφαση στην κοινωνική συνοχή και την ενεργή συμμετοχή όλων, κυρίως των ευάλωτων ομάδων, στο πολιτικό και κοινωνικό μας συμβόλαιο».
Πέρασε το μήνυμα, κυρία Πρόεδρε;
«Σε κάθε ταξίδι μου στην Ελλάδα. Από τις ακριτικές περιοχές μέχρι τα αστικά κέντρα, αντιλαμβανόμουν πόσο σημαντική είναι η επαφή και η διάδραση με την κοινωνία των πολιτών, από την οποία προέρχομαι και εγώ άλλωστε.
Οι πολίτες δεν πρέπει και δεν τους αξίζει να νιώθουν ότι οι θεσμοί είναι αποκομμένοι, απρόσιτοι και εσωστρεφείς. Ιδίως στη σημερινή εποχή των αλλεπάλληλων κρίσεων και της δοκιμασίας της εμπιστοσύνης στο κράτος, η εγγύτητα με τον λαό δεν αποπολιτικοποιεί αλλά συμβάλλει στη θωράκιση του δημοκρατικού μας αυτοκαθορισμού απέναντι σε κάθε προσπάθεια απαξίωσής του».
Είδαμε, ωστόσο, το πολιτικό και κοινωνικό συμβόλαιο, στο οποίο αναφερθήκατε, να διαταράσσεται. Θα ήθελα, κυρία Πρόεδρε, να μου πείτε γι’ αυτές τις δύσκολες στιγμές που βιώσαμε όλοι μας. Ποιες θα ξεχωρίζατε;
«Ζούμε σε ένα περιβάλλον γενικευμένης αβεβαιότητας και διακινδυνεύσεων, όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πανδημία, στην αρχή της θητείας μου, μας έφερε αντιμέτωπους με πρωτοφανείς περιορισμούς και ριζικές αλλαγές, έστω προσωρινές, στον τρόπο ζωής μας.
Βιώσαμε και εξακολουθούμε να βιώνουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη σύγκρουση στο Ισραήλ, το ανθρωπιστικό δράμα στη Γάζα, γεγονότα που μας υπενθυμίζουν πόσο εύθραυστη είναι η διεθνής σταθερότητα. Την ίδια στιγμή η φιλελεύθερη δημοκρατία αμφισβητείται και χάνει την εμπιστοσύνη πολλών. Δίχως όμως πίστη στους θεσμούς κλονίζονται τα θεμέλια του πολιτεύματος και υπονομεύεται η προοπτική για το αύριο.
Θα σας έλεγα ακόμη πως, στη χώρα μας, η τραγωδία των Τεμπών προκαλεί βαθύ πόνο και δίκαιη οργή. Ανέδειξε χρόνιες παθογένειες και αποκάλυψε, με οδυνηρό τρόπο, την αδυναμία του κράτους να εγγυηθεί βασικές προϋποθέσεις ασφάλειας. Αυτό που προέχει τώρα είναι η πλήρης απόδοση ευθυνών, η κάθαρση και η θεσμική ενδυνάμωση, ώστε να μην ξαναζήσουμε μια τέτοια τραγωδία.
Επειτα, η υπόθεση των υποκλοπών έθεσε σοβαρά ζητήματα προστασίας των δικαιωμάτων και ασφάλειας των επικοινωνιών, δημιουργώντας ένταση στο πολιτικό σύστημα και ανησυχία για την ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Τραγική στιγμή υπήρξε και το ναυάγιο στην Πύλο, που ανέδειξε την επιτακτική ανάγκη συντονισμένης ευρωπαϊκής πολιτικής για τη σωστή διαχείριση του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος.
Οι μεγάλες φωτιές στον Εβρο και την Εύβοια, καθώς και οι πλημμύρες στη Θεσσαλία, εκτός από την ανυπολόγιστη περιβαλλοντική ζημιά, έπληξαν βαθιά την κοινωνία μας, φέρνοντας στην επιφάνεια διαχρονικές αδυναμίες στη διαχείριση φυσικών καταστροφών και υπενθυμίζοντάς μας την ανάγκη για άμεσες και ουσιαστικές δράσεις απέναντι στην κλιματική κρίση. Η ανασυγκρότηση των πληγεισών περιοχών δεν είναι μόνο ζήτημα υποδομών, αλλά πρωτίστως ζήτημα κοινωνικής συνοχής και εμπιστοσύνης στο κράτος.
Tα ζητήματα αυτά απασχόλησαν έντονα την κοινωνία στο σύνολό της και τη δημόσια σφαίρα και δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο. Μας καλούν όλους να πάρουμε τη θέση που μας αναλογεί».
Τη θέση που μας αναλογεί; Πώς το εννοείτε αυτό;
«Εννοώ πως στα κρίσιμα αυτά ζητήματα δεν σιώπησα, αντίθετα εξέφρασα την άποψή μου με αυτοσυγκράτηση και απόλυτο σεβασμό στη Δικαιοσύνη και τους θεσμούς της χώρας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όσο τουλάχιστον το ισχύον Σύνταγμα δεν αναθεωρείται, δεν είναι θεσμικό αντίβαρο ούτε κριτής των τυχόν πράξεων και παραλείψεων της εκτελεστικής εξουσίας. Ο ρόλος του είναι να εγγυάται τη θεσμική σταθερότητα και να ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημοκρατία.
Γιατί, θέλω να επιμείνω σε αυτό, σε περιόδους κρίσης – ιδίως όταν η ένταση αγγίζει υπαρξιακά όρια – ο δημόσιος λόγος όσων κατέχουν θέσεις ευθύνης πρέπει να διατηρεί το κύρος και τη νηφαλιότητα που απαιτεί η δημοκρατία. Μόνο έτσι μπορούμε να την προστατεύσουμε και να διασφαλίσουμε το μέλλον της».
Τώρα, με την εμπειρία αυτών των πέντε χρόνων, θα βλέπατε έναν άλλο ρόλο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Είναι ένα ζήτημα για το οποίο, ακριβώς με αφορμές όπως η τραγωδία των Τεμπών ή η υπόθεση των υποκλοπών, έγινε πολύς λόγος.
«Είναι αλήθεια πως πολλά λέγονται και γράφονται για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τις αρμοδιότητές του, εν όψει και της αναθεώρησης. Νομίζω ότι στη σχετική συζήτηση δεν μπορούμε να τοποθετηθούμε αποσπασματικά, ούτε, το σημαντικότερο, να αγνοήσουμε τη βασική λογική και τη μηχανική του Συντάγματος, που αναγνωρίζει στον Πρόεδρο ρόλο ενωτικό και ρυθμιστικό, απορρίπτοντας μια ενδεχόμενη δυαρχία (Πρωθυπουργού και Προέδρου) εντός του κοινοβουλευτικού πολιτεύματός μας».
Διακρίνετε κινδύνους σε ένα σύστημα δυαρχίας;
«Θα σας έλεγα μόνο πως η δημιουργία δύο πόλων εξουσίας, σε μια αναζήτηση αντιβάρων, δεν συμβαδίζει με τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη ούτε ταιριάζει στη μεταπολιτευτική μας παράδοση.
Η συνταγματικά οριοθετημένη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, με το συμβολικό βάρος και την ευθύνη να φέρνει κοντά τους Ελληνες, χωρίς να ασκεί καθημερινή πολιτική, υπήρξε μια σταθερή παράμετρος για τον ομαλή λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος, ιδίως μετά την αναθεώρηση του 1986 που επικύρωσε τον πρωθυπουργοκεντρικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Εξάλλου, το πιο κρίσιμο και ισχυρό αντίβαρο στα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα δεν είναι κάποιος πολιτικός θεσμός, αλλά η αμερόληπτη και ανεξάρτητη δικαστική εξουσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι εντός του υφιστάμενου πλαισίου, χωρίς να διαταραχθεί η εύλογη συνταγματική ισορροπία, δεν μπορεί ο αναθεωρητικός νομοθέτης να αναζητήσει, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, δρόμους ουσιαστικής ενίσχυσης των προεδρικών αρμοδιοτήτων. Θεωρώ, ωστόσο, ότι δεν βρίσκεται σε αυτό το πεδίο το μείζον στοίχημα για τη βελτίωση της ποιότητας των δημοκρατικών μας θεσμών».
Οι θεσμοί βάλλονται, κυρία Πρόεδρε. Η κοινή γνώμη εμφανίζεται δύσπιστη απέναντί τους, περιλαμβανομένης της Δικαιοσύνης, χώρο από τον οποίο προέρχεστε. Σας ανησυχεί αυτό το κλίμα που έχει διαμορφωθεί;
«Θα σας πω εμφατικά πως δίχως εμπιστοσύνη στους θεσμούς δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρή δημοκρατία. Αυτή δεν είναι ποτέ αυτονόητη και δεδομένη, αποτελεί αντίθετα μια διαρκή διαδικασία εδραίωσης και επιβεβαίωσης της νομιμοποίησης της εξουσίας. Η θεμελίωση της εμπιστοσύνης σε αυτήν προφανώς προϋποθέτει την κριτική, την έκθεση της αποτελεσματικότητας των θεσμών και των κυβερνώντων στην κοινή γνώμη.
Χρειάζεται ωστόσο νηφαλιότητα και τεκμηρίωση, ιδίως από όσους εκφέρουν δημόσιο λόγο, επηρεάζουν τους πολίτες και διαμορφώνουν τον διάλογο. Αυτό ισχύει και για την κριτική στη Δικαιοσύνη, που είναι θεμιτή και γόνιμη όταν δεν ασκείται με όρους πολεμικούς, με προσωπικές επιθέσεις σε βάρος δικαστών ή με τη μορφή διαδικτυακών και δημοσιογραφικών δικών, σε εκκρεμείς μάλιστα υποθέσεις.
Να αφήσουμε τους δικαστές να κάνουν τη δουλειά τους ανεπηρέαστοι, αλλά και οι ίδιοι να διατηρούν την ψυχραιμία τους και να επιτελούν το καθήκον τους αμερόληπτα. Να προστατεύουν τους αδύναμους, να περιφρουρούν τα δικαιώματα όλων μας και να αναζητούν επίμονα την αλήθεια, όπου και αν αυτή βρίσκεται».
Οι θεσμοί, ωστόσο, δεν είναι απρόσωποι. Κι εσείς, εκπροσωπώντας αυτόν τον θεσμό, δεχθήκατε κριτική, η οποία μάλιστα είχε κυρίως ιδεολογική προέλευση. Είχατε, για να το πω αλλιώς, πολιτικούς αντιπάλους ή ακόμη και «παραπολιτικούς». Πώς το εξηγείτε αυτό;
«Να θυμίσω κατ’ αρχάς πως στο παρελθόν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν εκτός της τρέχουσας πολιτικής κριτικής και του έντονου δημόσιου διαλόγου. Οι μεγάλες αλλαγές, ωστόσο, των τελευταίων δεκαετιών, όπως η οικονομική κρίση που σημάδεψε τη χώρα, σε συνδυασμό με τη ραγδαία άνοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τη σημασία που αυτά απέκτησαν, άλλαξαν ριζικά το τοπίο της δημόσιας ζωής και κατέστησαν τη συνθήκη αυτή ανέφικτη.
Θα παρατηρήσατε πως από την πρώτη μέρα της θητείας μου ήμουν εκτεθειμένη σε επιθέσεις που δεν αφορούσαν μόνο το περιεχόμενο των θέσεων και παρεμβάσεών μου, αλλά την αισθητική μου, την παρουσία μου, ακόμη και την ιδιωτική μου ζωή.
Ως γυναίκα και ως πρόσωπο που προερχόταν εκτός του πολιτικού συστήματος, βίωσα έντονη αμφισβήτηση, ιδιαίτερα από συγκεκριμένους κύκλους. Σε όλη τη διάρκεια της πενταετίας, και ενώ ο Πρόεδρος δεν έχει κανένα θεσμικό κανάλι για να απαντήσει, αναπαράγονταν συχνά κακόβουλοι χαρακτηρισμοί, αυθαίρετες ερμηνείες δηλώσεων, σε αρκετές περιπτώσεις και fake news.
Πολλοί προσπάθησαν να με εντάξουν σε ένα πολιτικό αφήγημα, είτε κυβερνητικό είτε αντιπολιτευτικό, να φορτίσουν πολιτικά και να εμπλέξουν στην κομματική αντιπαράθεση έναν θεσμό που, παρότι έχει πολιτικά χαρακτηριστικά, δεν εγγράφεται σε κομματικά ή ιδεολογικά σχήματα. Την αρχή αυτή προσπάθησα να τηρήσω, παραμένοντας πιστή στον συνταγματικό μου ρόλο, με αποτέλεσμα, και ανάλογα με την οπτική κάποιων, άλλοτε να θεωρούμαι υπερβολικά συντηρητική και άλλοτε υπερβολικά προοδευτική.
Σέβομαι απολύτως την κριτική και τη διαφορετική άποψη και πάντα προσπαθούσα να λειτουργώ με ενσυναίσθηση και συμπεριληπτικότητα. Η δημοκρατία άλλωστε στηρίζεται στον πλουραλισμό, στην ανεκτικότητα και στον διάλογο. Παρ’ όλα αυτά, δεν επρόκειτο ποτέ να αλλοιώσω τον πυρήνα των αξιών μου ή να υπερβώ τα θεσμικά μου όρια για να ικανοποιήσω πολιτικές σκοπιμότητες. Ο θεσμικός μου ρόλος απαιτεί ανεξαρτησία και συνέπεια, και αυτό υπηρέτησα σε όλη τη διάρκεια της θητείας μου».
Αναφερθήκατε σε κακόβουλους χαρακτηρισμούς, αυθαίρετες ερμηνείες, fake news. Θα μου επιτρέψετε να θέσω ένα διπλό ερώτημα εδώ. Το ένα είναι εάν θα έπρεπε επί της αρχής να απαντά σε αυτές τις επιθέσεις κάποιο άλλο θεσμικό κανάλι από αυτό της Προεδρίας. Το δεύτερο εάν θα εντάσσατε σε αυτές τα περί «προσωπικής σας πικρίας» που ειπώθηκαν επειδή δεν ανανεώθηκε η θητεία σας.
«Θα είμαι κάθετη σε αυτό. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να εμπλέκεται σε διάλογο αυτού του επιπέδου. Η μοναδική απάντηση σε προσβλητικά ή ψευδή δημοσιεύματα είναι η αδιαφορία και η απαξίωση, καθώς η Προεδρία δεν μπορεί να μετατραπεί σε πεδίο αντιπαραθέσεων.
Ποτέ εξάλλου δεν διατύπωσα προσωπική πικρία, για οποιοδήποτε θέμα. Ανέλαβα το τιμητικό καθήκον που μου ανατέθηκε με αίσθημα ευθύνης και προσφοράς. Και με τη βαθιά πεποίθηση ότι τα αξιώματα και οι δημόσιες θέσεις δεν ανήκουν σε κανέναν – έρχονται και παρέρχονται. Αντίθετα, εκείνο που μένει είναι η προσφορά στον τόπο, η εκτίμηση των συμπολιτών μας και, τελικά, η κρίση της Ιστορίας».
Κυρία Πρόεδρε, θα ήθελα να σας μεταφέρω ένα ερώτημα που έγινε αντικείμενο συζήτησης σε μια παρέα νέων ανθρώπων. Τι σημαίνει σήμερα να αγαπάς και να προστατεύεις τη χώρα σου; Είμαι βέβαιος πως εάν είχαν την ευκαιρία θα σας ρωτούσαν. Τι θα τους απαντούσατε;
«Είναι πάντοτε μια πρόκληση να μιλάς με τους νέους. Τι θα τους έλεγα; Πως αγαπώ και προστατεύω τη χώρα μου σημαίνει να μετακινώ το βλέμμα από το “εγώ” στο “εμείς”, να σκέφτομαι συλλογικά και να επιδιώκω το κοινό καλό. Δεν είναι πάντα εύκολο, καθώς συχνά εγκλωβιζόμαστε στα ατομικά μας συμφέροντα. Ο σύγχρονος ωστόσο πατριωτισμός δεν είναι στείρος συναισθηματισμός, αλλά ενεργή στάση ζωής.
Βασίζεται στην ελληνική και ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, στην ανοιχτή κοινωνία, τη συμπερίληψη και την ενσυναίσθηση. Αγαπώ τη χώρα μου σημαίνει ότι νοιάζομαι για τον δημόσιο χώρο, προστατεύω το περιβάλλον, συμμετέχω στα κοινά, ενημερώνομαι και αναλαμβάνω την ευθύνη μου ως πολίτης. Είναι η πίστη σε μια κοινή πορεία προς την πρόοδο, μακριά από διχασμούς και απομονωτισμούς.
Σημαίνει επίσης να διευρύνω τους ορίζοντές μου, να κατανοώ τις προκλήσεις της εποχής και να υπερασπίζομαι τη φιλελεύθερη δημοκρατία, ιδίως όταν αυτή δοκιμάζεται. Η ιστορία μας, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες μας, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής και ατομικής μας ταυτότητας. Αν την αγνοούμε ή την αντιμετωπίζουμε με αδιαφορία, δεν βλάπτουμε μόνο το σύνολο, αλλά και τους εαυτούς μας.
Γνωρίζω ότι οι νέες γενιές μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον γεμάτο αβεβαιότητα και προκλήσεις. Ομως, δεν πρέπει να χάνουν την ελπίδα και τις προσδοκίες τους. Η νεότητα έχει μέσα της τη δύναμη και την αισιοδοξία της δημιουργίας και της αλλαγής – και πάνω σε αυτήν στηρίζεται το μέλλον του τόπου».
Ομως πολλοί νέοι άνθρωποι νιώθουν απογοητευμένοι. Ηθελα να σας ρωτήσω εάν εσείς, σε εκείνη την περίοδο της ζωής σας, είχατε βιώσει τέτοιες ματαιώσεις.
«Oι νέοι πάντα ανησυχούν, αμφισβητούν, διεκδικούν. Στη δική μου γενιά, η απογοήτευση ήταν βαθιά, καθώς βγαίναμε από τη σκοτεινή περίοδο της χούντας, με την τραγωδία της Κύπρου νωπή στη ζωή μας. Ηταν μια οδυνηρή εμπειρία, μια ματαίωση καθολική.
Οι προτεραιότητές μας δεν ήταν μόνο προσωπικές, αλλά συλλογικές: αγωνιούσαμε για την ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία, τη θεμελίωση της Μεταπολίτευσης, την αποκατάσταση των θεσμών.
Ζούσαμε την προσδοκία μιας νέας εποχής, αλλά και την αβεβαιότητα για το πώς θα χτίζαμε μια Πολιτεία, που έπρεπε να αφήσει πίσω της τα μεταπολεμικά τραύματα, τον διχασμό, τον εμφύλιο, τη δικτατορία. Στα 18 μας χρόνια, η ενηλικίωση δεν ήταν μόνο προσωπική υπόθεση· συνέπεσε με την ενηλικίωση της ίδιας της χώρας μας».
Σήμερα κλείνει ένας κύκλος για εσάς. Θα ανοίξετε έναν νέο χωρίς τα θεσμικά βάρη και τις δεσμεύσεις της Προεδρίας; Τι θα κάνετε στις 14 Μαρτίου;
«Θα πάρω κάποιες ανάσες, μια αποφόρτιση που είναι αναγκαία, για να ανακτήσω δυνάμεις και να κάνω στη συνέχεια όσα δεν είχα τη δυνατότητα ή τον χρόνο να πραγματοποιήσω αυτά τα πέντε χρόνια.
Δίχως τις πρακτικές και καθημερινές δεσμεύσεις που συνοδεύουν το αξίωμα, αλλά πάντα με σεβασμό στις δεοντολογικές αρχές, που θεωρώ ότι παραμένουν ισχυρές και μετά τη λήξη της θητείας. Ισως στις 14 Μαρτίου, αν ο καιρός είναι καλός, να απολαύσω μια μεγάλη βόλτα».
Γευματίσατε με τον νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δειπνήσατε με τον Πρωθυπουργό. Αλήθεια, γιατί επιλέξατε αυτόν τον, ας πούμε, πιο χαλαρό και ιδιωτικό τρόπο επαφής;
«Με τον νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καθώς και με τον Πρωθυπουργό, είχα σε όλη τη διάρκεια της θητείας και διατηρώ μια σχέση αμοιβαίας εκτίμησης.
Θεωρώ σημαντικό, αλλά και θεσμικά επιβεβλημένο σε μια ώριμη δημοκρατία, καθώς και δείγμα πολιτικού πολιτισμού, να υπάρχει συνεργασία και αλληλοσεβασμός ανάμεσα στους θεσμικούς παράγοντες. Δυστυχώς αυτό δεν ήταν πάντα αυτονόητο στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, καθώς έχουμε γίνει μάρτυρες αρνητικών συμπεριφορών στο παρελθόν».
Είπατε νωρίτερα πως εκείνο που μένει είναι η κρίση της Ιστορίας. Η Ιστορία θα πει, μεταξύ άλλων, πως είστε η «πρώτη γυναίκα» Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αλήθεια, εσείς προσωπικά πόση σημασία αποδίδετε σε αυτόν τον «τίτλο»;
«Οι δύο αυτές πρωτιές, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στην Προεδρία, έχουν αναμφισβήτητα ιστορική σημασία. Ωστόσο, η έμφαση στο φύλο κάποιες φορές αδικεί την ουσία. Πιστεύω βαθιά πως είναι σημαντικό οι γυναίκες να κατακτούν υψηλές θέσεις επειδή είναι άξιες, όχι απλώς επειδή είναι γυναίκες.
Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τον συμβολισμό που εμπεριέχει η επιλογή μιας γυναίκας, εκτός πολιτικής, με μια διαδρομή στη Δικαιοσύνη. Η ανταπόκριση, ειδικά από νέα κορίτσια, ήταν συγκινητική. Ενιωθα ότι εκπροσωπούσα το φύλο μου και αυτό με γέμιζε ευθύνη και συγκίνηση».
Θα ήθελα να κλείσουμε, αν δεν έχετε αντίρρηση, με ένα ανάγνωσμα και ένα άκουσμα. Ποιο βιβλίο έχετε αφήσει στην άκρη για να διαβάσετε στον ελεύθερο χρόνο σας; Και για ποιον μουσικό ήχο θα αυξάνατε την ένταση;
«Η λογοτεχνία ήταν πάντα μια μεγάλη μου αγάπη, αν και τα τελευταία χρόνια την παραμέλησα, καθώς οι απαιτήσεις της καθημερινότητας – πολιτικές, διπλωματικές, διεθνείς – με παρέσυραν σε άλλες διαδρομές. Παρ’ όλα αυτά, μια στοίβα αδιάβαστων βιβλίων με περιμένει υπομονετικά.
Αυτές τις μέρες απολαμβάνω ιδιαίτερα το νέο βιβλίο του αγαπημένου μου Διονύση Σαββόπουλου. Μέσα από τις σελίδες του ξεπηδούν αναμνήσεις που νόμιζα πως είχα ξεχάσει, εικόνες και συναισθήματα που με ταξιδεύουν πίσω στον χρόνο.
Οσο για τη μουσική, ήμουν πάντα ακροατής του ραδιοφώνου, χωρίς προκαταλήψεις για τα είδη – κλασική, όπερα, ελληνική, ξένη, κινηματογραφική, τζαζ. Ο ήχος δυναμώνει ανάλογα με τη στιγμή και τη διάθεση.
Ομως, δεν σας κρύβω πως κάθε φορά που ακούω τους Doors, τον Piovani, τον Springsteen – και μερικούς ακόμα – ασυναίσθητα ανεβάζω την ένταση. Η μουσική είναι μια μικρή πράξη απελευθέρωσης μας συνεπαίρνει, μας παρασύρει, μας απομακρύνει – έστω για λίγο – από τη βουή της καθημερινότητας. Είναι ένας κόσμος από μόνη της, όπου όλα γίνονται πιο αληθινά, πιο έντονα, πιο ελεύθερα».
Απαντά, ακόμη, στις επιθέσεις που δέχθηκε «από συγκεκριμένους κύκλους», για να δηλώσει πως «η μοναδική απάντηση σε προσβλητικά ή ψευδή δημοσιεύματα είναι η αδιαφορία και η απαξίωση», ενώ τοποθετείται στο ζήτημα των εξουσιών του Προέδρου: «Η Προεδρία δεν είναι αντίβαρο στην κυβέρνηση, η δυαρχία δεν ταιριάζει στη μεταπολιτευτική μας παράδοση» λέει.
Ολόκληρη η συνέντευξη της Κατερίνας Σακελλαροπούλου
Κυρία Πρόεδρε, σε λίγες ημέρες παραδίδετε το κλειδί του Προεδρικού Μεγάρου στον διάδοχό σας. Φαντάζομαι ότι πολλοί συνδέονται με το αξίωμα που υπηρετούν, πως τους είναι δύσκολο να το αποχωριστούν. Πώς θα περιγράφατε τον δικό σας αποχωρισμό;«Σε όλη τη διάρκεια της θητείας μου, είχα στον νου μου τον ορίζοντα της πενταετίας. Γι’ αυτό και αποχωρώ από το αξίωμα χωρίς υπαρξιακή δυσκολία. Σε αυτό συμβάλλει, βέβαια, και το γεγονός ότι δεν προέρχομαι από τον χώρο της πολιτικής, που έχει τις δικές της δεσμεύσεις και ισορροπίες.
Από την άλλη πλευρά, η καθημερινή μου αφοσίωση στην όσο το δυνατόν καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων μου με οδήγησε σε μια βαθιά σύνδεση με τον θεσμό, καθώς και με τους συνεργάτες μου στην Προεδρία. Βασική μου προτεραιότητα ήταν να τη φέρω πιο κοντά στην κοινωνία».
Αν σας ζητούσα έναν απολογισμό, θα λέγατε πως πετύχατε αυτόν τον στόχο;
«Πιστεύω πως ναι. Το αποτέλεσμα αποτυπώθηκε στην ανταπόκριση του κόσμου: στις εκδηλώσεις που αγκάλιασε, στην ελεύθερη πρόσβαση τις Κυριακές στον κήπο, στον εκθεσιακό χώρο με τα δώρα που προσφέρθηκαν από ξένους ηγέτες, επίσημες αρχές αλλά και απλούς συμπολίτες μας, καθώς και στις επισκέψεις σχολείων.
Παράλληλα, η βελτίωση και αναβάθμιση του Μεγάρου και των υποδομών του συνέβαλε σε νέα, πιο ανοιχτή εικόνα της Προεδρίας. Στα χρόνια αυτά, βίωσα δυνατές εμπειρίες που άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα τόσο σε μένα όσο και σε όσους τις μοιράστηκαν μαζί μου. Με μεγάλη ικανοποίηση βλέπω πλέον ότι ο θεσμός έχει αποκτήσει τη δική του δυναμική και ότι η Προεδρία, που κάποτε φάνταζε απόμακρη και κλειστή, είναι σήμερα πιο ζωντανή, πιο προσιτή σε όλους».
Είχε κόστος για εσάς το άνοιγμα του θεσμού στην κοινωνία; Αναφέρομαι σε μια κριτική που λέει περίπου ότι «αποπολιτικοποιήσατε» τον θεσμό.
«Είμαι ενήμερη για την κριτική αυτή, αλλά επιτρέψτε μου να μη συμφωνήσω. Ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως ορίζεται στο Σύνταγμα, είναι ρυθμιστικός και υπερκομματικός. Καθήκον του είναι να ενώνει το έθνος, να αφουγκράζεται την κοινωνία και να παράγει συμβολισμούς με καθολικό περιεχόμενο. Ιδίως μετά την αναθεώρηση του 1986 και την κατάργηση των περισσότερων από τις εξουσίες που είχαν απονεμηθεί με το Σύνταγμα του 1975, ο Πρόεδρος δεν ασκεί τρέχουσα πολιτική ούτε λειτουργεί ως «θεσμικό αντίβαρο».
Η μικροπολιτική δεν τον αφορά, και προσωπικά ουδέποτε έδειξα το παραμικρό ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι ο θεσμός στερείται πολιτικής σημασίας ή ότι το Προεδρικό Μέγαρο πρέπει να παραμένει απομονωμένο από την κοινωνία, με κλειστές στον κόσμο τις θύρες του. Αντίθετα, το άνοιγμά του ενισχύει τη σχέση της με την Προεδρία και η Δημοκρατία εμπεδώνεται στη συνείδηση των συμπολιτών μας όχι μόνο ως πολιτική συμπεριφορά, αλλά και ως τρόπος ζωής.
Ούτε βέβαια αποπολιτικοποιούν τον θεσμό, αλλά αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία της δημοκρατικής λειτουργίας, η συμπερίληψη, η αναγνώριση και η ορατότητα αυτών που δεν έχουν τις ευκαιρίες να ακουστούν, η προώθηση της έμφυλης και όχι μόνον ισότητας και η έμφαση στην κοινωνική συνοχή και την ενεργή συμμετοχή όλων, κυρίως των ευάλωτων ομάδων, στο πολιτικό και κοινωνικό μας συμβόλαιο».
Πέρασε το μήνυμα, κυρία Πρόεδρε;
«Σε κάθε ταξίδι μου στην Ελλάδα. Από τις ακριτικές περιοχές μέχρι τα αστικά κέντρα, αντιλαμβανόμουν πόσο σημαντική είναι η επαφή και η διάδραση με την κοινωνία των πολιτών, από την οποία προέρχομαι και εγώ άλλωστε.
Οι πολίτες δεν πρέπει και δεν τους αξίζει να νιώθουν ότι οι θεσμοί είναι αποκομμένοι, απρόσιτοι και εσωστρεφείς. Ιδίως στη σημερινή εποχή των αλλεπάλληλων κρίσεων και της δοκιμασίας της εμπιστοσύνης στο κράτος, η εγγύτητα με τον λαό δεν αποπολιτικοποιεί αλλά συμβάλλει στη θωράκιση του δημοκρατικού μας αυτοκαθορισμού απέναντι σε κάθε προσπάθεια απαξίωσής του».
Είδαμε, ωστόσο, το πολιτικό και κοινωνικό συμβόλαιο, στο οποίο αναφερθήκατε, να διαταράσσεται. Θα ήθελα, κυρία Πρόεδρε, να μου πείτε γι’ αυτές τις δύσκολες στιγμές που βιώσαμε όλοι μας. Ποιες θα ξεχωρίζατε;
«Ζούμε σε ένα περιβάλλον γενικευμένης αβεβαιότητας και διακινδυνεύσεων, όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πανδημία, στην αρχή της θητείας μου, μας έφερε αντιμέτωπους με πρωτοφανείς περιορισμούς και ριζικές αλλαγές, έστω προσωρινές, στον τρόπο ζωής μας.
Βιώσαμε και εξακολουθούμε να βιώνουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη σύγκρουση στο Ισραήλ, το ανθρωπιστικό δράμα στη Γάζα, γεγονότα που μας υπενθυμίζουν πόσο εύθραυστη είναι η διεθνής σταθερότητα. Την ίδια στιγμή η φιλελεύθερη δημοκρατία αμφισβητείται και χάνει την εμπιστοσύνη πολλών. Δίχως όμως πίστη στους θεσμούς κλονίζονται τα θεμέλια του πολιτεύματος και υπονομεύεται η προοπτική για το αύριο.
Θα σας έλεγα ακόμη πως, στη χώρα μας, η τραγωδία των Τεμπών προκαλεί βαθύ πόνο και δίκαιη οργή. Ανέδειξε χρόνιες παθογένειες και αποκάλυψε, με οδυνηρό τρόπο, την αδυναμία του κράτους να εγγυηθεί βασικές προϋποθέσεις ασφάλειας. Αυτό που προέχει τώρα είναι η πλήρης απόδοση ευθυνών, η κάθαρση και η θεσμική ενδυνάμωση, ώστε να μην ξαναζήσουμε μια τέτοια τραγωδία.
Επειτα, η υπόθεση των υποκλοπών έθεσε σοβαρά ζητήματα προστασίας των δικαιωμάτων και ασφάλειας των επικοινωνιών, δημιουργώντας ένταση στο πολιτικό σύστημα και ανησυχία για την ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Τραγική στιγμή υπήρξε και το ναυάγιο στην Πύλο, που ανέδειξε την επιτακτική ανάγκη συντονισμένης ευρωπαϊκής πολιτικής για τη σωστή διαχείριση του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος.
Οι μεγάλες φωτιές στον Εβρο και την Εύβοια, καθώς και οι πλημμύρες στη Θεσσαλία, εκτός από την ανυπολόγιστη περιβαλλοντική ζημιά, έπληξαν βαθιά την κοινωνία μας, φέρνοντας στην επιφάνεια διαχρονικές αδυναμίες στη διαχείριση φυσικών καταστροφών και υπενθυμίζοντάς μας την ανάγκη για άμεσες και ουσιαστικές δράσεις απέναντι στην κλιματική κρίση. Η ανασυγκρότηση των πληγεισών περιοχών δεν είναι μόνο ζήτημα υποδομών, αλλά πρωτίστως ζήτημα κοινωνικής συνοχής και εμπιστοσύνης στο κράτος.
Tα ζητήματα αυτά απασχόλησαν έντονα την κοινωνία στο σύνολό της και τη δημόσια σφαίρα και δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο. Μας καλούν όλους να πάρουμε τη θέση που μας αναλογεί».
Τη θέση που μας αναλογεί; Πώς το εννοείτε αυτό;
«Εννοώ πως στα κρίσιμα αυτά ζητήματα δεν σιώπησα, αντίθετα εξέφρασα την άποψή μου με αυτοσυγκράτηση και απόλυτο σεβασμό στη Δικαιοσύνη και τους θεσμούς της χώρας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όσο τουλάχιστον το ισχύον Σύνταγμα δεν αναθεωρείται, δεν είναι θεσμικό αντίβαρο ούτε κριτής των τυχόν πράξεων και παραλείψεων της εκτελεστικής εξουσίας. Ο ρόλος του είναι να εγγυάται τη θεσμική σταθερότητα και να ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημοκρατία.
Γιατί, θέλω να επιμείνω σε αυτό, σε περιόδους κρίσης – ιδίως όταν η ένταση αγγίζει υπαρξιακά όρια – ο δημόσιος λόγος όσων κατέχουν θέσεις ευθύνης πρέπει να διατηρεί το κύρος και τη νηφαλιότητα που απαιτεί η δημοκρατία. Μόνο έτσι μπορούμε να την προστατεύσουμε και να διασφαλίσουμε το μέλλον της».
Τώρα, με την εμπειρία αυτών των πέντε χρόνων, θα βλέπατε έναν άλλο ρόλο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Είναι ένα ζήτημα για το οποίο, ακριβώς με αφορμές όπως η τραγωδία των Τεμπών ή η υπόθεση των υποκλοπών, έγινε πολύς λόγος.
«Είναι αλήθεια πως πολλά λέγονται και γράφονται για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τις αρμοδιότητές του, εν όψει και της αναθεώρησης. Νομίζω ότι στη σχετική συζήτηση δεν μπορούμε να τοποθετηθούμε αποσπασματικά, ούτε, το σημαντικότερο, να αγνοήσουμε τη βασική λογική και τη μηχανική του Συντάγματος, που αναγνωρίζει στον Πρόεδρο ρόλο ενωτικό και ρυθμιστικό, απορρίπτοντας μια ενδεχόμενη δυαρχία (Πρωθυπουργού και Προέδρου) εντός του κοινοβουλευτικού πολιτεύματός μας».
Διακρίνετε κινδύνους σε ένα σύστημα δυαρχίας;
«Θα σας έλεγα μόνο πως η δημιουργία δύο πόλων εξουσίας, σε μια αναζήτηση αντιβάρων, δεν συμβαδίζει με τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη ούτε ταιριάζει στη μεταπολιτευτική μας παράδοση.
Η συνταγματικά οριοθετημένη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, με το συμβολικό βάρος και την ευθύνη να φέρνει κοντά τους Ελληνες, χωρίς να ασκεί καθημερινή πολιτική, υπήρξε μια σταθερή παράμετρος για τον ομαλή λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος, ιδίως μετά την αναθεώρηση του 1986 που επικύρωσε τον πρωθυπουργοκεντρικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Εξάλλου, το πιο κρίσιμο και ισχυρό αντίβαρο στα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα δεν είναι κάποιος πολιτικός θεσμός, αλλά η αμερόληπτη και ανεξάρτητη δικαστική εξουσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι εντός του υφιστάμενου πλαισίου, χωρίς να διαταραχθεί η εύλογη συνταγματική ισορροπία, δεν μπορεί ο αναθεωρητικός νομοθέτης να αναζητήσει, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, δρόμους ουσιαστικής ενίσχυσης των προεδρικών αρμοδιοτήτων. Θεωρώ, ωστόσο, ότι δεν βρίσκεται σε αυτό το πεδίο το μείζον στοίχημα για τη βελτίωση της ποιότητας των δημοκρατικών μας θεσμών».
Οι θεσμοί βάλλονται, κυρία Πρόεδρε. Η κοινή γνώμη εμφανίζεται δύσπιστη απέναντί τους, περιλαμβανομένης της Δικαιοσύνης, χώρο από τον οποίο προέρχεστε. Σας ανησυχεί αυτό το κλίμα που έχει διαμορφωθεί;
«Θα σας πω εμφατικά πως δίχως εμπιστοσύνη στους θεσμούς δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρή δημοκρατία. Αυτή δεν είναι ποτέ αυτονόητη και δεδομένη, αποτελεί αντίθετα μια διαρκή διαδικασία εδραίωσης και επιβεβαίωσης της νομιμοποίησης της εξουσίας. Η θεμελίωση της εμπιστοσύνης σε αυτήν προφανώς προϋποθέτει την κριτική, την έκθεση της αποτελεσματικότητας των θεσμών και των κυβερνώντων στην κοινή γνώμη.
Χρειάζεται ωστόσο νηφαλιότητα και τεκμηρίωση, ιδίως από όσους εκφέρουν δημόσιο λόγο, επηρεάζουν τους πολίτες και διαμορφώνουν τον διάλογο. Αυτό ισχύει και για την κριτική στη Δικαιοσύνη, που είναι θεμιτή και γόνιμη όταν δεν ασκείται με όρους πολεμικούς, με προσωπικές επιθέσεις σε βάρος δικαστών ή με τη μορφή διαδικτυακών και δημοσιογραφικών δικών, σε εκκρεμείς μάλιστα υποθέσεις.
Να αφήσουμε τους δικαστές να κάνουν τη δουλειά τους ανεπηρέαστοι, αλλά και οι ίδιοι να διατηρούν την ψυχραιμία τους και να επιτελούν το καθήκον τους αμερόληπτα. Να προστατεύουν τους αδύναμους, να περιφρουρούν τα δικαιώματα όλων μας και να αναζητούν επίμονα την αλήθεια, όπου και αν αυτή βρίσκεται».
Οι θεσμοί, ωστόσο, δεν είναι απρόσωποι. Κι εσείς, εκπροσωπώντας αυτόν τον θεσμό, δεχθήκατε κριτική, η οποία μάλιστα είχε κυρίως ιδεολογική προέλευση. Είχατε, για να το πω αλλιώς, πολιτικούς αντιπάλους ή ακόμη και «παραπολιτικούς». Πώς το εξηγείτε αυτό;
«Να θυμίσω κατ’ αρχάς πως στο παρελθόν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν εκτός της τρέχουσας πολιτικής κριτικής και του έντονου δημόσιου διαλόγου. Οι μεγάλες αλλαγές, ωστόσο, των τελευταίων δεκαετιών, όπως η οικονομική κρίση που σημάδεψε τη χώρα, σε συνδυασμό με τη ραγδαία άνοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τη σημασία που αυτά απέκτησαν, άλλαξαν ριζικά το τοπίο της δημόσιας ζωής και κατέστησαν τη συνθήκη αυτή ανέφικτη.
Θα παρατηρήσατε πως από την πρώτη μέρα της θητείας μου ήμουν εκτεθειμένη σε επιθέσεις που δεν αφορούσαν μόνο το περιεχόμενο των θέσεων και παρεμβάσεών μου, αλλά την αισθητική μου, την παρουσία μου, ακόμη και την ιδιωτική μου ζωή.
Ως γυναίκα και ως πρόσωπο που προερχόταν εκτός του πολιτικού συστήματος, βίωσα έντονη αμφισβήτηση, ιδιαίτερα από συγκεκριμένους κύκλους. Σε όλη τη διάρκεια της πενταετίας, και ενώ ο Πρόεδρος δεν έχει κανένα θεσμικό κανάλι για να απαντήσει, αναπαράγονταν συχνά κακόβουλοι χαρακτηρισμοί, αυθαίρετες ερμηνείες δηλώσεων, σε αρκετές περιπτώσεις και fake news.
Πολλοί προσπάθησαν να με εντάξουν σε ένα πολιτικό αφήγημα, είτε κυβερνητικό είτε αντιπολιτευτικό, να φορτίσουν πολιτικά και να εμπλέξουν στην κομματική αντιπαράθεση έναν θεσμό που, παρότι έχει πολιτικά χαρακτηριστικά, δεν εγγράφεται σε κομματικά ή ιδεολογικά σχήματα. Την αρχή αυτή προσπάθησα να τηρήσω, παραμένοντας πιστή στον συνταγματικό μου ρόλο, με αποτέλεσμα, και ανάλογα με την οπτική κάποιων, άλλοτε να θεωρούμαι υπερβολικά συντηρητική και άλλοτε υπερβολικά προοδευτική.
Σέβομαι απολύτως την κριτική και τη διαφορετική άποψη και πάντα προσπαθούσα να λειτουργώ με ενσυναίσθηση και συμπεριληπτικότητα. Η δημοκρατία άλλωστε στηρίζεται στον πλουραλισμό, στην ανεκτικότητα και στον διάλογο. Παρ’ όλα αυτά, δεν επρόκειτο ποτέ να αλλοιώσω τον πυρήνα των αξιών μου ή να υπερβώ τα θεσμικά μου όρια για να ικανοποιήσω πολιτικές σκοπιμότητες. Ο θεσμικός μου ρόλος απαιτεί ανεξαρτησία και συνέπεια, και αυτό υπηρέτησα σε όλη τη διάρκεια της θητείας μου».
Αναφερθήκατε σε κακόβουλους χαρακτηρισμούς, αυθαίρετες ερμηνείες, fake news. Θα μου επιτρέψετε να θέσω ένα διπλό ερώτημα εδώ. Το ένα είναι εάν θα έπρεπε επί της αρχής να απαντά σε αυτές τις επιθέσεις κάποιο άλλο θεσμικό κανάλι από αυτό της Προεδρίας. Το δεύτερο εάν θα εντάσσατε σε αυτές τα περί «προσωπικής σας πικρίας» που ειπώθηκαν επειδή δεν ανανεώθηκε η θητεία σας.
«Θα είμαι κάθετη σε αυτό. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να εμπλέκεται σε διάλογο αυτού του επιπέδου. Η μοναδική απάντηση σε προσβλητικά ή ψευδή δημοσιεύματα είναι η αδιαφορία και η απαξίωση, καθώς η Προεδρία δεν μπορεί να μετατραπεί σε πεδίο αντιπαραθέσεων.
Ποτέ εξάλλου δεν διατύπωσα προσωπική πικρία, για οποιοδήποτε θέμα. Ανέλαβα το τιμητικό καθήκον που μου ανατέθηκε με αίσθημα ευθύνης και προσφοράς. Και με τη βαθιά πεποίθηση ότι τα αξιώματα και οι δημόσιες θέσεις δεν ανήκουν σε κανέναν – έρχονται και παρέρχονται. Αντίθετα, εκείνο που μένει είναι η προσφορά στον τόπο, η εκτίμηση των συμπολιτών μας και, τελικά, η κρίση της Ιστορίας».
Κυρία Πρόεδρε, θα ήθελα να σας μεταφέρω ένα ερώτημα που έγινε αντικείμενο συζήτησης σε μια παρέα νέων ανθρώπων. Τι σημαίνει σήμερα να αγαπάς και να προστατεύεις τη χώρα σου; Είμαι βέβαιος πως εάν είχαν την ευκαιρία θα σας ρωτούσαν. Τι θα τους απαντούσατε;
«Είναι πάντοτε μια πρόκληση να μιλάς με τους νέους. Τι θα τους έλεγα; Πως αγαπώ και προστατεύω τη χώρα μου σημαίνει να μετακινώ το βλέμμα από το “εγώ” στο “εμείς”, να σκέφτομαι συλλογικά και να επιδιώκω το κοινό καλό. Δεν είναι πάντα εύκολο, καθώς συχνά εγκλωβιζόμαστε στα ατομικά μας συμφέροντα. Ο σύγχρονος ωστόσο πατριωτισμός δεν είναι στείρος συναισθηματισμός, αλλά ενεργή στάση ζωής.
Βασίζεται στην ελληνική και ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, στην ανοιχτή κοινωνία, τη συμπερίληψη και την ενσυναίσθηση. Αγαπώ τη χώρα μου σημαίνει ότι νοιάζομαι για τον δημόσιο χώρο, προστατεύω το περιβάλλον, συμμετέχω στα κοινά, ενημερώνομαι και αναλαμβάνω την ευθύνη μου ως πολίτης. Είναι η πίστη σε μια κοινή πορεία προς την πρόοδο, μακριά από διχασμούς και απομονωτισμούς.
Σημαίνει επίσης να διευρύνω τους ορίζοντές μου, να κατανοώ τις προκλήσεις της εποχής και να υπερασπίζομαι τη φιλελεύθερη δημοκρατία, ιδίως όταν αυτή δοκιμάζεται. Η ιστορία μας, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες μας, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής και ατομικής μας ταυτότητας. Αν την αγνοούμε ή την αντιμετωπίζουμε με αδιαφορία, δεν βλάπτουμε μόνο το σύνολο, αλλά και τους εαυτούς μας.
Γνωρίζω ότι οι νέες γενιές μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον γεμάτο αβεβαιότητα και προκλήσεις. Ομως, δεν πρέπει να χάνουν την ελπίδα και τις προσδοκίες τους. Η νεότητα έχει μέσα της τη δύναμη και την αισιοδοξία της δημιουργίας και της αλλαγής – και πάνω σε αυτήν στηρίζεται το μέλλον του τόπου».
Ομως πολλοί νέοι άνθρωποι νιώθουν απογοητευμένοι. Ηθελα να σας ρωτήσω εάν εσείς, σε εκείνη την περίοδο της ζωής σας, είχατε βιώσει τέτοιες ματαιώσεις.
«Oι νέοι πάντα ανησυχούν, αμφισβητούν, διεκδικούν. Στη δική μου γενιά, η απογοήτευση ήταν βαθιά, καθώς βγαίναμε από τη σκοτεινή περίοδο της χούντας, με την τραγωδία της Κύπρου νωπή στη ζωή μας. Ηταν μια οδυνηρή εμπειρία, μια ματαίωση καθολική.
Οι προτεραιότητές μας δεν ήταν μόνο προσωπικές, αλλά συλλογικές: αγωνιούσαμε για την ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία, τη θεμελίωση της Μεταπολίτευσης, την αποκατάσταση των θεσμών.
Ζούσαμε την προσδοκία μιας νέας εποχής, αλλά και την αβεβαιότητα για το πώς θα χτίζαμε μια Πολιτεία, που έπρεπε να αφήσει πίσω της τα μεταπολεμικά τραύματα, τον διχασμό, τον εμφύλιο, τη δικτατορία. Στα 18 μας χρόνια, η ενηλικίωση δεν ήταν μόνο προσωπική υπόθεση· συνέπεσε με την ενηλικίωση της ίδιας της χώρας μας».
Σήμερα κλείνει ένας κύκλος για εσάς. Θα ανοίξετε έναν νέο χωρίς τα θεσμικά βάρη και τις δεσμεύσεις της Προεδρίας; Τι θα κάνετε στις 14 Μαρτίου;
«Θα πάρω κάποιες ανάσες, μια αποφόρτιση που είναι αναγκαία, για να ανακτήσω δυνάμεις και να κάνω στη συνέχεια όσα δεν είχα τη δυνατότητα ή τον χρόνο να πραγματοποιήσω αυτά τα πέντε χρόνια.
Δίχως τις πρακτικές και καθημερινές δεσμεύσεις που συνοδεύουν το αξίωμα, αλλά πάντα με σεβασμό στις δεοντολογικές αρχές, που θεωρώ ότι παραμένουν ισχυρές και μετά τη λήξη της θητείας. Ισως στις 14 Μαρτίου, αν ο καιρός είναι καλός, να απολαύσω μια μεγάλη βόλτα».
Γευματίσατε με τον νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δειπνήσατε με τον Πρωθυπουργό. Αλήθεια, γιατί επιλέξατε αυτόν τον, ας πούμε, πιο χαλαρό και ιδιωτικό τρόπο επαφής;
«Με τον νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καθώς και με τον Πρωθυπουργό, είχα σε όλη τη διάρκεια της θητείας και διατηρώ μια σχέση αμοιβαίας εκτίμησης.
Θεωρώ σημαντικό, αλλά και θεσμικά επιβεβλημένο σε μια ώριμη δημοκρατία, καθώς και δείγμα πολιτικού πολιτισμού, να υπάρχει συνεργασία και αλληλοσεβασμός ανάμεσα στους θεσμικούς παράγοντες. Δυστυχώς αυτό δεν ήταν πάντα αυτονόητο στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, καθώς έχουμε γίνει μάρτυρες αρνητικών συμπεριφορών στο παρελθόν».
Είπατε νωρίτερα πως εκείνο που μένει είναι η κρίση της Ιστορίας. Η Ιστορία θα πει, μεταξύ άλλων, πως είστε η «πρώτη γυναίκα» Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αλήθεια, εσείς προσωπικά πόση σημασία αποδίδετε σε αυτόν τον «τίτλο»;
«Οι δύο αυτές πρωτιές, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στην Προεδρία, έχουν αναμφισβήτητα ιστορική σημασία. Ωστόσο, η έμφαση στο φύλο κάποιες φορές αδικεί την ουσία. Πιστεύω βαθιά πως είναι σημαντικό οι γυναίκες να κατακτούν υψηλές θέσεις επειδή είναι άξιες, όχι απλώς επειδή είναι γυναίκες.
Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τον συμβολισμό που εμπεριέχει η επιλογή μιας γυναίκας, εκτός πολιτικής, με μια διαδρομή στη Δικαιοσύνη. Η ανταπόκριση, ειδικά από νέα κορίτσια, ήταν συγκινητική. Ενιωθα ότι εκπροσωπούσα το φύλο μου και αυτό με γέμιζε ευθύνη και συγκίνηση».
Θα ήθελα να κλείσουμε, αν δεν έχετε αντίρρηση, με ένα ανάγνωσμα και ένα άκουσμα. Ποιο βιβλίο έχετε αφήσει στην άκρη για να διαβάσετε στον ελεύθερο χρόνο σας; Και για ποιον μουσικό ήχο θα αυξάνατε την ένταση;
«Η λογοτεχνία ήταν πάντα μια μεγάλη μου αγάπη, αν και τα τελευταία χρόνια την παραμέλησα, καθώς οι απαιτήσεις της καθημερινότητας – πολιτικές, διπλωματικές, διεθνείς – με παρέσυραν σε άλλες διαδρομές. Παρ’ όλα αυτά, μια στοίβα αδιάβαστων βιβλίων με περιμένει υπομονετικά.
Αυτές τις μέρες απολαμβάνω ιδιαίτερα το νέο βιβλίο του αγαπημένου μου Διονύση Σαββόπουλου. Μέσα από τις σελίδες του ξεπηδούν αναμνήσεις που νόμιζα πως είχα ξεχάσει, εικόνες και συναισθήματα που με ταξιδεύουν πίσω στον χρόνο.
Οσο για τη μουσική, ήμουν πάντα ακροατής του ραδιοφώνου, χωρίς προκαταλήψεις για τα είδη – κλασική, όπερα, ελληνική, ξένη, κινηματογραφική, τζαζ. Ο ήχος δυναμώνει ανάλογα με τη στιγμή και τη διάθεση.
Ομως, δεν σας κρύβω πως κάθε φορά που ακούω τους Doors, τον Piovani, τον Springsteen – και μερικούς ακόμα – ασυναίσθητα ανεβάζω την ένταση. Η μουσική είναι μια μικρή πράξη απελευθέρωσης μας συνεπαίρνει, μας παρασύρει, μας απομακρύνει – έστω για λίγο – από τη βουή της καθημερινότητας. Είναι ένας κόσμος από μόνη της, όπου όλα γίνονται πιο αληθινά, πιο έντονα, πιο ελεύθερα».