Στη µεταπολιτευτική ιστορία της χώρας ουδέποτε τα πολιτικά νερά ήταν τόσο αχαρτογράφητα όσο είναι σήµερα. Επί δεκαετίες λειτουργούσε το πολιτικό εκκρεµές και σχεδόν πάντα γνωρίζαµε ποιο κόµµα θα είναι ο επόµενος νικητής των εκλογών όταν κλονιζόταν η κυβέρνηση.

Τέμπη: Οι κερδισμένοι και οι χαμένοι από τα συλλαλητήρια 

Τώρα καταγράφεται η εξής παραδοξότητα: Η κυβέρνηση να εισπράττει τη µεγάλη φθορά από το δυστύχηµα των Τεµπών -και όχι µόνο-, το δηµοσκοπικό βέλος της να είναι συνεχώς, εδώ και µήνες, σε πτωτική πορεία και ταυτόχρονα η αξιωµατική αντιπολίτευση, εν προκειµένω το ΠΑΣΟΚ, όχι απλώς να µην κερδίζει, αλλά να είναι και αυτό στους µεγάλους χαµένους. Με αποτέλεσµα κανείς να µην µπορεί να προεξοφλήσει τι θα συµβεί στις επόµενες εκλογές, αν θα προκύψει κυβέρνηση και, πολύ περισσότερο, αν η χώρα θα οδηγηθεί σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναµετρήσεις. Και αυτό διότι µε βάση τους σηµερινούς συσχετισµούς µοιάζει µε όνειρο απατηλό το ενδεχόµενο αυτοδυναµίας από την πλευρά της Ν.∆., την ίδια ώρα που ο Νίκος Ανδρουλάκης αποκλείει κατηγορηµατικά οποιαδήποτε κυβερνητική συνεργασία µε τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ενώ αντίστοιχα ο πρωθυπουργός διαµηνύει πως δεν είναι διατεθειµένος να συνεργαστεί µε τις δυνάµεις του ακροδεξιού φάσµατος (Λατινοπούλου, Βελόπουλο κ.λπ.).

Ως εκ τούτου, το «ερώτηµα του ενός εκατοµµυρίου» είναι προς τα πού θα διοχετευτεί η συσσωρευµένη οργή που επικρατεί σε σηµαντικά τµήµατα της ελληνικής κοινωνίας, όπως κατέδειξαν και οι µαζικές διαδηλώσεις της Παρασκευής 28 Φεβρουαρίου. Εως τώρα φαίνεται να κερδίζουν οι δυνάµεις που επιλέγουν τα υψηλά αντιπολιτευτικά ντεσιµπέλ, µε πρώτη από όλους τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και λιγότερο τη Φωνή Λογικής και την Ελληνική Λύση.

Ο ρόλος της Μαρίας Καρυστιανού

Το ερώτηµα, ωστόσο, που κυκλοφορεί στα πολιτικά και δηµοσιογραφικά γραφεία είναι αν η κοινωνία θα «ξεπεράσει» τα κόµµατα, κοινώς αν κάποιοι από τους συγγενείς των θυµάτων θα επιλέξουν να µπουν στον πολιτικό στίβο και να διεκδικήσουν να εκφράσουν τις πλατείες. Σε αυτή την περίπτωση, τα φώτα πέφτουν περισσότερο από όλους στη Μαρία Καρυστιανού, που είναι η πρόεδρος του Συλλόγου των Θυµάτων των Τεµπών και έχει σηκώσει αυτά τα δύο χρόνια το µεγαλύτερο βάρος για να αποκαλυφθούν τα αίτια του τραγικού δυστυχήµατος. Κάποιες πληροφορίες, µάλιστα, εµφανίζουν την κυρία Καρυστιανού να βρίσκεται τις τελευταίες ηµέρες σε ανοιχτή επικοινωνία µε πολιτικά στελέχη που είναι ανενεργά και έχουν πιο κοινωνικό προφίλ.

Οι διεργασίες της Κεντροαριστεράς

Από την άλλη, οι διεργασίες φαίνεται να αφορούν και τα κόµµατα της Κεντροαριστεράς, τα οποία, όπως φάνηκε και από τις πρόσφατες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, έχουν συντονίσει τη δράση τους. Παρότι δεν φαίνεται εύκολο το σενάριο της συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ µε τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά, είναι σαφές ότι το επόµενο διάστηµα η σχετική συζήτηση θα τίθεται µε πιεστικό τρόπο λόγω και των δηµοσκοπικών ευρηµάτων.

Την ίδια ώρα, το ερώτηµα είναι µε ποιον τρόπο θα προσπαθήσει ο κ. Μητσοτάκης να αντιστρέψει το αρνητικό πολιτικό κλίµα. Στο τραπέζι είναι το σχέδιο για άµεσες και δοµικές αλλαγές στο κυβερνητικό σχήµα, ενώ κάποιοι πιο µυηµένοι αρχίζουν να ψελλίζουν και το ενδεχόµενο εκλογών. Τα «Π» απευθύνθηκαν σε τρεις γνωστούς αναλυτές, τον Γιώργο Σεφερτζή, τη Μαρία Καρακλιούµη και τον Νίκο Λυσιγάκη, προκειµένου να καταγράψουν από τη δική τους οπτική το πολιτικό τοπίο.

Γιώργος Σεφερτζής: Τροποποίηση της πολιτικής συµπεριφοράς

Τα ευρήµατα των δηµοσκοπήσεων που είχαν αρχίσει να βλέπουν το φως της δηµοσιότητας ενόψει της δεύτερης επετείου της τραγωδίας των Τεµπών είχαν ήδη επιβεβαιώσει το γεγονός ότι το τραγικό σιδηροδροµικό δυστύχηµα είχε καταγραφεί από την κοινή γνώµη ως ένα σηµείο καµπής στην εξέλιξη του πολιτικού ανταγωνισµού. Εξ ου και η τοποθέτησή του στην κορυφή της ατζέντας των θεµάτων που την απασχολούσαν, καθιστώντας επιτακτική την απαίτησή της να αποδοθεί δικαιοσύνη και να µαθευτεί η αλήθεια. Τα ευρήµατα των µετρήσεων της κοινής γνώµης που άρχισαν να δηµοσιεύονται από την επαύριο των πρωτοφανούς µαζικότητας συλλαλητηρίων της 28ης Φεβρουαρίου ήρθαν στη συνέχεια να καταδείξουν ότι στην πραγµατικότητα δεν επρόκειτο απλώς για ένα σηµείο καµπής του πολιτικού ανταγωνισµού, αλλά πολύ περισσότερο για µια βαθιά τοµή, που σηµάδευε το σηµείο µη επιστροφής της κοινωνίας των πολιτών στις µορφές της πολιτικής εκπροσώπησης που δηµιουργήθηκαν και κυριάρχησαν στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Εξ ου και η ταυτόχρονη όσο και θεαµατική κάµψη των ποσοστών εκλογικής επιρροής τόσο του κυβερνώντος κόµµατος, στο οποίο η µεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώµατος καταλογίζει τις κύριες ευθύνες για τη συγκάλυψη των πολιτικά υπευθύνων για το «έγκληµα των Τεµπών», όσο και των κοµµάτων της µείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης, στα οποία η ίδια κοινή γνώµη αποδίδει προθέσεις εργαλειοποίησης του δράµατος των Τεµπών. Πλην δύο καθόλου τυχαίων εξαιρέσεων: της Ελληνικής Λύσης του Κυριάκου Βελόπουλου και της Πλεύσης Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Είναι τα µόνα πολιτικά σχήµατα που παρουσιάζουν άνοδο στις προτιµήσεις της κοινής γνώµης, καθότι είναι και τα µόνα που δεν έχουν συµπράξει στη διακυβέρνηση της χώρας.

Σε ποια έκταση, σε τι βάθος χρόνου και µε πόση δυναµική το φαινόµενο αυτό θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται είναι παράµετροι µιας όλο και πιο συνθέτης πολιτικής εξίσωσης, που παραµένουν προς ώρας άγνωστες. Το σίγουρο ωστόσο είναι ότι, σε αντίθεση µε τα συγκαταλεγόµενα στη χωρία των λεγόµενων συστηµικών δυνάµεων, τα δύο αυτά σχήµατα είναι και τα µόνα που δεν έχουν κάνει σηµαία τους την επιστροφή στην υποτιθέµενη κανονικότητα, που έχει εγκλωβίσει τα υπόλοιπα κόµµατα σε µια λογική που δεν κάνει καµία διαφορά από τη λογική µε την οποία µέχρι σήµερα λειτουργούσε το πολιτικό σύστηµα, παράγοντας διλήµµατα διακυβέρνησης που υποχρέωναν το εκλογικό σώµα να επιλέγει όχι την εκάστοτε βέλτιστη, αλλά τη λιγότερη κάθε φορά κακή από τις προτεινόµενες ενόψει της κάλπης λύσεις.

Εξ ου και επιβάλλεται πλέον η αναζήτηση κατά πολύ πιο οξυδερκών από τις συνήθεις επιφανειακές ερµηνείες που προβάλλονται ως εξηγήσεις της πολιτικής συµπεριφοράς των ψηφοφόρων και των σηµαντικότερων δηµοσκοπικών ευρηµάτων, χωρίς να εξετάζεται σε ποιον βαθµό τα ευρήµατα αυτά µπορεί να συνιστούν συµπληρωµατικές όψεις της νέας πραγµατικότητας που παράγει η διαµόρφωση µιας νέου τύπου πολιτικής ζήτησης. Ανάµεσα στα πιο εντυπωσιακά νέα δηµοσκοπικά ευρήµατα βρίσκονται αναµφίβολα και αυτά που περιλαµβάνονται στην τελευταία µέτρηση που η GPO πραγµατοποίησε για λογαριασµό του τηλεοπτικού σταθµού Star, µε ενδεικτικότερο όλων αυτό που αποκαλύπτει τη διαµόρφωση του νέου και ισχυρού πλειοψηφικού ρεύµατος που θέλει εκλογές εδώ και τώρα, σε πείσµα µάλιστα του γεγονότος ότι απέναντι στο κυβερνών κόµµα δεν έχει ακόµη αναδειχθεί ένα σοβαρό αντίπαλο δέος. Πράγµα συµπτωµατικό αφενός της απώλειας της κυριαρχικής δυναµικής της Ν.∆. και αφετέρου της ποιότητας και της έκτασης των συντελούµενων τροποποιήσεων του πολιτικού λογισµικού της κοινωνίας των πολιτών.

*Πολιτικός αναλυτής

Μαρία Καρακλιούµη: ∆ειλοί, µοιραίοι κι άβουλοι αντάµα

Στις 26 Ιανουαρίου, στην πρώτη µαζική συγκέντρωση για το δυστύχηµα των Τεµπών, το πολιτικό σύστηµα επιβεβαίωσε αυτό που η κοινωνία γνώριζε καιρό, πως βρίσκεται σε ένα παράλληλο σύµπαν. Στη θλιβερή επέτειο των δύο χρόνων από το µοιραίο γεγονός (χρονικό διάστηµα που ισοδυναµεί µε µισή πρωθυπουργική θητεία), οι πολιτικοί, σαστισµένοι, τάχα προβληµατισµένοι και περίσκεπτοι, ισχυρίστηκαν πως έλαβαν το µήνυµα. Με τα λεγόµενά τους απλώς επιβεβαίωσαν την απόσταση που έχουν από τους πολίτες. Ας εστιάσουµε όµως στα γεγονότα προτού επιχειρήσουµε να προβλέψουµε τι έρχεται. Στις όχι απλώς πανελλαδικές, αλλά και πανελλήνιες ανά τον κόσµο συγκεντρώσεις της 28ης Φεβρουαρίου βγήκε στους δρόµους η κοινωνία, άνθρωποι από τη γενιά των baby boomers έως τη γενιά alpha, συνοδεία των γονιών τους. Οι πολίτες µε τη συµµετοχή τους δήλωσαν πως, αν και ακοµµάτιστοι, είναι πολιτικοποιηµένοι. ∆εν συγκεντρώθηκαν για να διεκδικήσουν προνόµια (π.χ. αυξήσεις σε µισθούς ή συντάξεις), αλλά τα αυτονόητα δικαιώµατά τους, να ζουν δηλαδή σε µια δυτική ∆ηµοκρατία που θα λειτουργεί, σε µια χώρα µε κανονικότητα, όπως υποσχόταν ο κ. Μητσοτάκης το 2019. Κανονικότητα που επέστρεψε µόνο στη λήξη των συγκεντρώσεων µε τους «γνωστούς-αγνώστους», που είναι «γνωστοί» στην κοινωνία, αλλά ως εκ θαύµατος παραµένουν «άγνωστοι» στους κυβερνώντες. Χωρίς αµφιβολία, για πρώτη φορά στην εξαετή της παρουσία η κυβέρνηση έχει «στριµωχτεί», έχει µπει στο µικροσκόπιο του λαού. Τα Τέµπη ήταν η αφορµή οι πολίτες να εκφράσουν την αξιολόγησή τους, η οποία φαίνεται να είναι αρνητική. Οµως, στα προβλήµατα φαίνεται η δεινότητα µιας κυβέρνησης, µε την παρούσα να δείχνει πως χάνεται στα δύσκολα. Στα εύκολα και όσο σε χειροκροτούν η επικοινωνία αρκεί για να φτιάχνει την εικόνα, όταν όµως πρέπει να δώσεις απαντήσεις, η πολιτική, αν υπάρχει, πρέπει να προτάσσεται.

Το ερώτηµα που πλανάται είναι «τι µέλλει γενέσθαι». Τα δεδοµένα έχουν ως εξής: η κοινωνία θα ζητά δικαιοσύνη και απαντήσεις που δεν θα λαµβάνει, η κυβέρνηση θα συνεχίζει ακάθεκτη και µε ανασχηµατισµό, διορθωτικό ή διαρθρωτικό, θα προσπαθεί να αναστρέψει το κλίµα, ενώ η προανακριτική επιτροπή θα συνεδριάζει και για τους επόµενους δύο µήνες τουλάχιστον θα συντηρεί το θέµα, εξαντλώντας την υποµονή των πολιτών.

Στην εκτόνωση της κατάστασης θα µπορούσε να οδηγήσει η αποτελεσµατικότητα της κυβέρνησης, που όµως δεν φαίνεται εφικτή από τα πεπραγµένα της. Οι πιθανές λύσεις για τον πρωθυπουργό είναι κατά τη γνώµη µου δύο: η θυσία µιας πολιτικής Ιφιγένειας ή η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, µε στόχο την εκτόνωση των πολιτών και την ανακοπή του δυσµενούς κλίµατος.

*Πολιτική αναλύτρια, Netrino Advisory

Νίκος Λυσιγάκης: Αναγκαία πλέον η κοινωνική γείωση

∆εν χωρά καµία αµφιβολία πως η κυβέρνηση υποτίµησε τη βαρύτητα του ζητήµατος των Τεµπών, όπως υποτίµησε εδώ και έξι χρόνια τη σηµασία ενός αξιόπιστου συστήµατος µεταφορών. Οµως, το τρένο, όσο κι αν στην Ελλάδα το έχουµε απαξιώσει ή υποτιµήσει, παρέµενε µέχρι το τραγικό δυστύχηµα το βασικό µέσο µετακίνησης των χαµηλότερων στρωµάτων, που η τσέπη τους δεν σήκωνε τα αεροπορικά εισιτήρια, τα οποία µόνο τον τελευταίο χρόνο έχουν καταγράψει αυξήσεις 47%. ∆εν είναι υπερβολή το σύνθηµα πως «στη µοιραία αµαξοστοιχία θα µπορούσαµε να είµαστε όλοι εµείς». Είναι ταξική τοποθέτηση, κι αυτό πρέπει να το καταλάβουν όλοι. Ο κόσµος νιώθει πως κινδυνεύει επειδή είναι οικονοµικά αδύναµος.

Όµως, η κοινωνική δυσαρέσκεια για τα Τέµπη δεν εµφανίστηκε χθες. Εδώ και έναν χρόνο φούντωνε. Το έβλεπε κανείς στο TikTok, που δεν είναι πια ένα ανάλαφρο Μέσο, αλλά βασικός µηχανισµός διαµόρφωσης άποψης, ειδικά όταν δηµοφιλείς λογαριασµοί καθηµερινών ανθρώπων ζητούσαν «δικαιοσύνη για τα Τέµπη». Και είναι απορίας άξιον πώς τα ραντάρ του κυβερνητικού επιτελείου επέµεναν στην ψυχρή πραγµατικότητα των excel και όχι σε εκείνη που -σε όλο τον κόσµο- διακινούν χιλιάδες πολίτες καθηµερινά και ανάγκασε µέχρι και τον Λευκό Οίκο να προσαρµοστεί. Μαντέψτε όµως. Όταν κάποιος στοιβάζεται κάθε πρωί στο µετρό ή τον ηλεκτρικό και το δηµοσιοποιεί, µε την κυβέρνηση τα βάζει. Όταν κάποιος ταξιδεύει στην Ευρώπη και βλέπει λεωφορεία που φτάνουν µε ακρίβεια λεπτού, µε την κυβέρνηση θυµώνει όταν εδώ το λεωφορείο δεν φτάνει ποτέ. Κι όταν κάποιος αισθάνεται πως, αντί -από την πρώτη ώρα του τραγικού δυστυχήµατος- το κυβερνητικό επιτελείο να ξεκινήσει σταυροφορία για ασφαλείς, προσιτές και αξιόπιστες µεταφορές, εξαντλείται σε τοποθετήσεις που δεν αγγίζουν τον µέσο πολίτη, ο οποίος λιώνει κυριολεκτικά από τη ζέστη το καλοκαίρι στον ΗΣΑΠ, εξοργίζεται. Και πιστεύει πως το αίτηµα για «δικαιοσύνη για τους 57» είναι µάλλον κενό νοήµατος για τους αξιωµατούχους.

Καλώς ή κακώς, η αντιπαράθεση στο Κοινοβούλιο για την πρόταση µοµφής δεν αφορά καθόλου τον µέσο πολίτη. ∆εν την παρακολουθεί, ίσως µόνο να το κάνει µέσα από το πρίσµα του «luben». Το µήνυµα των συγκεντρώσεων όµως είναι εκκωφαντικό και αποτελεί αντανάκλαση µιας καθηµερινότητας µε την οποία πρέπει επιτέλους κάποιος να ασχοληθεί. Εστω και λαβωµένος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποτελεί τη µοναδική ορθολογική επιλογή για τη χώρα, εφόσον κινηθεί άµεσα και εκπληρώσει την εντολή των πολιτών για ριζικές αλλαγές. Αλλωστε, πριν το αίτηµα για δικαιοσύνη χαθεί στον βούρκο των συνωµοσιολόγων, αυτό ήταν το αίτηµα της κοινωνίας: ένα κράτος που να λειτουργεί. Για να συµβεί όµως αυτό, απαιτείται κοινωνική γείωση. Επαφή µε τα πραγµατικά προβλήµατα των ανθρώπων και όχι µόνο συντοµεύσεις στα φύλλα των excel. Ακόµα κι αυτά που αποδείχθηκαν σωτήρια το έτος 2019, ήταν στιγµιότυπο της στιγµής. Πλέον αποτυπώνουν περασµένα δεδοµένα. Εκτοτε, η κοινωνία έχει αλλάξει, η κυβέρνηση έχει δείξει τις δυνατότητές της και οι πολίτες ξέρουν ότι, όταν ασχοληθεί, µπορεί να κάνει τη δουλειά. Είναι σύνηθες «οι στρατηγοί να είναι προετοιµασµένοι να πολεµήσουν τον προηγούµενο πόλεµο». Η σηµερινή εποχή όµως, και κυρίως η συγκυρία, απαιτεί νέες τακτικές και µπόλιασµα εκείνων που λαµβάνουν αποφάσεις µε κανονικούς ανθρώπους, που έχουν ερεθίσµατα από τα καθηµερινά προβλήµατα των πολιτών. Τις µεταφορές, τον ΕΦΚΑ, την ασφάλεια.

*Σύµβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας

Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά»