Η ανάγκη για µια διαφορετική στρατηγική σε σχέση µε την τραγωδία των Τεµπών, δύο χρόνια µετά το φοβερό σιδηροδροµικό δυστύχηµα, είχε ήδη διαφανεί από τα τέλη Ιανουαρίου και τις µεγάλες σε όγκο διαδηλώσεις. Αφού η κυβέρνηση πέρασε τον δύσκολο, τριπλό κοινοβουλευτικό σκόπελο (συζήτηση για σύσταση Προανακριτικής, προ ηµερησίας διατάξεως συζήτηση, πρόταση δυσπιστίας), τονίζοντας µεταξύ άλλων ότι µοναδική της µέριµνα είναι να λάµψει η αλήθεια και να αποδοθεί δικαιοσύνη, στη συνέχεια έπρεπε να το δείξει αυτό σύντοµα στην πράξη µε τρόπο εµφατικό. Το πρώτο βήµα είχε γίνει µε την αποδοχή της πρότασης του ΠΑΣΟΚ για σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης για τον Χρήστο Τριαντόπουλο, το δεύτερο όµως ήταν πιο αποφασιστικό: η παραποµπή άµεσα του πρώην υφυπουργού στο ∆ικαστικό Συµβούλιο, που τον οδηγεί έτσι στη ∆ικαιοσύνη και ικανοποιεί επί της ουσίας ένα διαχρονικό αίτηµα, να µην καλύπτονται οι υπουργοί πίσω από την προστασία του Αρθρου 86 του Συντάγµατος. Μάλιστα, την πρόταση αυτή σχετικά µε τον κ. Τριαντόπουλο την είχε διατυπώσει πρώτος ο γνωστός συνταγµατολόγος Νίκος Αλιβιζάτος, ο οποίος προ δεκαετίας είχε προταθεί από το ΠΑΣΟΚ για Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, και η αποδοχή της από τη Νέα ∆ηµοκρατία εκτιµάται ότι φέρνει σε δύσκολη θέση τον Νίκο Ανδρουλάκη.


Ανοίγει ο δρόµος για την αναθεώρηση του Άρθρου 86

Έτσι, ο ίδιος ο βουλευτής Μαγνησίας της Ν.∆. έστειλε επιστολή στην Προανακριτική, µε την οποία ζητά την παραποµπή του στο ∆ικαστικό Συµβούλιο, ανοίγοντας τον δρόµο για να κριθεί από τη ∆ικαιοσύνη. Παράλληλα, ανοίγει ο δρόµος για την αναθεώρηση του Αρθρου 86 του Συντάγµατος, που προβλέπει πως «µόνο η Βουλή έχει την αρµοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν µέλη της κυβέρνησης ή υφυπουργοί για ποινικά αδικήµατα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως ο νόµος ορίζει».

Ήδη την πρόταση αυτή την είχε διατυπώσει από το 2016 ο σηµερινός υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, στο συνολικό σχέδιο αναθεώρησης «Ενα καινοτόµο Σύνταγµα για την Ελλάδα», το οποίο είχε συγγράψει µεταξύ άλλων µε γνωστούς καθηγητές Νοµικής, όπως ο Νίκος Αλιβιζάτος και ο Φίλιππος Σπυρόπουλος.

«Εισηγούµεθα την εκ βάθρων αλλαγή της ρύθµισης για την ποινική ευθύνη των υπουργών, έτσι ώστε οι τελευταίοι να διώκονται µε απόφαση συλλογικού δικαστικού οργάνου -της Εισαγγελίας του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου- και όχι της Βουλής, όπως σήµερα. Τίθεται έτσι τέρµα σε ένα παρωχηµένο προνόµιο, που δεν ανταποκρίνεται πια στην πάνδηµη αξίωση να αντιµετωπίζονται κατ’ αρχήν και οι υπουργοί όπως οι κοινοί θνητοί», σηµείωνε χαρακτηριστικά η εν λόγω πρόταση.

Στο τραπέζι και η συνταγµατική κατοχύρωση της αξιολόγησης αλλά και η αλλαγή του Άρθρου 16, που θα επιτρέψει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστηµίων στη χώρα


Πρόσκληση στο ΠΑΣΟΚ

Πρόσφατα, άλλωστε, από το βήµα της Βουλής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε ειδική αναφορά στην επικείµενη αναθεώρηση που Συντάγµατος, καλώντας την αξιωµατική αντιπολίτευση να συµφωνήσει µε την κυβέρνηση σε τέσσερα θέµατα, δύο που θα τα έχει θέσει η Ν.∆. και δύο που θα τα έχει θέσει το ΠΑΣΟΚ.

Έτσι, δήλωσε έτοιµος να θέσει προς αναθεώρηση το άρθρο για τον τρόπο επιλογής της ∆ικαιοσύνης και το Άρθρο 86, που αφορά στην ποινική µεταχείριση υπουργών («∆ίωξη κατά µελών της κυβέρνησης, Ειδικό ∆ικαστήριο»), αλλά παράλληλα και τη συνταγµατική κατοχύρωση της αξιολόγησης και την αλλαγή του Άρθρου 16, που θα επιτρέψει δηλαδή την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστηµίων στη χώρα.

Είναι σαφές πλέον ότι στο τέλος του χρόνου, όταν θα ξεκινήσει επίσηµα η διαδικασία της αναθεώρησης, η Νέα ∆ηµοκρατία θα βάλει στο τραπέζι θέµα αλλαγής του Άρθρου 86 στην κατεύθυνση που πρότειναν ο κ. Γεραπετρίτης και άλλοι συνταγµατολόγοι.

Χρήστος Τριαντόπουλος: Τα βήµατα µέχρι το Ειδικό ∆ικαστήριο

Το αίτηµα του πρώην υφυπουργού Χρήστου Τριαντόπουλου να παραπεµφθεί ενώπιον του Ανώτατου ∆ικαστικού Συµβουλίου δηµιουργεί νέα δεδοµένα στην υπόθεση. Σε περίπτωση που κάτι τέτοιο γίνει δεκτό, η διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί ορίζεται αναλυτικά στις διατάξεις του νόµου περί ευθύνης υπουργών, ενώ ορίζονται και οι διαδικασίες µε τις οποίες διερευνάται η υπόθεση.

Βασική προϋπόθεση για να κινηθεί η διαδικασία, ωστόσο, είναι να ασκηθεί ποινική δίωξη από την Ολοµέλεια της Βουλής και το πολιτικό πρόσωπο να παραπεµφθεί στις δικαστικές Αρχές που συγκροτούνται ad hoc για να εξετάσουν την υπόθεση. Συγκεκριµένα, µε βάση το Σύνταγµα και τον νόµο περί ευθύνης υπουργών, αρµόδιο για την εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων είναι το Ειδικό ∆ικαστήριο, που συγκροτείται από έξι µέλη του Συµβουλίου της Επικρατείας και επτά µέλη του Αρείου Πάγου. Στο πλαίσιο του δικαστηρίου αυτού λειτουργεί το Ανώτατο ∆ικαστικό Συµβούλιο, που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο µέλη του Συµβουλίου της Επικρατείας και τρία µέλη του Αρείου Πάγου. Ενα από τα µέλη του, το οποίο προέρχεται από τον Αρειο Πάγο, ορίζεται ως ανακριτής.

Ο νόµος περί ευθύνης υπουργών απαντά και στο κρίσιµο ερώτηµα πώς ορίζονται και τα µέλη του ∆ικαστικού Συµβουλίου. Βάσει του Αρθρου 8 (Νόµος 3126/2003), ο πρόεδρος της Βουλής κληρώνει σε δηµόσια συνεδρίαση της Ολοµέλειας της Βουλής πέντε τακτικά και τρία αναπληρωµατικά µέλη για τη συγκρότηση του ∆ικαστικού Συµβουλίου, τα οποία είναι τρία µέλη του Αρείου Πάγου και δύο µέλη του Συµβουλίου της Επικρατείας, ενώ προεδρεύει το ανώτερο σε βαθµό µέλος του Αρείου Πάγου ή, µεταξύ οµοιόβαθµων, ο αρχαιότερος αρεοπαγίτης. Στην ίδια συνεδρίαση κληρώνονται και ο ασκών καθήκοντα εισαγγελέα του Συµβουλίου και ο αναπληρωτής του από τα µέλη της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.

Πέντε ηµέρες µετά τη συγκρότηση του Ανώτατου ∆ικαστικού Συµβουλίου του νόµου περί ευθύνης υπουργών, ορίζεται ένα από τα µέλη του που ανήκει στον Αρειο Πάγο ως ανακριτής, στον οποίο και διαβιβάζεται αµελλητί η δικογραφία. Στον ανακριτή, ωστόσο, µε βάση τις διατάξεις του νόµου περί ευθύνης υπουργών, και συγκεκριµένα το Αρθρο 10, διαβιβάζεται αµελλητί η δικογραφία και όσες δικογραφίες έχουν σχηµατιστεί κατά τυχόν συµµετόχων.

Ο ανακριτής «τρέχει» την ανάκριση και εξετάζει όλες τις πτυχές της υπόθεσης µε βάση τις διατάξεις του νόµου περί ευθύνης υπουργών, ενώ έχει δικαίωµα και να επεκτείνει τη δίωξη κατά των συµµετόχων που δεν αναφέρονται στην απόφαση της Βουλής για τη δίωξη. Εφόσον η υπόθεση του κ. Τριαντόπουλου φτάσει στο Ανώτατο ∆ικαστικό Συµβούλιο του νόµου περί ευθύνης υπουργών και οριστεί ο αρεοπαγίτης που θα διενεργήσει την ανάκριση, τότε η υπόθεση θα διερευνηθεί διεξοδικά.

Ο ανακριτής καλείται να εξετάσει όλους τους µάρτυρες που έχουν γνώση της υπόθεσης καθώς και όλα τα απαραίτητα έγγραφα, προκειµένου να συγκεντρώσει όλα τα απαιτούµενα στοιχεία στα οποία θα βασιστεί και το ∆ικαστικό Συµβούλιο για να εκφράσει την κρίση του για την ποινική µεταχείριση του υπουργού και το εάν θα πρέπει να παραπεµφθεί στο εδώλιο του Ειδικού ∆ικαστηρίου ή όχι.Οταν ολοκληρωθεί η ανάκριση, τότε η δικογραφία διαβιβάζεται στον εισαγγελέα του ∆ικαστικού Συµβουλίου, ο οποίος και θα εισηγηθεί ενώπιον του Συµβουλίου για την παραποµπή ή µη του υπουργού σε δίκη. Την τελική απόφαση λαµβάνει το ίδιο το ∆ικαστικό Συµβούλιο, το οποίο προχωρά στην έκδοση σχετικού βουλεύµατος. Εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραποµπής, τότε ο κατηγορούµενος υπουργός θα καθίσει στο εδώλιο του Ειδικού ∆ικαστηρίου για να δικαστεί.

Κώστας Μποτόπουλος: Οι δύο διαδικασίες είναι χωριστές και διόλου αλληλοαποκλειόµενες

Τις εξελίξεις σχετικά µε την απόφαση του βουλευτή Χρήστου Τριαντόπουλου να ζητήσει την παραποµπή του απευθείας στο ∆ικαστικό Συµβούλιο λίγο µετά την έναρξη των εργασιών της προανακριτικής επιτροπής της Βουλής για τα Τέµπη, η οποία έχει σκοπό να διερευνήσει τυχόν ποινικές ευθύνες του τότε υπουργού παρά τω πρωθυπουργώ για αλλοίωση του χώρου του σιδηροδροµικού δυστυχήµατος, σχολιάζει στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ο γνωστός συνταγµατολόγος Κώστας Μποτόπουλος. Ο ίδιος αναφέρεται επίσης στην εξαγγελία του πρωθυπουργού για µια δραστική τοµή στο Αρθρο 86 του Συντάγµατος. Συγκεκριµένα, ο κ. Μποτόπουλος θεωρεί ότι το τεράστιο ζήτηµα των Τεµπών δεν έχει πρωτίστως νοµικό, αλλά πολιτικό χαρακτήρα. Σηµασία έχει να µαθευτεί η αλήθεια και να αποδοθούν ενδεχόµενες ευθύνες, για λόγους δικαιοσύνης, αλλά και κάθαρσης, ώστε να αποφευχθούν στο µέλλον τέτοιες δραµατικές καταστάσεις. Από αυτή την άποψη, θεωρεί ατυχή, αλλά και αντίθετη µε τη λογική του Συντάγµατος την «παραίτηση» του υπό κατηγορία πρώην υπουργού από συγκροτηθείσα προανακριτική επιτροπή, µε το αίτηµα της απευθείας παραποµπής του στο Αρθρο 86 του Συντάγµατος.

Οι δύο διαδικασίες είναι χωριστές, διαφορετικής φύσης και διόλου αλληλοαποκλειόµενες: αν το Ειδικό ∆ικαστήριο είναι «φυσικός δικαστής» για υπουργούς, η επιτροπή της Βουλής, ενεργούσα ως ανακριτική Αρχή, είναι «φυσικός εξεταστής» για υποθέσεις µείζονος σηµασίας, µε δυνατότητα και υποχρέωση συµβολής στην αποκάλυψη της αλήθειας. Ούτε µπορεί ο κάθε κατηγορούµενος να επιλέγει τον τρόπο µε τον οποίο θα εξεταστεί ή θα διωχθεί. Είναι άλλο θέµα η απεµπλοκή της Βουλής από την ποινική δίωξη των υπουργών, άρα και η αναθεώρηση του Αρθρου 86 προς αυτή την κατεύθυνση, την οποία και ο κ. Μποτόπουλος στηρίζει. Θεωρεί, ωστόσο, ότι δεν πρέπει να υποτιµάται πως το συγκεκριµένο άρθρο έχει ήδη αναθεωρηθεί τρεις φορές και τα προβλήµατα παραµένουν, οι δε χειρισµοί της κυβέρνησης στην υπόθεση των Τεµπών είναι τέτοιοι που, όχι άδικα, δηµιουργούν την εντύπωση ότι επιχειρεί, µε τη συγκεκριµένη πρόταση αναθεώρησης, να καλυφθεί πίσω από το Σύνταγµα.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά