Η συγκυρία επιβεβαιώνει την ανάγκη και προλειαίνει το έδαφος για την αναθεώρηση του Αρθρου 86 του Συντάγµατος. Το ισχύον σύστηµα εξαρτά τόσο τη δίωξη υπουργού όσο και την προκαταρκτική διερεύνηση από απόφαση της Βουλής, δηλαδή 151 τουλάχιστον βουλευτών. Η ρύθµιση έχει κάποια λογική, κυρίως όσον αφορά την παροχή ορισµένου περιθωρίου ασφάλειας για τον ευσυνείδητο υπουργό, που θα παρενοχλείται από καταχρηστικές µηνύσεις και προπετείς διώξεις. Υπόρρητα, όµως, εξωθεί την εκάστοτε πλειοψηφία να µεροληπτεί και την εκάστοτε µειοψηφία να καταγγέλλει.

∆ύο εναλλακτικές προτάσεις αναδεικνύονται. Η πρώτη, εµπνεόµενη από την αντίστοιχη γαλλική ρύθµιση, θα ανέθετε την αρµοδιότητα δίωξης σε ειδικό Συµβούλιο, συγκροτούµενο από ανώτερους δικαστές από όλους τους κλάδους της ∆ικαιοσύνης, κατόπιν ad hoc κληρώσεως. Στο Συµβούλιο θα µπορούσε να εκπροσωπούνται, ενδεχοµένως χωρίς δικαίωµα ψήφου, η συµπολίτευση και η αντιπολίτευση. Η δεύτερη λύση θα διατηρούσε το σηµερινό σύστηµα, ορίζοντας όµως την υποχρεωτική σύνταξη γνωµοδότησης από ∆ικαστικό Συµβού λιο και ότι, σε περίπτωση απόφασης της Βουλής, η προκαταρκτική εξέταση θα διεξάγεται από ανώτερους δικαστικούς. Το δεύτερο σκέλος είχαµε προτείνει κατά την αναθεώρηση του 2019, κατά την οποία είχε κηρυχθεί αναθεωρητέο το Αρθρο 86, παρ. 3 Σ («Τα Νέα», 5.11.2019). Αν είχαµε εισακουστεί, θα είχαν αποφευχθεί τα τρέχοντα. Κάποια βήµατα σε αυτή την κατεύθυνση µπορούν να γίνουν και σήµερα, µε τροποποίηση του νόµου και του Κανονισµού της Βουλής, αλλά µε οριοθετηµένη δραστικότητα.

∆ύο τελικές επισηµάνσεις. Το νέο σύστηµα πρέπει να διατηρεί ορισµένη συµµετοχή της εθνικής αντιπροσωπείας σε υπόβαθρο διαφάνειας. Ετσι, αν ακολουθηθεί η πρώτη λύση, πρέπει να υπάρχει επίσηµη ενηµέρωση της Βουλής και να αναβαθµιστεί η εξεταστική της αρµοδιότητα. Να θυµίσουµε ότι την εµπλοκή πρώην υπουργού Εθνικής Αµυνας µε εξοπλιστικά προγράµµατα, που οδήγησε σε ποινές πολυετούς κάθειρξης, αποκάλυψαν η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής και η Επιτροπή Θεσµών και ∆ιαφάνειας (2011). ∆εύτερον, η «δικαστικοποίηση» των υποθέσεων πρέπει να συνδυαστεί µε αναθεώρηση της διαδικασίας επιλογής στις κορυφαίες θέσεις της ∆ικαιοσύνης. Η Ν.∆. είχε προτείνει το 2018 την επιλογή από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή µεταξύ των αρχαιοτέρων δικαστών, χωρίς κυβερνητική παρέµβαση. Η πρόταση δεν προχώρησε, διότι διαφώνησε η τότε πλειοψηφία. Μια παραλλαγή της (π.χ., απόφαση από την Ολοµέλεια µε αυξηµένη πλειοψηφία), πλαισιωµένη µε επιλογή των προέδρων των τµηµάτων από τους ίδιους τους δικαστές, µπορεί να δώσει λύση. Το βλέµµα µας οφείλει να είναι µεταρρυθµιστικό: Ο εκσυγχρονισµός της δηµοκρατίας, µε ανοιχτές δοµές, λειτουργικά αντίβαρα και δίχως τοξικότητα.


Ο Νίκος Παπασπύρου είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά»