Mε τη Συνταγµατική Αναθεώρηση του 2019 καταργήθηκε η, µέχρι τότε προβλεπόµενη στο Αρθρο 86 του Συντάγµατος, σύντοµη αποσβεστική προθεσµία για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών από τη Βουλή – χωρίς, όµως, να τροποποιηθεί αντιστοίχως και ο εκτελεστικός νόµος 3126/2003, γεγονός που µπορεί να δηµιουργήσει τώρα σοβαρές νοµικές περιπλοκές. Επρόκειτο για ένα σωστό βήµα προς την κατεύθυνση µιας ισότιµης κατ’ αρχήν ποινικής µεταχείρισης υπουργών και υπολοίπων πολιτών. Βήµα, ωστόσο, λειψό.

Κατά το ισχύον Αρθρο 86 του Συντάγµατος, την αποκλειστική αρµοδιότητα για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά µελών της κυβέρνησης και υφυπουργών διατηρεί η Βουλή. Η σχετική απόφαση λαµβάνεται µε 151 βουλευτές, επί τη βάσει του πορίσµατος που υποβάλλει προηγουµένως η περίφηµη «προανακριτική» επιτροπή της Βουλής. Μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, της υπόθεσης επιλαµβάνεται πενταµελές ∆ικαστικό Συµβούλιο, που αποτελείται από τρία µέλη του Αρείου Πάγου (Α.Π.) και δύο του Συµβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Εάν το Συµβούλιο εκδώσει παραπεµπτικό βούλευµα, η υπόθεση εισάγεται στο Ειδικό ∆ικαστήριο, που συγκροτείται από επτά µέλη του Α.Π. και έξι του ΣτΕ. Είναι µεν βάσιµοι οι λόγοι αναγνώρισης αυξηµένων δικονοµικών εγγυήσεων υπέρ των υπουργών (κίνδυνος ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής, παράλυσης της κυβερνητικής µηχανής κ.ο.κ.), αλλά δεν είναι αναγκαίο οι εγγυήσεις αυτές να διέρχονται µέσα από τη Βουλή και το ίδιο το πολιτικό σύστηµα. Με την ανάµειξη της Βουλής, µάλιστα, η εξέταση της ποινικής ευθύνης ενός υπουργού µοιραία λαµβάνει πολιτικά χαρακτηριστικά και µπορεί να αποτελέσει αντικείµενο πολιτικών σταθµίσεων, διευθετήσεων ή και σφοδρών αντιπαραθέσεων, που συχνά ξεφεύγουν από το κρίσιµο επίδικο.

Καθώς φαίνεται, έχουν ωριµάσει πια οι πολιτικές συνθήκες για µία εκ βάθρων αναθεώρηση του Αρθρου 86. Κατά τη γνώµη µου (όπως και αρκετών άλλων συναδέλφων, αλλά και πολιτικών), η εξέταση της ποινικής ευθύνης των υπουργών θα πρέπει να ανατεθεί απευθείας στην τακτική ∆ικαιοσύνη, µε την παράλληλη πρόβλεψη αυξηµένων δικονοµικών εγγυήσεων, τόσο σε επίπεδο προανακριτικό ή ανακριτικό όσο και σε επίπεδο εκδίκασης.

Ετσι, η αρµοδιότητα για την άσκηση ποινικής δίωξης µπορεί πλέον να περιέλθει είτε σε ανώτερους εισαγγελικούς λειτουργούς είτε σε ειδικό συλλογικό όργανο, αποτελούµενο από ανώτατους δικαστές, όπως το προαναφερθέν ∆ικαστικό Συµβούλιο. Αρµόδιο, δε, δικαστήριο µπορεί να είναι είτε το γνωστό µας Ειδικό ∆ικαστήριο είτε, κατά προτιµότερη εκδοχή, το Εφετείο Αθηνών σε ειδική σύνθεση (αποτελούµενο από προέδρους Εφετών, που θα επιλέγονται µε κλήρωση – έτσι και Π. Σοϊλεντάκης). Επειδή οι υπουργοί είναι συνήθως και βουλευτές, θα πρέπει συγχρόνως να αναθεωρηθεί και το Αρθρο 62 του Συντάγµατος για το ακαταδίωκτο των βουλευτών (έτσι ορθώς Σπ. Βλαχόπουλος).

Μια τέτοια αλλαγή θα µας έφερνε εγγύτερα σε παρόµοια καθεστώτα ευθύνης άλλων ευρωπαϊκών χωρών (βλ. λ.χ. Γερµανία, Ηνωµένο Βασίλειο, Γαλλία), όπου οι υπουργοί δικάζονται κατ’ αρχήν κατά τις κοινές ποινικές διατάξεις, µε διάφορες παραλλαγές ως προς τη σύνθεση του δικάζοντος δικαστηρίου. Η υφιστάµενη διαφορετική δικονοµική µεταχείριση πολιτών και πολιτικών σε περίπτωση τέλεσης ποινικού αδικήµα τος δεν µπορεί πλέον να διατηρηθεί – όσο µακρά ιστορική παράδοση και να ανακλά. Πέραν της ανάγκης επικράτησης όρων ισονοµίας, η διακριτική αυτή µεταχείριση εντείνει τη δυσπιστία των πολιτών έναντι του πολιτικού συστήµατος και των θεσµών. Οι ειδικές εγγυήσεις υπέρ των υπουργών θα πρέπει να περιορίζονται στο µέτρο του ευλόγου και του αναγκαίου.

*Ο Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι καθηγητής στη Νοµική Σχολή ΕΚΠΑ

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά»