Σεπτέµβριος 2016, ∆ιεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης: H καθιερωµένη συνέντευξη Τύπου του πρωθυπουργού µονοπωλείται από το θέµα των τηλεοπτικών αδειών και την επικείµενη απόφαση του ΣτΕ για την προσφυγή των καναλαρχών κατά του διαγωνισµού. «Η ∆ικαιοσύνη θα βγάλει την απόφασή της, αλλά δεν δίνω ούτε µία πιθανότητα το ΣτΕ να ακυρώσει τον διαγωνισµό», δηλώνει ο Αλ. Τσίπρας. Για όσους διαβάζουν πίσω από τις γραµµές, η συγκεκριµένη απάντηση-σχόλιο του πρωθυπουργού για την επικείµενη απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου ήταν το εναρκτήριο λάκτισµα σε έναν πολύµηνο «αγώνα» µεταξύ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΑΝ.ΕΛ. από τη µία και των δικαστικών λειτουργών από την άλλη, που τις τελευταίες εβδοµάδες εξελίσσεται µε µεγάλη σφοδρότητα, καθώς στην αντιπαράθεση παίρνει µέρος και η αντιπολίτευση, µε τη Ν.∆. να ανάγει το θέµα σε κρίση θεσµών και ∆ηµοκρατίας.  

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ

Τέλη Νοεµβρίου του 2016, µετά τη γνωστοποίηση της απόφασης της Ολοµέλειας του ακυρωτικού δικαστηρίου, που έκρινε αντισυνταγµατικό τον διαγωνισµό για τις τηλεοπτικές άδειες, ήταν η σειρά της Ολ. Γεροβασίλη, τότε κυβερνητικής εκπροσώπου, να πυροδοτήσει νέα αντιπαράθεση, προσδίδοντας κοινωνικές προεκτάσεις στη συγκεκριµένη απόφαση. «Το ΣτΕ µε οριακή πλειοψηφία έλαβε µια απόφαση που προσωρινά παρεµποδίζει τη ρύθµιση του εδώ και 27 χρόνια ασύδοτου τηλεοπτικού τοπίου. Πρόκειται για το ίδιο δικαστήριο το οποίο: έκρινε συνταγµατικά τα Μνηµόνια που διέλυσαν την Ελλάδα, έκρινε συνταγµατικό το “µαύρο” στην ΕΡΤ, έκρινε συνταγµατικό το PSI που διέλυσε τα ασφαλιστικά ταµεία.

Οι αποφάσεις της ∆ικαιοσύνης είναι δεσµευτικές. Αυτό, όµως, δεν σηµαίνει ότι οι αποφάσεις της δεν κρίνονται. Κρίνονται τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τον ελληνικό λαό, που της έδωσε την πλειοψηφία στη Βουλή προκειµένου να βάλει τάξη στο τηλεοπτικό χάος και να σπάσει το τρίγωνο της διαπλοκής. Ειδικά η συγκεκριµένη απόφαση κρίνεται και από τις συνέπειες που προκαλεί: Επιστροφή της ήδη καταβληθείσας πρώτης δόσης. Στέλνει 15.000 παιδιά εκτός παιδικών σταθµών, εµποδίζει την πρόσληψη 4.000 νοσηλευτών που θα στελέχωναν άµεσα τα δηµόσια νοσοκοµεία, τα οποία χρειάζονται προσωπικό, στερεί από τον δηµόσιο προϋπολογισµό 225 εκατ. ευρώ, πόρους αναγκαίους, ιδίως σε µια περίοδο που η κοινωνία τούς έχει ανάγκη, και τους επιστρέφει στους λογαριασµούς τεσσάρων πολύ πλούσιων επιχειρηµατιών». Η παραπάνω δήλωση θεωρείται το «service» στην αντιπαράθεση κυβέρνησης-δικαστών, που έβαλε στο παιχνίδι και την αξιωµατική αντιπολίτευση, καθώς η Πειραιώς µε µια σκληρή ανακοίνωση προδιέγραψε τη στάση της: «Γίνεται επικίνδυνη για την ίδια τη ∆ηµοκρατία, µπαίνοντας σε έναν πολύ ολισθηρό δρόµο εκτροπής από τη δηµοκρατική τάξη και τη συνταγµατική οµαλότητα. Η ελληνική κοινωνία, η Ν.∆., όλες οι δηµοκρατικές πολιτικές δυνάµεις, ενωµένοι, καλούµαστε να µην το επιτρέψουµε». Το επόµενο 8µηνο ακολούθησε ένας ορυµαγδός αντεγκλήσεων αναφορικά µε υποθέσεις και αποφάσεις που θα χρειάζονταν χιλιάδες λέξεις για να καταγραφούν:

• Υπόθεση Ντογιάκου: Ο πρώην προϊστάµενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών πέρασε από πειθαρχικό έλεγχο αφενός για την ανακοίνωσή του που καλούσε σε σύγκληση την Ολοµέλεια των Εισαγγελέων Εφετών, στην οποία είχε αναφέρει ως θέµα προς συζήτηση «Εξωθεσµική παρέµβαση της προέδρου του Αρείου Πάγου στο αυτοδιοίκητο της Εισαγγελίας Εφετών», και αφετέρου για τους χειρισµούς του όσον αφορά στη µη µετάφραση του παραπεµπτικού βουλεύµατος ενόψει της δίκης της Siemens.

• Υπόθεση Τσατάνη – Παπαγγελόπουλου: Οι καταγγελίες της εισαγγελέως Εφετών Γεωργίας Τσατάνη για παρεµβάσεις του αναπληρωτή υπουργού ∆ικαιοσύνης ∆ηµήτρη Παπαγγελόπουλου προς αυτή σχετικά µε την υπόθεση Βγενόπουλου προκάλεσαν και πάλι την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης. Η Ν.∆. έκανε τότε λόγο για τροµοκράτηση της ∆ικαιοσύνης, µε τον κ. Παπαγγελόπουλο να απαντά πως «η διαπλοκή ξεψυχά και παραληρεί» και ότι «λίγο πριν από το τέλος του παιχνιδιού για αυτήπαίζει τα ρέστα της». Προς διερεύνηση των καταγγελιών Τσατάνη, συγκλήθηκε η Επιτροπή Θεσµών και ∆ιαφάνειας της Βουλής.

• Απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγµατικό τον Νόµο Μπαλτά για την επιλογή διευθυντών στα σχολεία.

• Αναµόρφωση του ειδικού µισθολογίου των δικαστικών.

• Πρόταση της τέως προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασιλικής Θάνου, για την αύξηση των ορίων ηλικίας στη συνταξιοδότηση των δικαστών.

• Παραίτηση της Ελένης Ράικου.

• Αντίδραση δικαστών-εισαγγελέων στη δηµοσιοποίηση στοιχείων των δηλώσεων περιουσιακής τους κατάστασης, που προκάλεσε σειρά «καυστικών» αναρτήσεων-δηλώσεων από τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας, Παύλο Πολάκη.  

ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Και φθάνουµε στα πιο πρόσφατα, που τείνουν να λάβουν διαστάσεις µετωπικής σύγκρουσης µεταξύ κυβέρνησης-δικαστών και αντιπολίτευσης. Στο κρεσέντο οδήγησαν οι εξής αποφάσεις:

• Η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έκρινε αντισυνταγµατική την παράταση των συµβάσεων των συµβασιούχων στους Οργανισµούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

• Η απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγµατική την παράταση πέραν της πενταετίας της παραγραφής των φορολογικών αδικηµάτων όσων εµπλέκονται στις λίστες της φοροδιαφυγής.

• Η απόφαση του Αρείου Πάγου που έκρινε ότι δεν συνιστά βλαπτική µεταβολή της εργασιακής σχέσης η µη καταβολή των δεδουλευµένων από τον εργοδότη.

Πρωταγωνιστές-«πολέµαρχοι», ο αν. υπουργός Υγείας, Π. Πολάκης, ο αναπληρωτής υπουργός ∆ικαιοσύνης, ∆. Παπαγγελόπουλος, ο αντιπρόεδρος της Ν.∆. Αδ. Γεωργιάδης, ο πρώην υπουργός Ανδ. Λοβέρδος, ο Ευ. Βενιζέλος και «σφήνα» ο ΔΣΑ και οι δικαστικές ενώσεις. Ενίοτε και πλείστοι όσοι «αναπληρωµατικοί» που παρεµβαίνουν για να καρπωθούν ολιγόλεπτη δηµοσιότητα και να πετάξουν την «προσωπική µπάλα» στην εξέδρα. Καλή ώρα, οι Χρ. Σπίρτζης και Αικ. Παπανάτσιου, αλλά και οι «θεσµικά καλοί χωροφύλακες», όπως ο υπουργός Δικαιοσύνης, Στ. Κοντονής, που απεφάνθη µόλις προχθές από τη µακρινή Βιέννη: «Πρέπει να αποκατασταθεί η εµπιστοσύνη του ελληνικού λαού όχι µόνον στους πολιτικούς θεσµούς και στο πολιτικό προσωπικό, αλλά και στη ∆ικαιοσύνη, η οποία είναι έσχατο καταφύγιο των πολιτών σε κάθε µέρος του κόσµου». Η µεγαλύτερη εστία έντασης του τελευταίου διαστήµατος προήλθε από τον διορισµό (αµισθί) της µέχρι πριν από 15 ηµέρες προέδρου του Αρείου Πάγου, Β. Θάνου, ως προϊσταµένης του Νοµικού Γραφείου της Γενικής Γραµµατείας του Πρωθυπουργού…

Η σφοδρή επίθεση σύσσωµης της αντιπολίτευσης, µε προεξάρχουσα τη Ν.∆., που έκανε λόγο για «θεσµικό ατόπηµα», και η ανταπάντηση από το Μαξίµου για ανάλογες περιπτώσεις του παρελθόντος (Αθανασίου, Πικραµµένος κ.ά.) επί της ουσίας αναπαράγουν µια ατελεύτητη σκιαµαχία… Αλλά και παρεµβάσεις συνταγµατολόγων και πολιτειολόγων για ανάγκη νοµοθετικής ή και συνταγµατικής πρόβλεψης για το θέµα (!). Η παρέµβαση του πρώην προέδρου του Συµβουλίου της Επικρατείας Γιώργου Παναγιωτόπουλου, ο οποίος µε δήλωσή του υπογραµµίζει ότι δεν είναι µόνο «νοµικά άσχετοι», αλλά και «θεσµικά κατάπτυστοι» όλοι αυτοί οι οποίοι ασχηµονούν και υβρίζουν την ελληνική ∆ικαιοσύνη και ότι ζούµε σε «καθεστώς στυγνής δικτατορίας», ρίχνει κι άλλο λάδι στη φωτιά…

Η κλιµακούµενη αντιπαράθεση στην οποία παίρνουν µέρος όλο και περισσότεροι, θεσµικά ή µη ενδιαφερόµενοι, µονοπωλεί πλέον την εσωτερική επικαιρότητα… Κάποιοι αρχίζουν να συνδέουν όλη αυτή την ιστορία µε τις προθέσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., σε ό,τι αφορά το πλαίσιο της επικείµενης Συνταγµατικής Αναθεώρησης, να καταργήσει το «ενοχλητικό» ΣτΕ, αντικαθιστώντας το µε ένα Συνταγµατικό Δικαστήριο, στέλνοντας, παράλληλα, ένα µήνυµα «προς συµµόρφωση» στη ∆ικαιοσύνη. Κάποιοι άλλοι -λίγοιπερισσότερο ψυλλιασµένοι για τα επερχόµενα αρχίζουν, µάλιστα, να ψιθυρίζουν ότι στο βάθος του πρωτοφανούς αυτού «µπρα-ντε-φερ» κυοφορείται το επόµενο δηµοψήφισµα του Αλέξη Τσίπρα. Επίκεντρο αυτού, η παραπάνω αλλαγή -µε τις ευλογίες ενδεχοµένως και της τρόικας (ή θεσµών)-, η οποία ευελπιστεί ότι θα τον βγάλει από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει.