Ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί την ατζέντα Καραμανλή
Ανοιχτές γέφυρες και με τον Προκόπη Παυλόπουλο για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου
Η υιοθέτηση της ατζέντας Καραμανλή Παυλόπουλου από την κυβέρνηση Τσίπρα για το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο στην ουσία θα αφαιρέσει αρμοδιότητες από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά και το Ελεγκτικό Συνέδριο, πυροδοτεί τις συζητήσεις για ανοιχτές γέφυρες.
Πολύ περισσότερο όταν ο ΣΥΡΙΖΑ της αντιπολίτευσης πρωταγωνίστησε σε μάχες υπέρ της προάσπισης αποφάσεων των ανώτατων δικαστηρίων τόσο σε ό,τι αφορά την προστασία του περιβάλλοντος όσο και σε μνημονιακές δεσμεύσεις που αμφισβητούνταν.
Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής ήταν από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της ίδρυσης του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Θεωρούσε ότι αυτό έπρεπε να συμπεριληφθεί στη Συνταγματική Αναθεώρηση από τότε που ήταν πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ως πρωθυπουργός (2004-2009) υποστήριξε πιο δυναμικά την πρότασή του, διότι πτυχές της πολιτικής που ασκούσε η κυβέρνηση της Ν.Δ. τότε προσέκρουαν σε αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ο τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, Γιώργος Σουφλιάς, είχε μεγάλη κόντρα με το πέμπτο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε να κάνει με το περιβάλλον (θέμα Αχελώου κ.λπ.). Η κυβέρνηση Καραμανλή ήθελε την ίδρυση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου που θα εξέταζε τη συνταγματικότητα των νόμων, αποδυναμώνοντας στην ουσία όχι μόνο το Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά και το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο ήρθε πρόσφατα στο επίκεντρο των επιθέσεων της κυβέρνησης Τσίπρα, διότι έβαλε μπλόκο στις πληρωμές των συμβασιούχων.
Μετά την ήττα της Ν.Δ. το 2009 και σε μια περίοδο που στελέχη του «καραμανλικού» μπλοκ εξέφραζαν δυσαρέσκεια στο πρόσωπο του διαδόχου του Κ. Καραμανλή, Αντώνη Σαμαρά, και διακινούσαν σενάρια επιστροφής του στην προεδρία της Ν.Δ. και αργότερα στο Μαξίμου, η άποψή του ήταν ότι σε μια αναθεώρηση του Συντάγματος θα έπρεπε οι αρμοδιότητες του πρωθυπουργού να ενισχυθούν ακόμη περισσότερο, κάτι που σήμερα έχει ξεχαστεί από πολλούς.
«Το αξίωμα του πρωθυπουργού διαθέτει λιγότερες εξουσίες και επιβαρύνεται από περισσότερες δεσμεύσεις από όσες φαντάζονται οι πολίτες, γιατί οι κυβερνήσεις, αλλά και οι κοινωνικές αλλαγές της Μεταπολίτευσης διαμοίρασαν την εξουσία στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σε οικονομικά συμφέροντα ή σε συνδικαλιστικές ομάδες», ήταν η άποψη που εξέφραζε σε συνομιλητές του, σύμφωνα με το «Βήμα», στις 18 Φεβρουαρίου 2013.
Θεωρούσε ότι ο εκάστοτε πρωθυπουργός, όσο έμπειρος και αν είναι, μοιάζει μάλλον με έκπληκτο διαιτητή σε ένα παιχνίδι ισχύος, όπου τα δόντια του ενός παίκτη βρίσκονται μέσα στον λαιμό του άλλου. Στη συνέχεια, βέβαια, τάχθηκε υπέρ της απευθείας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό, αλλά και της ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του.
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι συνέδεαν την αλλαγή των απόψεών του με τα νέα σενάρια που καλλιεργούν «καραμανλικά» και όχι μόνο στελέχη, δηλαδή, να μην επιστρέψει ως πρωθυπουργός, αλλά ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Είκοσι χρόνια πριν
Λάβρος κατά του Συμβουλίου της Επικρατείας ήταν και ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, διακεκριμένος συνταγματολόγος. Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου 20 χρόνια πριν, όταν ήταν βουλευτής Επικρατείας της Ν.Δ., εξέφραζε την προβληματική ότι τα ανώτατα δικαστήρια πολλές φορές, αντί να ερμηνεύουν τον νόμο σύμφωνα με το Σύνταγμα, ερμηνεύουν το Σύνταγμα σύμφωνα με τον νόμο («Βήμα», 8/3/1998).
«Το Συμβούλιο της Επικρατείας κυρίως, αντί να ασκεί νομολογιακή πολιτική, ως θα όφειλε, ασκεί πολιτική νομολογίας», επεσήμαινε. Το 2014, ως επικεφαλής της Επιτροπής για την Αναθεώρηση του Συντάγματος της Ν.Δ., ο Πρ. Παυλόπουλος μεταξύ άλλων αναφορικά με τη δικαστική εξουσία πρότεινε την ανάγκη για «Συνταγματικό Δικαστήριο και καλύτερη οριοθέτηση της λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Οπως μάλιστα εξηγούσε σε συνεντεύξεις που έδωσε στη συνέχεια, η σύσταση του Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι αναγκαία «όχι μόνο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, αλλά και για τον έλεγχο τόσον της δημοκρατικής οργάνωσης και λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων όσον και της περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών προσώπων» (εφ. «Ελευθερία»).