Ο νόμος για το Taxibeat είναι παρ’ ολίγον σωστός
Ή τουλάχιστον θα ήταν σωστός αν δεν ευνοούσε... την Uber.
Λονδρέζικος αέρας έπνευσε πέριξ του υπουργείου Μεταφορών με το πολυσυζητημένο προσχέδιο νόμου που περιορίζει τις δραστηριότητες των εφαρμογών μίσθωσης οχημάτων. Το ζήτημα ακολουθεί την πρόσφατη απόφαση της Υπηρεσίας Μεταφορών του Λονδίνου να αναστείλει την άδεια λειτουργίας της Uber, του διεθνούς κολοσσού και πρωτεργάτη των συγκεκριμένων υπηρεσιών. Εσκεμμένα ή από σύμπτωση, τίθεται πια επιτακτικά το ζήτημα της ζημιάς που αυτές οι πλατφόρμες προκαλούν στην αγορά.
Η υποδοχή της Uber σε χώρες που της επέτρεψαν την ελεύθερη λειτουργία έδρασε καταλυτικά στην αγορά των ταξί, με τους εκτοπισμένους επαγγελματίες να αντιδρούν έντονα, άλλοτε με κινητοποιήσεις, άλλοτε με εξεγέρσεις, όπως έγινε στις 25 Ιουνίου 2015, όταν οι οδηγοί ταξί στο Παρίσι συγκρούστηκαν με αστυνομικές δυνάμεις. Ήταν η περίοδος στην οποία διεκδικούσαν και εν τέλει πέτυχαν την απαγόρευση της λειτουργίας της πλατφόρμας UberPOP, μέσω της οποίας οι καταναλωτές μπορούσαν να μισθώσουν ιδιωτικά οχήματα αντί για ταξί.
Η απόφαση οριστικοποιήθηκε λίγες ημέρες μετά τα επεισόδια, ενώ ακολούθησαν προσφυγές κατά των στελεχών της Uber για παράνομη συνέχιση της λειτουργίας της, που κατέληξαν στην επιβολή προστίμου στην εταιρία. Παράλληλα, διαδοχικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν καταφερθεί κατά του μοντέλου λειτουργίας της, απορρίπτοντας υπηρεσίες της και διευκολύνοντας τις καταγγελίες εναντίον της. Μόλις τον περασμένο Μάιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απεφάνθη ότι η Uber αποτελεί εταιρία μεταφορών και όχι ψηφιακό πάροχο, και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοια.
Εκείνο τον μήνα, το βρετανικό Wired κυκλοφόρησε με την επιγραφή «ο πόλεμος των 35 δις. της ΕΕ κατά της Σίλικον Βάλει». Τον τελευταίο χρόνο, με πρωτοβουλίες αξιωματούχων της ΕΕ, η μάχη κατά της ασυδοσίας των ψηφιακών κολοσσών καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της δραστηριότητας των Βρυξελλών. Ιδιαίτερη έμφαση έχει πέσει στους κολοσσούς της «διαμοιραστικής οικονομίας», την AirBnb και την Uber, με την μεν πρώτη να συγκρούεται με σφοδρότητα επί σειρά ετών με τη δημοτική αρχή της Βαρκελώνης και τη δεύτερη να έχει ανοίξει πόλεμο με το γαλλικό κράτος.
Μία τέτοια ρύθμιση από πλευράς του υπουργείου Μεταφορών θα μπορούσε να δείχνει απλά καλά αντανακλαστικά απέναντι σε μία πανευρωπαϊκή τάση περιορισμού της απορρύθμισης της εύθραυστης ευρωπαϊκής αγοράς από τη δράση των εταιριών της «διαμοιραστικής οικονομίας».
Βέβαια, είναι η τελική εκδοχή του νομοσχεδίου που θα δείξει πόσο προστατευτικό είναι απέναντι στους οδηγούς ταξί. Στην εκδοχή που διέρρευσε στα μέσα, που απαιτεί την κατοχή «στόλου», δείχνει να κινείται σε μια τελείως άκαρπη και, στην καλύτερη περίπτωση, ανεφάρμοστη κατεύθυνση που δεν αντιλαμβάνεται τα ουσιαστικά προβλήματα που δημιουργεί η Uber και οι αντίστοιχες εταιρίες σε άλλους κλάδους.
Το Taxibeat που φαίνεται να βάλλεται από το επίμαχο νομοσχέδιο, σηκώνει κι αυτό αρκετή κριτική, τόσο για την πώλησή του στη γερμανική Daimler, όσο και για τις προμήθειες που παίρνει και τις απαιτήσεις που έχει από τους οδηγούς. Το βασικότερο όμως πρόβλημα είναι ο ιδιωτικός του χαρακτήρας: μία τέτοια διευκόλυνση, στην πιο κοινωφελή της μορφή, θα έπρεπε να παρέχεται από το συνδικάτο των ταξί – το οποίο στα καθ’ ημάς επιχείρησε κάπως καθυστερημένα να το κάνει ο SATA πριν λίγο καιρό με το IQTaxi.
Ο παράγοντας του χρόνου είναι καθοριστικός στην προστασία της απορρύθμισης των αγορών από εταιρίες σαν την Uber. Το Taxibeat ήταν που τελικά προφύλαξε την αγορά από την επέλαση του διεθνούς κολοσσού, σώζοντας το επάγγελμα με το να γίνει συνήθεια για τους καταναλωτές πριν έρθει η Uber να δώσει την ψηφιακή διευκόλυνση. Εκεί που ολιγώρησε η ελληνική και –κυρίως- η ευρωπαϊκή νομοθεσία, ήρθε μία πρακτική επιχειρηματική ιδέα να αναχαιτίσει την καταστροφή ενός κλάδου και την υποβάθμιση των εργασιακών συνθηκών των οδηγών, ντυμένων με τον μανδύα του «αύριο».
Το χτύπημα στην αγορά θα είναι διπλό με το υπάρχον σχέδιο που αποκάλυψαν τα «Νέα». Δεν είναι μόνο ότι η αναστολή της Taxibeat θα ξανανοίξει το πεδίο για τους μνηστήρες. Είναι κι ότι αυτή τη στιγμή, η μόνη υπηρεσία παροχής μεταφορών στην Ελλάδα που έχει δικό της στόλο, κατ’ εξαίρεση με το μοντέλο με το οποίο δουλεύει διεθνώς είναι… η Uber.