Ποια «επιστήμη» αποφασίζει για την ταυτότητα φύλου;
Πόσους συνδρομητές μπορεί να έχουν τα επιστημονικά journals των μεγάλων πανεπιστημίων μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο; Αν κρίνουμε από τις τελευταίες ημέρες που απασχολεί την επικαιρότητα το νομοσχέδιο για την ταυτότητα φύλου, μάλλον πολλούς.
Άλλωστε σχεδόν το σύνολο των διαφωνούντων με το νομοσχέδιο, από τη Χρυσή Αυγή μέχρι την Ένωση Κεντρώων κι από τη Νέα Δημοκρατία μέχρι το ΚΚΕ, έχει επικαλεστεί διαφορετικές εκδοχές της επιστήμης για να υπονομεύσει το νομοσχέδιο.
Η ένσταση διατρέχει πλήθος επιστημών. Παιδαγωγική, θεολογία, νευρολογία και κοινωνιολογία έχουν σύμφωνα με τους διαφωνούντες βουλευτές αποφανθεί οριστικά για τους τρόπους καθορισμού του φύλου και τις επιπτώσεις της δυνατότητας αυτοπροσδιορισμού στο κοινωνικό σύνολο.
Αν υπάρχει όμως ένα πράγμα στο οποίο έχει καταλήξει η επιστήμη, αυτό είναι ότι η επιστήμη δεν καταλήγει ποτέ πουθενά. Από εκεί και πέρα, άλλοι θεωρούν ότι το πορίσματα της επιστημονικής έρευνας υιοθετούνται όσο επαληθεύονται ή μέχρι να διαψευστούν, άλλοι ότι γεννιούνται από τους εκάστοτε προβληματισμούς της επιστημονικής κοινότητας, άλλοι ότι συντίθενται μεταξύ τους με την πρόοδο της Ιστορίας και άλλοι ότι η επιστήμη είναι εξ ορισμού ένα χάος, ένας ανταγωνισμός χωρίς κανόνες.
Είναι έτσι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία γίνονται οι επικλήσεις στην επιστήμη τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Η προσέγγιση της Χρυσής Αυγής είναι ενδεικτική εδώ: επιστρέφοντας στον βιολογισμό με τον οποίο δικαιολογήθηκαν καταχρηστικά οι ανωτερότητες και κατωτερότητες που θεμελίωσαν τον ιδεολογικό κορμό της ναζιστικής Γερμανίας, ο Ευάγγελος Καρακώστας αρνήθηκε τη ρευστότητα και τον κοινωνικό προσδιορισμό του φύλου και άρα τη δυνατότητα και το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό του.
Με όποιο κριτήριο κι αν κοιτάξει κανείς την επιστημονική κοινότητα σήμερα, είναι εμφανές ότι επικρατεί η αντίληψη υπέρ ενός φάσματος έμφυλων ταυτοτήτων στην οποία δεν ανταποκρίνεται το παραδοσιακό βιολογικό σχήμα αρσενικού-θηλυκού. Ακόμα και στο πεδίο της βιολογίας όμως, η σημαντική έρευνα του Ολλανδού νευροβιολόγου Ντικ Σβαμπ το 1995 σε τρανς άτομα, έδειξε ότι τα βιολογικά χαρακτηριστικά των εγκεφάλων τους ανταποκρίνονται περισσότερο στο φύλο με το οποίο αυτοπροσδιορίζονται, παρά σ’ αυτό που τους αποδόθηκε κατά τη γέννα.
Πιθανότατα, οι επιστημονιστές του ελληνικού κοινοβουλίου αγνοούν αυτή την έρευνα του Ντικ Σβαμπ, όσο και χιλιάδες ακόμα τοποθετήσεις επί του θέματος από διαφορετικά επιστημονικά πεδία. Ευτυχώς, δεν συμβαίνει το ίδιο με την επικρατούσα ευρωπαϊκή νομοθεσία που φαίνεται να τις έχει συμπεριλάβει καθώς συγκροτούσε το σχετικό πλαίσιο.
Αυτό που έπιασε σωστά ο –καθαρά τρανσφοβικός, για να είμαστε ειλικρινείς- επιστημονισμός των διαφωνούντων είναι ότι το ζήτημα του φύλου διατρέχει πράγματι μία πληθώρα επιστημονικών πεδίων. Λογικό, καθώς η έμφυλη ταυτότητα είναι πρωτίστως κοινωνική υπόθεση, που μέχρι τώρα καθιστούσε τη σχέση του τρανς ατόμου με τον εξωτερικό κόσμο αποκλειστικά κατασταλτική. Και με διάφορους τρόπους θα συνεχίσει δυστυχώς το κατασταλτικό έργο, ακόμα και μετά την ψήφιση ενός τέτοιου νομοσχεδίου σαν το σημερινό. Απλά η καταστολή αυτή, θα έχει απολέσει λίγη απ’ την έντασή της.