Ευάγγελος Βενιζέλος: Εθνικός ή κομματικός πατριωτισμός;
ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ σημειώνει πως ο νέος πολιτικός φορέας πρέπει να διεκδικήσει το προοδευτικό κέντρο.
Με άρθρο του στα «Νέα» μία μέρα πριν τις εκλογές στην κεντροαριστέρα, ο Ευάγγελος Βενιζέλος υπογραμμίζει την ανάγκη η προοδευτική δημοκρατική παράταξη να διεκδικήσει το μεγαλύτερο δυνατό εύρος.
Ουσιαστικά ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ σημειώνει πως ο νέος πολιτικός φορέας πρέπει να διεκδικήσει το προοδευτικό κέντρο.
Στο άρθρο του με τίτλο «Εθνικός ή κομματικός πατριωτισμός;» ο κ. Βενιζέλος σημειώνει πως η Δημοκρατική Συμπαράταξη θα πρέπει να κινηθεί διευρύνοντας το δυνητικό της ακροατήριο, όπως η ΝΔ απευθυνόμενη στη λεγόμενη κεντροδεξιά και όπως επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ, καταχρώμενος την έννοια της κεντροαριστεράς.
«Πρότεινα να υπερβούμε σε εθνικό επίπεδο την κρίση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που είναι ένας αστερισμός κρίσεων εθνικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ανάλογα με τη φάση στην οποία βρίσκεται ο εκλογικός κύκλος σε κάθε χώρα και με τη θέση που κατέχει κάθε κόμμα στην κυβέρνηση, ως πρώτος ή δεύτερος εταίρος, ή στην αντιπολίτευση. Αν και το μεγάλο ζήτημα είναι η δυσκολία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που ισχυροποιήθηκε υπό συνθήκες δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, να ανταποκριθεί στις αλλαγές που επέφερε η τρίτη και πολύ περισσότερο στις ραγδαίες προκλήσεις της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και της ταυτοτικής κρίσης των δυτικών κοινωνιών» αναφέρει ο κ. Βενιζέλος.
«Με την ολοκλήρωση αυτής της φάσης της διαδικασίας ελπίζω ότι θα δοθεί η έμφαση που πρέπει στα ουσιαστικά πολιτικά και προγραμματικά ζητήματα. Στα εθνικά, ιστορικά και αξιακά προτάγματα της εποχής μας, που μας οδηγούν σε υπεύθυνες, ευθείες και ολοκληρωμένες απαντήσεις στα επίμονα πρακτικά ερωτήματα για την "Ελλάδα μετά"» καταλήγει ο κ. Βενιζέλος.
Αναλυτικά το άρθρο του κ. Βενιζέλου:
Για να αποφύγω τον πειρασμό της παραταξιακής αυτοαναφορικότητας, αρχίζω από την εκτίμησή μου για την κατάσταση της χώρας.
Επτά χρόνια μετά την υπαγωγή σε προγράμματα στήριξης και προσαρμογής (2010) και δέκα χρόνια μετά τη σωρευτική εμφάνιση όλων των χαρακτηριστικών της βαθειάς οικονομικής κρίσης (2007), η χώρα δεν έχει δυστυχώς επανέλθει σε κατάσταση κανονικότητας. Η δευτερογενής κρίση που προκλήθηκε το 2015 κοστίζει πολύ. Το πιο μεγάλο εμπόδιο βρίσκεται όμως στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε στις προκλήσεις των δέκα τελευταίων ετών το πολιτικό σύστημα και κυρίως η ίδια η κοινωνία. Βρίσκεται στη διάχυτη αντίδραση απέναντι στον ορθολογισμό και στην ακαταμάχητη - ακόμη - γοητεία της θεωρίας της ήσσονος προσπάθειας, του απλοϊκού ψεύδους, της κραυγαλέα ανυπόστατης υπόσχεσης, της απατηλής επαγγελίας.
Πορευόμαστε τώρα, μετά από όσα συνέβησαν αυτά τα χρόνια, προς την ημερομηνία λήξης του τρέχοντος τρίτου προγράμματος στήριξης με πολλούς παράγοντες του πολιτικού συστήματος και πολλούς διαμορφωτές της κοινής γνώμης να θεωρούν ότι η Ελλάδα επανέρχεται στην κανονικότητα και μαζί της επανέρχεται στην κανονικότητα η πολιτική συμπεριφορά και η αντιπροσώπευση της κοινωνίας. Η κυβέρνηση νομίζει ότι μπορεί να επανέλθει στα δεδομένα του 2014 και να εμφανίσει ένα success story καθαρής εξόδου από το μνημόνιο και κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας από τις αγορές. Χαίρεται δε επειδή θεωρεί ότι έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων σε ζητήματα σχετικά με τους θεσμούς και τον κοινωνικό φιλελευθερισμό και άρα μπορεί να παράγει αντιπερισπασμούς. Η ΝΔ φαίνεται να θεωρεί ότι το στοίχημα της επόμενης φάσης κρίνεται σχεδόν αυτόματα με την ανάδειξη μιας κυβέρνησης φιλοευρωπαϊκής και φιλοεπενδυτικής που μπορεί να διαπραγματευθεί διεθνώς με αξιοπιστία μια συμφωνία που θα δεσμεύει την Ελλάδα σε μια πολιτική μεταρρυθμίσεων και τους Ευρωπαίους εταίρους σε χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων, και ιδίως σε μείωση του επιδιωκόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος ήδη από το 2019 στο επίπεδο που έχει συμφωνηθεί για μετά το 2023, δηλαδή στο σχεδόν 2 % .
Υπάρχει δυστυχώς μειωμένη επίγνωση των προκλήσεων και των κινδύνων. Του τρόπου με τον οποίο ναρκοθετήθηκε η περίοδος μετά το 2019 εξαιτίας των τραγικά εσφαλμένων εκτιμήσεων και χειρισμών, των παλινωδιών και των άτακτων υποχωρήσεων της περιόδου που άρχισε το 2015. Όλοι σχεδόν αποδέχονται ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έκανε ριζική στροφή προς την ευρωπαϊκή και δυτική κανονικότητα, ενώ το μόνο σίγουρο έως το τέλος του έργου είναι ότι έκανε στροφή προς μια απροκάλυπτα υδραργυρική αντίληψη της πολιτικής, με μόνο κριτήριο την παράταση της νομής της εξουσίας χωρίς κανένα αξιακό ή ιστορικό φραγμό. Από τη δική της δε πλευρά η ΝΔ προσλαμβάνει ως ενόχληση το γεγονός ότι μια κυβέρνηση σα τη σημερινή εκπροσωπεί διεθνώς τη χώρα. Η ΝΔ έχει ως στόχο τη νίκη στις επόμενες εκλογές, όποτε γίνουν, αλλά αδυνατεί να παρουσιάσει ένα προγραμματικό πλαίσιο αποδοχής ευρύτερης από τα κομματικά της όρια που να δίνει απάντηση και στην ανάγκη να συγκεντρωθούν αυξημένες πλειοψηφίες για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και για την ψήφιση ενός ισορροπημένου εκλογικού νόμου που ανταποκρίνεται στις νέες πολιτικές συνθήκες.
Ζητήματα όπως η προοπτική του τραπεζικού συστήματος, η εθνική αποταμίευση, η μεταρρυθμιστική πανστρατιά, η ανάγκη να αποκτήσει η χώρα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, η κάλυψη του τεράστιου επενδυτικού κενού δεν βρίσκουν τη θέση τους στον πολιτικό διάλογο ή τη βρίσκουν μόνο με τη μορφή γενικόλογων διακηρύξεων. Οι πολλαπλές και αλληλένδετες προϋποθέσεις για μια «Ελλάδα μετά», προϋποθέσεις κοινωνικές, νοοτροπιακές, θεσμικές, δημοσιονομικές, χρηματοοικονομικές συζητούνται ελάχιστα. Σε μια χώρα που πρέπει να επανέλθει στην κανονικότητα του κράτους μέλους της ευρωζώνης, να καλύψει το χαμένο έδαφος και ταυτοχρόνως να αναμετρηθεί με τις νέες προκλήσεις της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και της επόμενης φάσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αυτό είναι καταλυτική αδυναμία.
Αυτές οι προκλήσεις είναι τόσο συγκεκριμένες, πρακτικές, επείγουσες και αντιφατικές που δεν μπορούν να υπαχθούν εύκολα στην αξιακή και προγραμματική τυπολογία που είχε ως βασικό άξονα τη διάκριση αριστεράς - δεξιάς. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες διέρχονται μια περίοδο κρίσης που δεν αφορά μόνο την απασχόληση, τη θέση στην παραγωγική διαδικασία, το εισοδηματικό επίπεδο και τη δυνατότητα ανέλιξης, αλλά ζητήματα εθνικής ταυτότητας και ασφάλειας και ταυτοχρόνως διάχυτης αντισυστημικότητας. Στην Ελλάδα της κρίσης η αντιμνημονιακή δημαγωγία ανέδειξε μορφές εθνικολαϊκισμού, οι επιπτώσεις των οποίων δεν έχουν ακόμη εξαντληθεί. Η ελληνική κοινωνία προσέλαβε τη δύσκολη προσαρμογή (χωρίς εθνική καταστροφή αλλά με δραστική μείωση εισοδημάτων και αύξηση της ανεργίας ) όχι ως βαθιά ήττα του κυρίαρχου κοινωνικού και ανθρωπολογικού μοντέλου της Μεταπολίτευσης, αλλά ως ήττα του λεγόμενου παλιού πολιτικού συστήματος. Γιαυτό και η αλλαγή του πολιτικού συστήματος έγινε με κολοβό και δυσανάλογο τρόπο: αποδιάρθρωση του ΠΑΣΟΚ, διάσωση της ΝΔ σε μικρότερο εκλογικό επίπεδο, ενίσχυση των ποικίλων εκδοχών αντισυστημικής έκφρασης και εκκρεμότητα ως προς την οριστική ταξινόμηση του ΣΥΡΙΖΑ και τη μορφή που θα έχει - αν έχει - ένας διπολισμός μικρότερου συνολικού αθροίσματος. Και όλα αυτά χωρίς να έχουμε φτάσει ακόμη στο τέλος της περιόδου δοκιμασίας.
Τον Ιούνιο του 2015, όταν διατύπωσα την πρόταση που αποδέχθηκε ομόφωνα το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, η εικόνα διαφαινόταν αλλά δεν είχε ακόμη αποκρυσταλλωθεί. Δεν είχαμε ακόμη ούτε το δημοψήφισμα, ούτε τη στροφή και τη συμφωνία της 12.7.2015, ούτε τα όσα ακολούθησαν. Όσα ακολούθησαν επιβεβαίωσαν πλήρως τις εκτιμήσεις μας. Ήταν από τότε προφανές ότι έπρεπε να επινοηθεί ξανά η φύση και ο ρόλος της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης που καλείται να απαντήσει σε πλήθος προκλήσεων εγχώριων, ευρωπαϊκών και διεθνών. Προκλήσεων συγκυριακών και διαρθρωτικών. Αξιακών και προγραμματικών. Θεμελιώδης όμως πρόκληση ήταν και είναι η ολοκλήρωση της συμβολής στην εθνική προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης.
Πρότεινα συνεπώς, υπό τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, η προοδευτική δημοκρατική παράταξη να διεκδικήσει το μεγαλύτερο δυνατό εύρος, δηλαδή το προοδευτικό Κέντρο. Να κινηθεί διευρύνοντας το δυνητικό της ακροατήριο, όπως η ΝΔ απευθυνόμενη στη λεγόμενη Κεντροδεξιά και όπως επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ καταχρώμενος της έννοιας της Κεντροαριστεράς. Πρότεινα να υπερβούμε σε εθνικό επίπεδο την κρίση της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που είναι ένας αστερισμός κρίσεων εθνικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ανάλογα με τη φάση στην οποία βρίσκεται ο εκλογικός κύκλος σε κάθε χώρα και με τη θέση που κατέχει κάθε κόμμα στην κυβέρνηση, ως πρώτος ή δεύτερος εταίρος, ή στην αντιπολίτευση. Αν και το μεγάλο ζήτημα είναι η δυσκολία της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας που ισχυροποιήθηκε υπό συνθήκες δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, να ανταποκριθεί στις αλλαγές που επέφερε η τρίτη και πολύ περισσότερο στις ραγδαίες προκλήσεις της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και της ταυτοτικής κρίσης των δυτικών κοινωνιών.
Προϋπόθεση ήταν και είναι να διαμορφωθεί μια ενιαία, έντιμη και ολοκληρωμένη αφήγηση για το πώς φτάσαμε στη δοκιμασία της περιόδου που άρχισε το 2010 και για την αγωνιώδη προσπάθεια στην οποία πρωτοστάτησε η παράταξη την περίοδο 2010-2015. Χωρίς τις αμφιθυμίες, τα συμπλέγματα και τις αντιφάσεις που δεν επέτρεψαν να υπερασπιστούμε στην ελληνική κοινωνία την προοδευτική μεταρρυθμιστική πολιτική που παρ’ όλα αυτά υπηρετήσαμε και το τεράστιο κόστος της οποίας καταβάλαμε.
Προϋπόθεση ήταν και είναι να συμφωνήσουμε ότι δεν υπάρχει κομματικός πατριωτισμός διαφορετικός από τον εθνικό πατριωτισμό και τις ιστορικές του προτεραιότητες.
Προϋπόθεση ήταν και είναι να μείνουμε σταθεροί στην επιλογή της καθαρής γλώσσας που λέει τα πράγματα με το όνομα τους γιατί δεν υπάρχει πλέον ούτε η ανάγκη ούτε η δυνατότητα πολυσυλλεκτικών πλειοψηφικών συμβιβασμών από τους οποίους μας απάλλαξε η δοκιμασία της κρίσης.
Επέμεινα στη σημασία που έχει η ικανότητα της δημοκρατικής παράταξης να έχει την πρωτοβουλία ( για να μη πω τη λέξη ηγεμονία ) του εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης και της οριστικής εξόδου από την κρίση. Το προγραμματικό και πολιτικό αυτό πλεονέκτημα αντισταθμίζει την επιρροή του εκλογικού συστήματος και την πίεση του διπολισμού ιδίως όταν αυτός είναι περιορισμένου μεγέθους.
Αυτά είναι τα στοιχεία που μπορούν κατά την άποψή μου να επανατοποθετήσουν την προοδευτική δημοκρατική παράταξη στο επίκεντρο των εξελίξεων υπέρ του τόπου και του γενικού συμφέροντος του ελληνικού λαού. Αντιθέτως οι αμφιθυμίες, οι συμψηφισμοί, οι αποσιωπήσεις, η αδυναμία ή η άρνηση υπεράσπισης των ιστορικών επιλογών της παράταξης, η πρόταξη του κομματικού πατριωτισμού σε σχέση με τις προφανείς εθνικές προτεραιότητες, οι υπαινιγμοί που δημιουργούν την εικόνα ενός χώρου μειωμένης ευθύνης που φλερτάρει με πολιτικά αδιέξοδα και μικροεκβιασμούς, και κυρίως η υποβάθμιση του υπεύθυνου και ολοκληρωμένου προγραμματικού λόγου χάριν της κομματικής εσωστρέφειας ή ακόμη χειρότερα χάριν δημαγωγικών ή «συνδικαλιστικών» υποσχέσεων παλαιοκομματικού τύπου αλλά μικρής πλέον κλίμακας δεν αναδεικνύει μια αξιόπιστη συλλογική φυσιογνωμία.
Η οργανωτική ενότητα του χώρου είναι βασική προϋπόθεση. Πρόκειται για σημαντική εξέλιξη. Την επιδιώξαμε σταθερά από το 2012 και χαίρομαι γιατί αυτό έγινε αντιληπτό και από εκείνους που μεταξύ 2012 και 2017 δοκίμασαν διάφορες επιλογές. Η οργανωτική ενότητα είναι όμως όρος αναγκαίος αλλά όχι επαρκής.
Με την ολοκλήρωση αυτής της φάσης της διαδικασίας ελπίζω ότι θα δοθεί η έμφαση που πρέπει στα ουσιαστικά πολιτικά και προγραμματικά ζητήματα. Στα εθνικά, ιστορικά και αξιακά προτάγματα της εποχής μας, που μας οδηγούν σε υπεύθυνες, ευθείες και ολοκληρωμένες απαντήσεις στα επίμονα πρακτικά ερωτήματα για την «Ελλάδα μετά».