Οι εκλογές δεν λύνουν το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ
Οι 210.000 άνθρωποι που εκτιμάται πως προσήλθαν στις κάλπες χθες να ψηφίσουν για την ανάδειξη του ηγέτη στο «νέο προοδευτικό φορέα», δεν είναι άγνωστοι στον ευρύτερο χώρο. Αποτελούν μία μικρή ανασυσπείρωση των απολωλότων προβάτων ενός άλλοτε μεγάλου κόμματος, με τον πιο καθοριστικό ρόλο στο πολιτικό τοπίο της μεταπολίτευσης.
Ως εκ τούτου, δεν είναι τυχαίο που οι φιναλίστ του δεύτερου γύρου προέρχονται από το «σκληρό» ΠΑΣΟΚ και όχι από τα αποκυήματα των απανωτών προσπαθειών να αντικατασταθεί το κατακρημνισμένο κόμμα στον χώρο του κέντρου από κάτι καινούργιο και διευρυμένο προς τα δεξιά, προσπάθειες τις οποίες εκπροσωπούσαν ο Σταύρος Θεοδωράκης και ο Γιώργος Καμίνης στον χθεσινό στίβο.
Η πρωτιά της Φώφης Γεννηματά υπήρξε αβίαστη. Εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους υποψηφίους που έπρεπε να αποδείξουν την επικαιρότητά τους, η ίδια η πορεία της σημερινής αρχηγού της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ήταν αυτή που έφερε τους οπαδούς στις κάλπες – όπως είχε κάνει και την προηγούμενη φορά, τον Σεπτέμβριο του 2015, όταν κατάφερε να ανεβάσει τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ που ακολουθούσαν καθοδικές τάσεις για πέντε ολόκληρα χρόνια, αλλά και να παράγει στοιχειώδεις συναινέσεις ανάμεσα στις διάφορες πτέρυγες που ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο του κόμματος.
Ο δε Νίκος Ανδρουλάκης που θα κονταροχτυπηθεί μαζί της στον δεύτερο γύρο, θεωρήθηκε πως εκφράζει τις πιο δεξιές πλευρές του ΠΑΣΟΚ, σε σημείο να ταυτίζεται από τον κόσμο του κόμματος με τη συνέχεια της πορείας που χάραξε ο Βαγγέλης Βενιζέλος. Οι υποστηρικτές του 38χρονου ευρωβουλευτή εκφράζουν την επιθυμία για ένα διακριτικό ρετούς στο πολιτικό προφίλ του ΠΑΣΟΚ, χωρίς ουσιώδεις τομές με την πρόσφατη πορεία του.
Αυτή η αντίληψη ίσως όμως να αδικεί τον Νίκο Ανδρουλάκη. Στην πραγματικότητα, το φάσμα αριστερών-δεξιών υποψηφίων είναι κάπως άκυρο στην προκειμένη περίπτωση, καθώς πέρα από τις διακυμάνσεις στη θέρμη με την οποία θα δέχονταν μία κυβερνητική συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία, οι εννέα υποψήφιοι δεν έχουν εκφράσει κάποια ουσιώδη διαφορά σε επίπεδο πολιτικών θέσεων. Η τωρινή κούρσα έβαλε στην αντιπαράθεση πολιτικά ύφη και στυλ, αντί για προγράμματα, πλατφόρμες και ιδεολογίες.
Για ένα κόμμα εκ γενετής αρχηγικό, αυτό δεν προκαλεί εντύπωση. Η πολιτική παιδεία του ΠΑΣΟΚ ζυμώθηκε υπό την απόλυτη παντοδυναμία του Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ ακόμα και ο Κώστας Σημίτης, που ήταν αρχικά ανεπιθύμητος από το μισό του κόμμα, καλλιέργησε τελικώς τη δική του αίρεση, η οποία έγινε κυρίαρχο δόγμα μέσα από διαγραφές, μεταγραφές, αποχωρήσεις ομάδων και καρεκλιές μεταξύ συνέδρων.
Όταν το ΠΑΣΟΚ γκρεμίστηκε από τον θρόνο του και έμεινε χωρίς πολιτική αποστολή, ο χώρος που περίσσεψε αφορούσε μόνο τις παθογένειες: από την αδυναμία διατήρησης των πελατειακών του δικτύων σε καιρούς λιτότητας μέχρι τους ηγέτες χωρίς ακροατήριο, τα φλέγοντα ζητήματα του κόμματος αδυνατούσαν να φύγουν πέρα από τις έγνοιες του σκληρού πυρήνα.
Εννέα υποψήφιοι και κανένα πρόγραμμα είναι μία αναλογία που θα έπρεπε να προκαλεί προβληματισμό. Ακόμα κι αν οι φιναλίστ της επόμενης Κυριακής ξεκαθάρισαν ότι ο γρίφος της κεντροαριστεράς πρέπει να απαντηθεί εντός του ΠΑΣΟΚ και όχι σε κάτι καινούργιο, αυτό δεν αλλάζει ότι μοναδικό επίδικο αυτής της εκλογής ήταν η θέση του Χαλίφη.
Ο προσωπικός ανταγωνισμός έχει όμως ταβάνι. Πέρα απ’ το να επικυρώσουν την υπεροχή τους έναντι των αντιπάλων τους, οι υποψήφιοι της κούρσας δεν έχουν καταφέρει να παρουσιάσουν τίποτα συμπαγές και συγκεκριμένο, που να δικαιολογεί την ύπαρξη ενός χωριστού ΠΑΣΟΚ που δεν υπάγεται στη Νέα Δημοκρατία ή τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όποιος κι αν είναι ο νικητής της ερχόμενης Κυριακής, μόλις καθίσει ο θόρυβος της υπέρμετρης φιλοδοξίας των υποψηφίων, θα δει ότι οι 210.000 άνθρωποι που προσήλθαν στις κάλπες δεν ενισχύουν, αλλά καθιστούν πιο ετοιμόρροπο ένα εγχείρημα που πατάει σε σαθρά πολιτικά θεμέλια.