Δύο τάσεις συγκρούονται μέσα στην κυβέρνηση και στον ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή το σκάνδαλο της Novartis. Από τη μια βρίσκονται οι απόλυτοι και επιθετικοί, που έχουν τη βάση τους στο Μέγαρο Μαξίμου και θεωρούν ότι η Προκαταρκτική Επιτροπή, που αναμένεται να συσταθεί μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα, θα πρέπει να εξαντλήσει τα περιθώρια έρευνας, και από την άλλη οι μετριοπαθείς, που επιθυμούν να ξαναστείλουν τάχιστα τη δικογραφία στη δικαιοσύνη, καθώς θεωρούν ότι τα περισσότερα αδικήματα έχουν παραγραφεί.

Σύμφωνα με πληροφορίες, τόσο ο Πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης όσο και βουλευτές που προέρχονται από τον χώρο της δικαιοσύνης διαφωνούν με το να μπει στην ουσία της υπόθεσης η Προκαταρκτική Επιτροπή, καθώς τα περισσότερα αδικήματα (απιστία, δωροδοκία) έχουν παραγραφεί και, άρα, η υπόθεση θα πρέπει να επιστρέψει στην αρμόδια εισαγγελέα Ελένη Τουλουπάκη, προκειμένου να διερευνήσει το ξέπλυμα «βρώμικου» χρήματος.

Με την άποψη αυτή έχει συνταχθεί και μια ομάδα βουλευτών που προέρχεται από την επαρχία και εμφανίζεται διστακτική στο να ψηφίσει την παραπομπή δύο πρώην πρωθυπουργών, του εν ενεργεία Ελληνα κεντρικού τραπεζίτη και του Ελληνα επιτρόπου στην Ε.Ε.

Στις συνεδριάσεις του Πολιτικού Συμβουλίου που έγινε, μάλιστα, την προηγούμενη εβδομάδα παρουσία του πρωθυπουργού, όλοι αυτοί οι προβληματισμοί συζητήθηκαν αναλυτικά, καθώς κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκαν να θυμίζουν ότι «το 1989 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έστησε μαζί με τον Χαρίλαο Φλωράκη και τον Λεωνίδα Κύρκο ειδικό δικαστήριο για τον τότε πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, αλλά στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση ο Ανδρέας Παπανδρέου βγήκε νικητής».

ΑΛΛΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

Η απάντηση σε αυτό το επιχείρημα ήταν ότι οι συνθήκες σήμερα είναι διαφορετικές, αφού η χώρα έχει περάσει οκτώ σκληρά χρόνια Μνημονίων και στην κοινή γνώμη κυριαρχεί η πεποίθηση ότι υπήρξε κατασπατάληση δημόσιου χρήματος.

Πολύ, δε, περισσότερο που, σύμφωνα με τη δικογραφία, κάποιοι από τους υπουργούς κατηγορούνται ότι εν μέσω Μνημονίων «εξυπηρετούσαν» τη Novartis. Ο πρόεδρος της Βουλής, πάντως, που ανήκει στην ομάδα των μετριοπαθών, μέχρι και την τελευταία στιγμή ήθελε να αποφύγει τη σύσταση της Προκαταρκτικής Επιτροπής και ζητούσε η υπόθεση να πάει στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί κατά πόσον έχουν παραγραφεί τα αδικήματα.

Ακόμα, οι πιο επιφυλακτικοί στη διαχείριση του θέματος εξέφραζαν ανοικτά τη διαφωνία τους για τον τρόπο που η κυβέρνηση χειρίστηκε το όλο ζήτημα λέγοντας ότι ούτε ο Δημ. Τζανακόπουλος έπρεπε να πάει στην Εισαγγελία ούτε ο Παύλος Πολάκης να πει ότι γνωρίζει τους προστατευόμενους μάρτυρες, δημιουργώντας, έτσι, σύγχυση. Πληροφορίες, ωστόσο, αναφέρουν ότι η κίνηση Τζανακόπουλου δεν οφείλεται σε κακό χειρισμό του Μεγάρου Μαξίμου, αλλά, αντίθετα, σε καλά μελετημένη κίνηση, καθώς ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας ήθελε να στείλει μήνυμα προς όλες τις πλευρές ότι η υπόθεση θα φτάσει μέχρι τέλους.

Σε ό,τι αφορά τους βουλευτές που πολιτεύονται στην επαρχία και εμφανίζονται επιφυλακτικοί στο να παραπέμψουν τους πρώην πρωθυπουργούς και κάποια από τα κορυφαία στελέχη που εμπλέκονται, το επιχείρημά τους είναι ότι η υπόθεση θα πρέπει να είναι απόλυτα δεμένη, καθώς οι ίδιοι απευθύνονται σε μικρές κοινωνίες, που συνήθως εμφανίζονται διστακτικές σε τέτοιου είδους σκάνδαλα.

Επιπλέον, οι ίδιοι βουλευτές λένε ότι η Βουλή δεν έχει τα απαραίτητα εργαλεία για να φέρει σε πέρας μια έρευνα για μια τόσο μεγάλη υπόθεση, καθώς δεν μπορεί να ζητήσει ούτε καν το άνοιγμα ενός λογαριασμού

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, ωστόσο, υπήρξαν δύο γεγονότα που άμβλυναν τις επιφυλάξεις και των πλέον διστακτικών. Κατ’ αρχάς, η δημόσια παραδοχή του βουλευτή της Ν.Δ. και πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας Μάριου Σαλμά, ο οποίος ομολόγησε ότι από το 2014 είχε κληθεί στην Αμερική από δικηγορικό γραφείο (σ.σ.: το οποίο συνεργαζόταν με το FBI), προκειμένου να επιβεβαιώσει καταγγελίες που είχαν γίνει για το σκάνδαλο της Novartis. Οσα είπε δημοσίως, όπως επισημαίνουν στην κυβέρνηση, «στην πραγματικότητα ακύρωσαν την επιχειρηματολογία της Ν.Δ. ότι η υπόθεση είναι στημένη από την κυβέρνηση».

Το δεύτερο γεγονός έχει να κάνει με την ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία, σύμφωνα με το Μέγαρο Μαξίμου, έμμεσα αμφισβήτησε την επιχειρηματολογία του Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος είχε αμφισβητήσει τη δικαστική διαδικασία και την αξιοπιστία των μαρτυρικών καταθέσεων.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», 16-02-2018