Διττό στόχο επιδιώκει να επιτύχει το Μαξίμου μέσω της ανακίνησης του θέματος της αναθεώρησης του συντάγματος. Πρώτον, να δημιουργήσει νέο κυβερνητικό αφήγημα, αφού όλα τα άλλα που έχει χρησιμοποιήσει έχουν ατονήσει ή εκφυλιστεί. Δεύτερον, να θεμελιώσει καλύτερες σχέσεις με το Κίνημα Αλλαγής, καθώς η κ. Φώφη Γεννηματά είναι αυτή που ανακίνησε το συγκεκριμένο θέμα.

Το νέο αυτό αφήγημα, που θα προβληθεί προεκλογικά, δεν θα είναι άλλο από το ότι η αριστερή κυβέρνηση τολμά να αλλάξει τον παλαιό καταστατικό χάρτη της χώρας, ο οποίος «διευκόλυνε» τα συμφέροντα πολιτικών αλλά και της επιχειρηματικής ελίτ σε βάρος των συμφερόντων του λαού.

Ο κ. Τσίπρας πιστεύει ότι με τις αλλαγές που προτείνει -και οι οποίες πάντως δεν συνιστούν καμιά πρωτοτυπία, δεδομένου ότι και η αξιωματική αντιπολίτευση έχει προτείνει τις ίδιες ή ανάλογες θέσεις- θα ικανοποιήσει το κοινό αίσθημα, επικαλούμενος ότι με αυτές κατοχυρώνει ουσιαστικώς τα συμφέροντα της κοινωνίας. Έτσι, η επιχειρηματολογία αυτή θα είναι συμπληρωματική των άλλων, περί εξόδου από τα μνημόνια και ελάφρυνσης του χρέους, με τις οποίες θέλει να πάει στην εκλογική αναμέτρηση.  

«ΛΑΪΚΗ ΕΝΤΟΛΗ»

Την τακτική του αυτή το Μαξίμου θα ήθελε να την πλαισιώσει με τη λαϊκή συμμετοχή στη διαμόρφωση του νέου συντάγματος, όπως είχε αφήσει να φανεί ο πρωθυπουργός. Όμως αυτό αποτελεί μια «θεσμικά επικίνδυνη διαδικασία», όπως είχε σε ανύποπτο χρόνο επισημάνει, με ανάλογη αφορμή, ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος.

Ο οποίος, όπως έγραψαν στο προηγούμενο φύλλο τους τα «Π», δεν πρόκειται να συγκατανεύσει στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, καθώς σε ανύποπτο χρόνο και με ανάλογη αφορμή είχε δικαιολογήσει με επιχειρήματα τη σαφή αντίθεσή του σε μια τέτοια διαδικασία.

Μάλιστα, την ίδια επιχειρηματολογία λίγα χρόνια μετά είχε επικαλεστεί και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, με την ιδιότητα του συνταγματολόγου. Για ποιον λόγο όμως ο κ. Τσίπρας προέβαλε την αναγκαιότητα ενός δημοψηφίσματος;

-Πρώτον, διότι έτσι αποσκοπεί στον ουσιαστικό αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης εν μέσω των μεγάλων προβλημάτων, εξωτερικών και οικονομικών, που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση.

-Δεύτερον, αν επιτύγχανε τη διεξαγωγή του, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα το μετέφραζε ως «επικύρωση» από την κοινωνία των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να ερμηνευθεί ενδεχόμενη συμφωνία των πολιτών επί των αυτονόητων αλλαγών ως οιονεί λαϊκή ψήφος εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, σε μια περίοδο που φαίνεται ότι ο λαός την εγκαταλείπει.  

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ

Υπενθυμίζεται ότι σε δύο φάσεις πέρυσι είχε διενεργηθεί ένας διάλογος με τους πολίτες, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, για τη συνταγματική αναθεώρηση - πάλι ως διαδικασία αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης. Ένα πρώτο συμπέρασμα από τον «διάλογο» αυτόν ήταν ότι επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις Βενιζέλου, πως αυτός διεξάγεται με απολύτως αδιάφορη την κοινωνία, αποσπασματικά, υπεραπλουστευτικά, με γενικόλογες ερωτήσεις, που ζητούν μονολεκτικές και ασύνδετες απαντήσεις σε ζητήματα με τεράστιο ιστορικό και πολιτειακό βάθος.

Έτσι, για παράδειγμα, για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διαπιστώθηκε μια σημαντική απόκλιση μεταξύ της επιστημονικής κοινότητας και των πολιτών - που είναι φυσικό να μη γνωρίζουν λεπτομέρειες ως προς τη λειτουργία του πολιτεύματος. Η διχογνωμία αφορούσε την αύξηση των αρμοδιοτήτων του προέδρου και την άμεση εκλογή του.

Στο μόνο σημείο που διαπιστώθηκε σύγκλιση ήταν στην αποσύνδεση της εκλογής του προέδρου από την αναγκαστική προσφυγή στις κάλπες, όταν η διαδικασία αποτυγχάνει να αναδείξει πρόεδρο. Επίσης, υπήρξε σύγκλιση για τον περιορισμό των θητειών των βουλευτών, ενώ για τον διαχωρισμό Εκκλησίας και κράτους διαπιστώθηκε μεν η ανάγκη επανακαθορισμού των σχέσεών τους, αλλά όχι διαχωρισμού.

Αντιρρήσεις, επίσης, είχαν εκφραστεί από την επιστημονική κοινότητα, αλλά και από τους πολίτες, για τη σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ασφαλώς, ορισμένες από τις ιδέες του διαλόγου εκείνου μπορεί να συμπεριλαμβάνονται στις κυβερνητικές προτάσεις.

Είναι όμως εμφανές ότι, ακριβώς επειδή ο «διάλογος» εκείνος δεν έβγαλε και τα συμπεράσματα που θα ήθελε απολύτως η κυβέρνηση, ρίχνει το βάρος της ευθύνης των αναθεωρητέων διατάξεων στις πλάτες του λαού. Έτσι, η σκοπιμότητα, πέραν των τυχόν άλλων, ενός δημοψηφίσματος για τις αναθεωρητέες διατάξεις έγκειται και στην απαλλαγή της κυβέρνησης από τον εγκλωβισμό στις ιδεοληψίες της, που της απαγορεύουν να προχωρήσει σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις, καλυπτόμενη πίσω από τη λαϊκή ετυμηγορία.  

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», Σάββατο 21 Απριλίου 2018