Με σκληρή γραμμή κατά των δανειστών οι ευρωβουλευτές της ΝΔ
Πυρά κατά Μοσκοβισί και Σεντένο
Οι ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας κ. Μανώλης Κεφαλογιάννης, κυρία Μαρία Σπυράκη, κυρία Ελίζα Βόζεμπεργκ, κ. Γιώργος Κύρτσος και κ. Θεόδωρος Ζαγοράκης, κατά τη συζήτηση που διεξήχθη στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, παρουσία του Πρόεδρου του Eurogroup, κ. Μάριο Σεντένο, υπογράμμισαν ότι οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία και την λήξη του προγράμματος δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα και κατάσταση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο ελληνικός λαός επί καθημερινής βάσης.
Οι ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας τόνισαν μάλιστα, ότι η Ελλάδα χρειάζεται να προσελκύσει άμεσα ξένες επενδύσεις, να καταστεί εφικτή η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και, προπάντων, να επιστρέψει η χώρα στην ανάπτυξη με τη δημιουργία πολλών νέων θέσεων εργασίας. Τέλος αναφέρθηκαν στην επίσκεψη του Επιτρόπου Μοσκοβισί στην Ελλάδα ο οποίος μίλησε για τέλος των μνημονίων στην Ελλάδα, ενώ είναι προφανές ότι ο νέος μηχανισμός ενισχυμένης εποπτείας είναι επί της ουσίας ένα 4ο κεκαλυμμένο μνημόνιο.
Συγκεκριμένα, οι ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας ανέφεραν τα εξής:
Μανώλης Κεφαλογιάννης:
«Λυπάμαι αλλά πρέπει να το πω. Μπήκαμε για τα καλά σε προεκλογική περίοδο για τις εκλογές. Προχθές στην Αθήνα ο κ. Μοσκοβισί δεν συμπεριφέρθηκε ως αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περισσότερο συμπεριφέρθηκε ως υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή διεκδικώντας τη θέση του κ. Γιούνκερ.
Δεν ξέρω για ποιους λόγους δικούς του υιοθέτησε με ανεπίτρεπτο τρόπο το κυβερνητικό αφήγημα για τάχα καθαρή έξοδο από τα μνημόνια, όπως μας είπε και σήμερα. Αντίθετα, ο κ. Τσίπρας έχει δεσμευτεί για νέα επαχθή μέτρα για τα επόμενα χρόνια.
-Μείωση συντάξεων από το 2019.
-Μείωση αφορολόγητου από το 2020.
-Αύξηση ασφαλιστικών εισφορών σε επαγγελματίες και αγρότες.
-Πλεόνασμα 3,5% μέχρι το 2022 και 2,2% μέχρι το 2060. Μόνο χώρες του ΟΠΕΚ λόγω πετρελαίου μπορούν να επιτύχουν τέτοια αποτελέσματα.
-Υποθήκευση της κρατικής περιουσίας για τα επόμενα χρόνια ύψους 25 δις.
-Και ένα Υπερταμείο το οποίο θα έχει την ευθύνη μέχρι το 2115. Ακόμη για 99 χρόνια.
Κύριε Πρόεδρε, τον Αύγουστο ολοκληρώνεται το τρίτο αχρείαστο μνημόνιο το οποίο στοίχισε πολλά δις στον ελληνικό λόγω της λάθος πολιτικής της αριστερής Κυβέρνησης του κ. Τσίπρα. Τώρα, και διαφωνώ με τον κ. Μοσκοβισί, η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει ένα τέταρτο, κεκαλυμμένο, μνημόνιο. Πείτε μου, δεν είναι μνημόνιο όταν περιλαμβάνει μέτρα 5,1 δισ. ευρώ για τα επόμενα χρόνια; Και ανεβάζει το λογαριασμό στα 14,5 δισ. ευρώ, σχεδόν το 10% του Α.Ε.Π. της Ελλάδος. Δεν χωρούν, λοιπόν πανηγυρισμοί. Πολύ περισσότερο, θριαμβολογίες.
Αυτό που χρειάζεται, είναι μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις στην Ελλάδα. Μόνο έτσι η Ελλάδα θα βγει από τα αδιέξοδά της και τη μεγάλη κρίση την παρατεταμένη που είχε τη δεκαετία του 2010».
Μαρία Σπυράκη:
«Σας ευχαριστώ κ. Πρόεδρε, Πρόεδρε Σεντένο, Επίτροπε Μοσκοβισί. Η ρύθμιση του χρέους είναι ευπρόσδεκτη, αν και καθυστέρησε τρία χρόνια. Αυτή η μεσοπρόθεσμη ρύθμιση του χρέους δεν είναι όμως αρκετή για να φέρει την ανάκαμψη στην Ελλάδα. Τα τελευταία τρία χρόνια η Ελλάδα είδε το τρένο της ανάπτυξης να περνά μπροστά της αλλά δεν επιβιβάστηκε. Η Ελλάδα καθηλώθηκε. Για να ανακάμψει η Ελλάδα χρειάζεται εμπιστοσύνη. Χρειάζεται ξένες επενδύσεις. Χρειάζεται να βελτιωθεί η απόδοση του Δημοσίου Τομέα. Να αρθούν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων. Έχουμε ακόμη capital control κ. Μοσκοβισί, σας το θύμισε ο κ. Φέμπερ την ώρα που πανηγυρίζουμε. Οφείλουμε να αλλάξουμε το μείγμα της φορολογικής πολιτικής που εξοντώνει μικρομεσαίους και ελεύθερους επαγγελματίες. Να αυξήσουμε τα εισοδήματα. Επαναλαμβάνω. Η Ελλάδα χρειάζεται εμπιστοσύνη και σταθερότητα. Και αυτή η Kυβέρνηση αντί να παράξει την απαραίτητη εμπιστοσύνη, δημιουργεί αστάθεια. Οι δύο εταίροι συγκρούονται δημόσια.
Οι Έλληνες πληρώνουν χρόνια το λογαριασμό και οι 8 στους 10 εκτιμούν ότι η χώρα δεν κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Το μετα-προγραμματικό πλαίσιο της διευρυμένης εποπτείας που αποφασίστηκε για την Ελλάδα είναι σαφώς αυστηρότερο και από αυτό της Πορτογαλίας και από αυτό της Ιρλανδίας. Και ο συνάδελφος Ταγκ των Σοσιαλιστών μας θύμισε ότι οι δεσμεύσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι πρωτοφανείς στον κόσμο. Είναι λοιπόν απαραίτητο να αποφεύγουμε τους πανηγυρικούς τόνους. Δεν είναι ανάγκη να ωραιοποιούμε την πραγματικότητα. Η Ελλάδα χρειάζεται μια άλλη ισχυρή Κυβέρνηση. Μια Κυβέρνηση δεσμευμένη στο δικό της πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, το οποίο και θα υλοποιεί. Μια Κυβέρνηση που θα φέρει την σταθερότητα τώρα που η Ελλάδα θα βρεθεί πλέον αντιμέτωπη μόνο με τις αγορές και μόνο με τις επιδόσεις της. Σας ευχαριστώ».
Ελίζα Βόζεμπεργκ:
«Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία, παραπέμπουν στη γνωστή ρήση “οι αριθμοί ευημερούν, αλλά ο λαός υποφέρει”. Κατά γενική παραδοχή οι Έλληνες στα χρόνια της κρίσης έχουν δοκιμαστεί σκληρά και έχουν υποβληθεί σε μεγάλες θυσίες, που όμως δεν έχουν το επιθυμητό αντίκρισμα. Η Ελλάδα υποχρεώνεται εκ νέου σε διαρκή λιτότητα, καθώς καλείται να εμφανίσει υψηλά πλεονάσματα αδιαλείπτως μέχρι το 2060, κάτι που αποτελεί κοινό μυστικό ότι ουδεμία χώρα στα οικονομικά χρονικά έχει πετύχει. Η απόπειρα εξωραϊσμού της κατάστασης δεν αλλάζει την εικόνα της πραγματικής οικονομίας, με τον έναν στους δύο φορολογούμενους να έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία και τον έναν στους τρείς να κινδυνεύει ή να έχει ήδη υποστεί κατάσχεση.
Πώς συμβαδίζει άλλωστε η έκφραση εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία με την υποχρέωση για ενισχυμένη μεταμνημονιακή εποπτεία, συχνούς ελέγχους, σειρά νέων σκληρών μέτρων και χρηματοδοτικό “μαξιλάρι” 24 δισ. ευρώ; Η Ελλάδα χρειάζεται τη στήριξη της Ε.Ε. και των εταίρων της, αλλά και μία Κυβέρνηση που πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις και κυρίως σε ελκυστικό για επενδύσεις φορολογικό περιβάλλον. Μόνο έτσι η οικονομία θα ξεφύγει από τα ανέφικτα υπερπλεονάσματα και την επιδοματική πολιτική και θα οδηγηθεί στο δρόμο της βιώσιμης δυναμικής ανάπτυξης, που θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και παραγωγή πλούτου».
Γιώργος Κύρτσος:
«Θέλω να αξιοποιήσω την παρουσία του κ. Σεντένο για να θέσω ερωτήματα που απασχολούν την ελληνική κοινή γνώμη.
Πρώτον, θα ήθελα να μάθω γιατί εγκαταλείφθηκε η γαλλική πρόταση που συνέδεε τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας με το ύψος των τοκοχρεωλυτικών υποχρεώσεων του ελληνικού Δημοσίου. Ήταν καλή γιατί μείωνε την πίεση στους Έλληνες πολίτες.
Δεύτερον, καλωσορίζω την επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τις αγοραπωλησίες ελληνικών ομολόγων σε ύψος 4 έως 5 δισ. ευρώ. ‘Όμως το ποσό είναι το μισό από αυτό που προβλεπόταν στο δεύτερο πρόγραμμα-μνημόνιο και η διαφορά 4 έως 5 δισ. ευρώ είναι εξαιρετικά πολύτιμη για την ελληνική οικονομία.
Τρίτον, ενώ η ελληνική Κυβέρνηση εφάρμοσε και δεσμεύθηκε να εφαρμοστούν περισσότερα μέτρα από ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί, η Ελλάδα πήρε τελικά 24 δισ. ευρώ λιγότερα από ό,τι προέβλεπε το τρίτο δανειακό πρόγραμμα. Η διαφορά μας κάνει τη ζωή δύσκολη. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει υπολογίσει ότι με 14 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να τακτοποιηθούν το 70% των κόκκινων δανείων και έτσι να βγουν κερδισμένοι δανειολήπτες και οικονομία.
Τέταρτον, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν συμμετέχει στη χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους στέλνοντας το μήνυμα στις αγορές. Το Eurogroup όμως διατηρεί όλα τα νέα μέτρα, μείωση συντάξεων, κατάργηση επιδομάτων, αύξηση φορολογίας, που είχαν συνδεθεί με την παρουσία του Δ.Ν.Τ.
Δημιουργείται έτσι, σε συνδυασμό με την καθυστέρηση στην εφαρμογή των προαπαιτούμενων, μια αξιοπερίεργη κατάσταση με εμάς να συζητάμε το τέλος του προγράμματος και εκατομμύρια Έλληνες πολίτες να ετοιμάζονται να πληρώσουν το λογαριασμό των νέων μέτρων και του ετεροχρονισμού δεκάδων προαπαιτούμενων. Όσο περισσότερο πανηγυρίζουμε για το τέλος του προγράμματος χωρίς να δίνουμε την πρέπουσα σημασία στη δύσκολη οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα, μειώνουμε την αξιοπιστία της Ε.Ε., της Κυβέρνησης και του δημοκρατικού μας συστήματος».
Θεόδωρος Ζαγοράκης:
«Οι συμπολίτες μας αδυνατούν να πιστέψουν ότι η κρίση τελείωσε, διότι κανείς δεν βιώνει μια σημαντική βελτίωση στη τσέπη του, στον οικογενειακό προϋπολογισμό, στην καθημερινότητα του. Η ελληνική οικονομία θα επανέλθει όταν η κοινωνία θα ανασάνει πραγματικά. Όταν θα ενισχυθεί καθοριστικά η πραγματική οικονομία, οι μικρομεσαίες και οικογενειακές επιχειρήσεις και όταν θα γίνουν ουσιαστικές επενδύσεις που θα καταπολεμήσουν την ανεργία και θα δημιουργήσουν δουλειές με ποιοτικές συνθήκες και δίκαιες αμοιβές για τους εργαζομένους. Σήμερα που η ανεργία των νέων παραμένει η υψηλότερη, που η χώρα αποχαιρετά πολίτες της κάθε ηλικίας και εξειδίκευσης που φεύγουν στο εξωτερικό, κανείς δεν δικαιούται να πανηγυρίζει».