Νέα «πυρά» ΚΙΝΑΛ κατά κυβέρνησης για την υπόθεση C4i
«Η Δικαιοσύνη οφείλει να είναι τυφλή και όχι μονόφθαλμη» τονίζουν τα στελέχη του κόμματος
Το Κίνημα Αλλαγής θεωρεί ότι «εξ' αιτίας της ανακοίνωσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προκύπτει θεσμικό ατόπημα της κυβέρνησης, όχι του ιδίου, για την εμπλοκή του Προέδρου της Δημοκρατίας στην αντιπαράθεση για το βούλευμα του C4Ι».
«Στόχος είναι να εξυπηρετηθούν τα μικροπολιτικά παιχνίδια της», τόνισαν τα στελέχη της επικοινωνιακής ομάδας του Κινήματος Αλλαγής στην καθιερωμένη εβδομαδιαία συνάντησή τους με τους δημοσιογράφους, καταλογίζοντας παράλληλα «πολιτικές και δικαστικές ευθύνες», όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά για το ότι δεν διαβιβάστηκε στη Βουλή το επίμαχο βούλευμα.
«Δεν δικάζουμε, ούτε καταδικάζουμε κανένα. Θέλουμε να εφαρμοστεί το Σύνταγμα που προβλέπει ότι αμελλητί πηγαίνει στη Βουλή η σχετική δικογραφία όταν αφορά πολιτικά πρόσωπα», υπογράμμισε ο εκπρόσωπος Τύπου, Παύλος Χρηστίδης, επισημαίνοντας ότι οι ενέργειες του Κινήματος Αλλαγής δεν αφορούν στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Τα στελέχη του Κινήματος Αλλαγής πρόσθεσαν ότι επιθυμία είναι να λάμψει η αλήθεια και πως στη Βουλή θα πρέπει να πάει, κατά τη συνταγματική επιταγή, και οποιαδήποτε άλλη περίπτωση όπως η κατάθεση τού νέου μάρτυρα για την απόφαση ανάθεσης του C4i, όπως έγινε χθες γνωστό. «Δεν μπορεί να ζητείται άνοιγμα των λογαριασμών του κ. Σημίτη και όχι των υπουργών της κυβέρνησης Καραμανλή», τόνισαν τα στελέχη του Κινήματος Αλλαγής.
Σχετικά με το ότι ερευνήθηκε το θέμα, κατά τη διαδικασία της Εξεταστικής Επιτροπής για τη SIEMENS το 2011, το επικοινωνιακό επιτελείο του Κινήματος Αλλαγής διευκρίνισαν ότι το πόρισμα ζητούσε από τη Δικαιοσύνη να διερευνήσει περαιτέρω το θέμα.
«Από την έρευνα της Δικαιοσύνης το 2017, προέκυψε το βούλευμα και ρωτάμε γιατί δεν πήγε στη Βουλή», επισήμαναν τα στελέχη του Κινήματος Αλλαγής.
Σχετικό, μάλιστα, ενημερωτικό σημείωμα του Κινήματος Αλλαγής αναφέρει:
«Η Δικαιοσύνη οφείλει να είναι τυφλή και όχι μονόφθαλμη. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να ανεχθούμε κανένα παραθεσμικό σύστημα που πλήττει τη Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία. Οι πολίτες πρέπει να αισθάνονται βέβαιοι ότι το Κράτος Δικαίου λειτουργεί και πως όποιος έχει βάλει "το δάχτυλο στο μέλι" θα τιμωρηθεί.
Ζητήσαμε και επιμένουμε να απαντηθούν συγκεκριμένα ερωτήματα σε σχέση με τον επιλεκτικό χειρισμό των δικογραφιών.
Η Κυβέρνηση δεν έχει ακόμα απαντήσει. Αντί γι αυτό, με τη χθεσινή θλιβερή ανακοίνωση, διολισθαίνει σε πολύ σοβαρό θεσμικό ατόπημα, βάζοντας, με δική της ευθύνη, στο "κάδρο" τον ΠτΔ.
Το υπ' αριθ. 1732/2017 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών εκδόθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 2017. Αντικείμενό του είναι οι τροποποιήσεις της αρχικής συμφωνίας που επέτρεψαν την -τμηματική αρχικά- παράδοση υποσυστημάτων του C4I και, τελικά, διευκόλυναν τη διεκδίκηση από την αμερικανική εταιρεία SAIC και τον υπεργολάβο της, SIEMENS, της αμοιβής για το σύνολο του πακέτου (το οποίο, σημειωτέον, δεν χρησιμοποιήθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες λόγω τεχνικών προβλημάτων).
Με το επίμαχο βούλευμα παραπέμπονται σε δίκη μη πολιτικά πρόσωπα (στελέχη της SIEMENS και της SAIC, καθώς και κρατικοί αξιωματούχοι) για πράξεις που περιλαμβάνουν -μεταξύ άλλων- τη δωροδοκία και τη διακίνηση "βρώμικου χρήματος". Η δίκη των μη πολιτικών προσώπων έχει ήδη ξεκινήσει στο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών.
Το βούλευμα δεν θέτει στο στόχαστρό του την αρχική σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της εταιρείας SAIC (με υπεργολάβο τη SIEMENS) που υπογράφηκε το 2003. Το αντίθετο: Το βούλευμα ρητώς αναφέρει ότι η ζημία των 147 εκατ. ευρώ προκλήθηκε από τη μεταγενέστερη απόφαση των Υπουργών της Κυβέρνησης Κ.Καραμανλή να τροποποιήσουν την αρχική σύμβαση, απαλείφοντας θετικές ρήτρες υπέρ του Δημοσίου που αυτή περιείχε, για να μπορέσουν εν τέλει να παραλάβουν ανεπιφύλακτα το σύστημα C4I παρά την τεχνική του ακαταλληλότητα.
Η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής (2010-2011) παρέπεμψε τη διερεύνηση της όλης υποθέσεως στη Δικαιοσύνη, κατά το λόγο της αρμοδιότητάς της, για την απόδοση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών σε πολιτικά πρόσωπα.
Από εκείνο το σημείο και μετά, εφ' όσον η Δικαιοσύνη ανεύρισκε ενδεχόμενη εμπλοκή πολιτικών προσώπων σε εκκρεμή υπόθεση, θα έπρεπε να αποστείλει "αμελλητί" (άρθρο 86 Σ.) τη δικογραφία στη Βουλή για να αποφασισθεί η κίνηση ή μη ποινικής δίωξης. Κάτι τέτοιο, εν προκειμένω, ουδέποτε συνέβη.
Προκύπτουν λοιπόν κρίσιμα ερωτήματα:
-Γιατί δεν γνωστοποιήθηκε στη Βουλή η υπόθεση, την ώρα που υπάρχει ευθεία και ρητή αναφορά σε πολιτικά πρόσωπα, όχι σε μαρτυρίες "κουκουλοφόρων" μαρτύρων, αλλά σε επίσημο δικαστικό βούλευμα;
-Γιατί από τη μία, η Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες αρκείται να χρησιμοποιεί ως αφετηρία δημοσιεύματα εφημερίδων ή φληναφήματα ενός κατάδικου και από την άλλη, αγνοεί προκλητικά ένα επίσημο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών;»