Τι αφήνει πίσω της η επίσκεψη της καγκελαρίου Μέρκελ
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η συνάντηση με τον Κυρ. Μητσοτάκη, στον οποίο δόθηκε η ευκαιρία να περιγράψει τη στρατηγική της Ν.Δ.
Η περίπου 24ωρη επίσκεψη της Αγκ. Μέρκελ στην Αθήνα ήταν διαφορετική τόσο ως προς το ύφος όσο και ως προς τα μηνύματα σε σχέση με τις επισκέψεις της στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια. Σε αυτήν τη φάση, η παρουσία της είχε τον χαρακτήρα της καγκελαρίου της Γερμανίας και όχι της επικεφαλής της ηγεμονικής δύναμης της Ευρώπης. Αυτός είναι ο σχολιασμός έμπειρων διπλωματικών κύκλων λίγη ώρα μετά την αναχώρηση Μέρκελ από το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος».
Φυσικά και η συγκυρία είναι διαφορετική, αφού πλέον η Ελλάδα, τουλάχιστον τυπικά, βρίσκεται εκτός Μνημονίων, ενώ η υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τα Κοινοβούλια των δύο χωρών, που, παρά τις δυσχέρειες, θεωρείται διασφαλισμένη, διαμορφώνει ένα πρόσχαρο κλίμα στο Βερολίνο, αλλά και σε όλες τις ευρωπαϊκές δομές. Η επίσκεψη Μέρκελ -κρίνοντας από το περιεχόμενο όλων των σημαντικών συναντήσεων που εξελίχθηκαν αρχικά με τον πρωθυπουργό, το πρωί της Παρασκευής με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη συνέχεια το μεσημέρι με τον επικεφαλής της αντιπολίτευσης- κινήθηκε σε τέσσερις βασικούς άξονες. Πρώτον, στην ενθάρρυνση και στα θερμά λόγια υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών για την επίλυση της χρονίζουσας διαφοράς για το Σκοπιανό. Κάτι αναμενόμενο, που όμως απέκτησε επιπλέον ενδιαφέρον, αφού η Γερμανίδα καγκελάριος αποκάλυψε τις ειδικές προτεραιότητες του Βερολίνου για τη Βαλκανική και την υποκατάσταση της απομάκρυνσης πλέον της Βρετανίας με την ένταξη των βαλκανικών χωρών, ειδικά των Δυτ. Βαλκανίων, στην Ενωση.
Ηδη αναφέρεται η εν λόγω στρατηγική, που περιλαμβάνει όχι μόνον τα Σκόπια, αλλά και την Αλβανία και στη συνεχεία τη Σερβία, ως μια νέα «Ostpolitik», που θα συγκροτήσει έναν γεωπολιτικό και οικονομικό ζωτικό χώρο για τη Γερμανία, ενοποιώντας αυτόν και τις παραποτάμιες διαδρομές του Δούναβη από τη θάλασσα της Βαλτικής μέχρι το Αιγαίο και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η Αγκ. Μέρκελ μάλιστα δεν έκρυψε τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Γερμανίας να δημιουργήσει συνθήκες αποτροπής για την Τουρκία, την Κίνα και τη Ρωσία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Ο δεύτερος άξονας, όπου και πάλι υπήρξε πολύ θετικό κλίμα από τη Γερμανία και ενθαρρυντικά σχόλια, αφορά την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, με την καγκελαρία να συνδέει την εν λόγω διαδικασία με την περαιτέρω αναβάθμιση των εμπορικών σχέσεων σε διμερές επίπεδο. Μάλιστα, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει αφετηρία αυτή η νέα εποχή, με φανερή τη διάθεση του Βερολίνου να ισοσκελίσει τις απολύτως θετικές εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν φέτος για τις διμερείς οικονομικές σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ, προκρίθηκε η επόμενη ΔΕΘ να έχει ως φιλοξενούμενη χώρα τη Γερμανία. Τρίτος τομέας που κυριάρχησε στις συζητήσεις ήταν το Μεταναστευτικό, όπου και πάλι η Γερμανίδα καγκελάριος δεσμεύτηκε για πιο στενή ευρωπαϊκή πολιτική αλληλεγγύης ειδικά σε θέματα ασύλου, με το Βερολίνο να συνεχίζει να έχει απολύτως υποστηρικτικό ρόλο στα βάρη με τα οποία λόγω της θέσης της επιφορτίζεται η Ελλάδα. Τέταρτος τομέας, όπου υπήρξαν μάλιστα κοινές ανακοινώσεις, ήταν η συνοχή της Ευρώπης, η κρισιμότητα των ερχόμενων ευρωεκλογών και η άνοδος των «λαϊκιστικών», ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων, με την Αθήνα ειδικά σε επίπεδο Προέδρου της Δημοκρατίας να αναδεικνύει την αφοσίωσή της στο να παραμείνει στον «κλειστό πυρήνα», χωρίς διαφοροποιήσεις ούτε σε θέματα συγκρότησης ευρωστρατού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η επίσκεψη Μέρκελ είχε ως σκοπό την ενίσχυση της θετικής εικόνας της Γερμανίας στην Ελλάδα, ειδικά μετά τις δοκιμασίες της μνημονιακής εποχής, οπότε στο θέμα των πολεμικών επανορθώσεων και της αποπληρωμής του κατοχικού δανείου, που τέθηκε με αναφορά από τον κ. Τσίπρα και με αμεσότητα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η Γερμανίδα καγκελάριος επέλεξε να αναλάβει την ιστορική ευθύνη, μιλώντας για «εγκάρδια» αναβάθμιση των εμπορικών σχέσεων προς όφελος και των δύο χωρών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, φυσικά, είχε και η συνάντηση με τον κ. Μητσοτάκη ως επόμενο πρωθυπουργό, όπου δόθηκε η ευκαιρία να της περιγράψει τη στρατηγική που θα ακολουθηθεί μόλις αναλάβει η Ν.Δ. τη διακυβέρνηση, ενώ για το ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών επιβεβαιώθηκε η αντίθεση της αντιπολίτευσης, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν θα γίνει σεβαστή η Συνθήκη ως νόμος του ελληνικού κράτους.
Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 13/1/2019