«Πυρά» Βενιζέλου κατά Τσίπρα για τη Συμφωνία των Πρεσπών
«Ποια ταυτότητα; Της Μακεδονίας ή της δήθεν «νέας κεντροαριστεράς»;»
Σφοδρή επίθεση στον Αλέξη Τσίπρα εξαπολύει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, στον οποίο καταλογίζει πολιτικές σκοπιμότητες όσον αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Σε άρθρο του στα Νέα ο πρώην πρόερδος του ΠΑΣΟΚ, υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση δεν θέλησε όμως ποτέ να φτάσει σε μια συμφωνία που εκφράζει όλο το φάσμα των εθνικών συνταγματικών δυνάμεων, αλλά χρησιμοποίησε τη «συμφωνία των Πρεσπών» ως αιτία πόλωσης με τη Νέα Δημοκρατία και κριτήριο ιδεολογικής ένταξης, στοιχείο της δήθεν «νέας κεντροαριστερής» ταυτότητας υπό την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ.
«Για τον κ. Τσίπρα και τους περί αυτόν η συμφωνία των Πρεσπών δεν ήταν ποτέ συμφωνία για το όνομα της πΓΔΜ και τη μακεδονική ταυτότητα που ευαισθητοποιεί την ελληνική κοινωνία και άρα χρειαζόταν ευρύτατη εθνική συναίνεση, αλλά «καταλύτης για την σύμπλευση των προοδευτικών δυνάμεων», όπως λέει απροκάλυπτα στην «Αυγή» της Κυριακής 20.1.2019», τονίζει ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, ο Αλ. Τσίπρας ερμηνεύει κάθε ψήφο υπέρ της συγκεκριμένης συμφωνίας ως ψήφο καθαρής υποστήριξης ή έστω έμμεσης αποδοχής της συνολικής κυβερνητικής πολιτικής και σίγουρα ως ψήφο ανοχής και διευκόλυνσης του τακτικισμού του που στοχεύει στην παράταση του κυβερνητικού του βίου, θέλοντας να βγάλει τη «λεοντή» του αντιμνημονιακού και να φορέσει την «προβιά» του δήθεν κεντροαριστερού, ενώ έχει απογυμνώσει τον δημόσιο βίο από κάθε αξία.
Ολόκληρο το άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου
Ποια ταυτότητα; Της Μακεδονίας ή της δήθεν «νέας κεντροαριστεράς»;
Μέσα από μια μακρά διεργασία διαμορφώθηκε στη χώρα μας μια ευρύτατα αποδεκτή εθνική θέση γύρω από το ονοματολογικό. Αυτό επιτεύχθηκε σταδιακά από την ένταξη των γειτόνων στον ΟΗΕ με το προσωρινό όνομα πΓΔΜ τον Απρίλιο του 1993, μέχρι τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008, με κομβικό σημείο την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995. Η εθνική αυτή θέση, που αποδεχόταν ένα σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό, επιβεβαιώθηκε και υποστηρίχθηκε διεθνώς από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις. Είχα την ευκαιρία να διατυπώσω πολλές φορές αυτή την επίσημη εθνική θέση ως υπουργός Εξωτερικών τόσο διεθνώς, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, όσο και εσωτερικά, ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων. Τη θέση αυτή διατύπωσα και κατά την επίσημη επίσκεψή μου στα Σκόπια την άνοιξη του 2014 ως υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας και προεδρεύων του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΕ.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ διέθετε συνεπώς εξαιρετικά καλό σημείο εκκίνησης, όταν θα προέκυπτε το momentum. Αυτό διαμορφώθηκε:
Πρώτον, με την ήττα του κ. Γκρουέφσκι και την αλλαγή της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στα Σκόπια που καθιστούσε ακόμη πιο σημαντικό τον ρόλο της αλβανικής κοινότητας.
Δεύτερον, μετά την ένταση που προκάλεσε η ένταξη του Μαυροβούνιου στο ΝΑΤΟ λόγω της ρωσικής αντίδρασης, με δεδομένη τη στάση της Σερβίας που επιθυμεί την επιτάχυνση της διαδικασίας ένταξής της στην ΕΕ, αλλά αποκλείει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Τρίτον, λόγω της φάσης στην οποία βρίσκεται η καμπύλη των σχέσεων Πρίστινας - Βελιγραδίου και Πρίστινας - Τιράνων.
Το momentum αυτό ενίσχυσε το πάντα έντονο ενδιαφέρον ΗΠΑ και ΕΕ για την πλήρη ενσωμάτωση της γειτονικής μας χώρας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Η πρόσφατη και ρητή αντίδραση της Ρωσίας, με επίκληση της ιδιότητάς της ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ως προς τη συμφωνία των Πρεσπών, δίνει το μέτρο του δυτικού ενδιαφέροντος για τη λύση του ονοματολογικού, αλλά και το μέτρο των δυνατοτήτων της Ελλάδας που ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ κρατά ένα από τα κλειδιά των σχετικών εξελίξεων.
Έθεσα τα ζητήματα αυτά πριν από έναν χρόνο, με άρθρο μου που δημοσιεύθηκε διαδικτυακά («Κοινοβουλευτική δημοκρατία, εξωτερική πολιτική και εθνικό συμφέρον», evenizelos.gr, 2 Ιανουαρίου 2018), καλώντας την κυβέρνηση να σεβαστεί και να αξιοποιήσει την ευρύτατη συναίνεση που είχε διαμορφωθεί γύρω από την εθνική γραμμή της σύνθετης ονομασίας. Για να επιτευχθεί όμως αυτό - έλεγα πριν ένα χρόνο - έπρεπε οι χειρισμοί της κυβέρνησης να προστατεύουν την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής από τους πειρασμούς της κομματικής σκοπιμότητας.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε πραγματικά εθνική συναίνεση και ισχυρό εσωτερικό μέτωπο, μπορούσε εύκολα να το επιτύχει ζητώντας την ενεργό συμμετοχή της αντιπολίτευσης στην τελευταία - πολύμηνη, όπως φάνηκε- φάση της διαπραγμάτευσης. Ούτως ή άλλως, χωρίς την εθνικά υποστηρικτική αντίδραση της αντιπολίτευσης η κυβέρνηση ήταν έτοιμη να αποδεχθεί το ανιστόρητο όνομα «Δημοκρατία του Ίλιντεν» (θυμίζω την αντίδρασή μου στις 18 Μαΐου 2018 στη Βουλή), ενώ ήδη από τον Ιανουάριο του 2018 φωνές της αντιπολίτευσης έθεσαν το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος της πΓΔΜ, όπως αυτή είχε δεχθεί ότι πρέπει να κάνει και έκανε μετά την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 ( θυμίζω τις αναρτήσεις μου της 26ης και 27ης Ιανουαρίου 2018). Όλα αυτά είχα την ευκαιρία να τα παρουσιάσω εκτενέστερα σε ομιλία μου σε εκδήλωση του «Κύκλου Ιδεών» με συμμετοχή και της Ντόρας Μπακογιάννη στις 12 Φεβρουαρίου 2018, αλλά και σε ομιλία μου στη παρουσίαση, από κοινού με τον τότε υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, του βιβλίου του Ν. Μέρτζου, στο αμφιθέατρο του ΥΠΕΞ στις 27 Μαρτίου 2018.
Η κυβέρνηση δεν θέλησε όμως ποτέ να φτάσει σε μια συμφωνία που εκφράζει όλο το φάσμα των εθνικών συνταγματικών δυνάμεων. Θέλησε τη συγκεκριμένη «συμφωνία των Πρεσπών», η στήριξη ή η αντίθεση στην οποία να λειτουργεί ως διαιρετική τομή. Ως αιτία πόλωσης με τη Νέα Δημοκρατία την οποία με χαρά έβλεπε να τοποθετείται απορριπτικά και ως μοχλό παρέμβασης στα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Η παρέμβαση αυτή είχε ένα προφανή διπλό στόχο. Πρώτον, να αποπλυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ από την κυβερνητική συνεργασία με τον κ. Καμμένο, διασφαλίζοντας όμως τη στήριξη από το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό βουλευτών των ΑΝΕΛ που ήσαν πρόθυμοι να μεταταχθούν στην κατηγορία των ενδοκυβερνητικών αποστατών. Δεύτερον, να καταστήσει την αποδοχή της συγκεκριμένης «συμφωνίας των Πρεσπών» κριτήριο ιδεολογικής ένταξης, στοιχείο της δήθεν «νέας κεντροαριστερής» ταυτότητας υπό την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του που στηρίζεται όμως στις ψήφους τεσσάρων βουλευτών των ΑΝΕΛ και της κας Παπακώστα !
Για τον κ. Τσίπρα και τους περί αυτόν η συμφωνία των Πρεσπών δεν ήταν ποτέ συμφωνία για το όνομα της πΓΔΜ και τη μακεδονική ταυτότητα που ευαισθητοποιεί την ελληνική κοινωνία και άρα χρειαζόταν ευρύτατη εθνική συναίνεση, αλλά «καταλύτης για την σύμπλευση των προοδευτικών δυνάμεων», όπως λέει απροκάλυπτα στην «Αυγή» της Κυριακής 20.1.2019. Στην αντίληψή του, μείζονα βήματα στην εξωτερική πολιτική δεν χρειάζεται να είναι προϊόν ευρύτατης εθνικής συναίνεσης, πρέπει να είναι «χρωματισμένα» με κομματικά ή δήθεν ιδεολογικά χρώματα. «Προοδευτικές» βέβαια δυνάμεις χαρακτηρίζονται έτσι πρωτίστως τα κοινοβουλευτικά υποπροϊόντα του ακροδεξιού εθνικολαϊκισμού που στηρίζουν με πάθος τις ύστερες ημέρες της κυβέρνησής του.
Η συγκρότηση της δήθεν «νέας κεντροαριστερής» ταυτότητας υπό την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ που αναζητά πρόθυμους συνοδοιπόρους συνοδεύτηκε μάλιστα με κραυγαλέες καταστρατηγήσεις του Συντάγματος και προσβολές της δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής τάξης. Με ευτελισμούς της ιδιότητας του βουλευτή και των θεμελίων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η αποδοχή της συγκεκριμένης συμφωνίας παρουσιάζεται ως ζήτημα εθνικού συμφέροντος, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπη με την ανάγκη προστασίας της δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής τάξης ως πραγματικό ζήτημα εθνικού συμφέροντος.
Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ερμηνεύει κάθε ψήφο υπέρ της συγκεκριμένης συμφωνίας ως ψήφο καθαρής υποστήριξης ή έστω έμμεσης αποδοχής της συνολικής κυβερνητικής πολιτικής και σίγουρα ως ψήφο ανοχής και διευκόλυνσης του τακτικισμού του που στοχεύει στην παράταση του κυβερνητικού του βίου. Δεν αναλαμβάνει πολιτικό κόστος κάνοντας μια υπεύθυνη εθνική επιλογή που είναι αντιδημοφιλής, αλλά μετατρέπει την εξωτερική πολιτική σε μηχανισμό μετατόπισής του από το «αντιμνημονιακό» πεδίο που στέρεψε, στο πεδίο της δήθεν συσπείρωσης των προοδευτικών δυνάμεων. Θέλει να βγάλει τη «λεοντή» του αντιμνημονιακού και να φορέσει την «προβιά» του δήθεν κεντροαριστερού, ενώ έχει απογυμνώσει τον δημόσιο βίο από κάθε αξία.
Την ίδια μάλιστα στιγμή που η συγκεκριμένη συμφωνία εμφανίζεται ως το αποκρυσταλλωμένο επίτευγμα του καλύτερου δυνατού συμβιβασμού, ο κ. Τσίπρας επαίρεται ενθουσιασμένος στη Βουλή για «βελτιώσεις» της συμφωνίας που προσφέρει την τελευταία στιγμή, με τη ρηματική διακοίνωσή της, μονομερώς, η κυβέρνηση των Σκοπίων σε σχέση με την ιθαγένεια και τη γλώσσα ! Τα όσα λέει η διακοίνωση για τη γλώσσα προβλέπονται ήδη στη συμφωνία, όσα δε λέει για την ιθαγένεια δεν αλλάζουν το χαρακτηρισμό της ως «μακεδονικής». Πραγματικές βελτιώσεις ήταν πάντως εφικτές γιατί η ίδια η αλβανική κοινότητα με τις κρίσιμες ψήφους της είχε και έχει κάθε λόγο η ιθαγένεια που αφορά το συγκεκριμένο πολυεθνοτικό κράτος να ονομάζεται «βορειομακεδονική» και η γλώσσα που είναι γλώσσα της σλαβικής κοινότητας - με την αλβανική κοινότητα να διεκδικεί την ισοτιμία της δίκης της γλώσσας - να ονομάζεται «σλαβομακεδονική». Στο αναθεωρημένο Σύνταγμα γίνεται επιπλέον ρητή αναφορά στον «μακεδονικό λαό» καθώς βασική πηγή ταυτοτικών προβλημάτων είναι το άρθρο 7 της συμφωνίας.
Μια συμφωνία στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής κρίνεται με όρους εθνικούς, πατριωτικούς, ιστορικούς και με την αίσθηση ευθύνης που το πεδίο αυτό επιβάλλει. Μια συμφωνία που λειτουργεί ως μηχανισμός μικροκομματικών επιδιώξεων και προσωπικών διευθετήσεων κρίνεται με κριτήριο τις μείζονες προτεραιότητες της προστασίας των δημοκρατικών θεσμών και των προοπτικών της οικονομίας και της χώρας γενικότερα. Ορισμένοι δε από εμάς που διατυπώνουμε τη θέση αυτή δεν δεχόμαστε μαθήματα εθνικής υπευθυνότητας, αντιλαϊκίστικης συμπεριφοράς και ανάληψης πολιτικού κόστους χάριν υπέρτερου συμφέροντος, γιατί όταν κουβαλούσαμε τον σταυρό στον γολγοθά της εθνικής ευθύνης θυμόμαστε που ήταν κάθε άλλος. Μόνο που ο γολγοθάς αυτός δεν έχει τελειώσει και δεν ήρθε ακόμη η ώρα ούτε όσοι φώναζαν «σταύρωσον», ούτε όσοι ήταν μικροί συγκυρηναίοι, ούτε όσοι «ένιπταν τας χείρας των» να εμφανισθούν ως «συσταυρωθέντες ληστές», ζητώντας να πάνε στον παράδεισο της «νέας κεντροαριστεράς» του ΣΥΡΙΖΑ. -