Γραφείο Προϋπολογισμού: Κίνδυνος εκτροχιασμού από συντάξεις και δώρα
Ενόψει των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων
Σοβαρό δημοσιονομικό κίνδυνο, εξαιτίας των αυξανόμενων δικαστικών διεκδικήσεων αναδρομικών από συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους, εντοπίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην έκθεσή του για το 4ο τρίμηνο του 2018, η οποία δημοσιοποιήθηκε σήμερα. Μάλιστα, εκφράζει φόβους ότι, ενόψει των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων, «η όξυνση του πολιτικού ανταγωνισμού ενδέχεται να προκαλέσει πλειοδοσία εξαγγελιών με σημαντικό κόστος που μπορεί να διαταράξει τη δημοσιονομική ισορροπία».
Όπως επισήμαναν πηγές του Γραφείου, εφόσον υπάρξουν τελεσίδικες αποφάσεις που θα κρίνουν αντισυνταγματικές τις μνημονιακές περικοπές συντάξεων και την κατάργηση των Δώρων στο Δημόσιο, το δημοσιονομικό κόστος θα είναι πολύ μεγάλο και ολόκληρο το ποσό θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό του έτους κατά το οποίο το Δημόσιο με απόφασή του θα αναγνωρίσει τη δαπάνη. Δηλαδή, ακόμα και αν τα χρήματα επιστραφούν τμηματικά στους δικαιούχους σε βάθος μερικών ετών, η επιβάρυνση για τον προϋπολογισμό θα είναι εφάπαξ.
Πέρα από τις δικαστικές αποφάσεις, σημαντικές εστίες αβεβαιότητες αποτελούν, σύμφωνα με την έκθεση:
1. Η επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης. Η εκταμίευση των χρημάτων εξαρτάται από την επιτυχή ολοκλήρωση της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης. Πιθανή καθυστέρηση θα στερήσει περίπου 1 δισ. ευρώ από τον προϋπολογισμό, θα αποτελέσει αρνητικό μήνυμα προς τις αγορές και θα αναβάλει την εφαρμογή κρίσιμων μεταρρυθμίσεων.
2. Η ταχύτερη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και η διαμόρφωση του τελικού διάδοχου πλαισίου του νόμου Κατσέλη για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
3. Η εφαρμογή του νέου πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης, που απαιτεί επαρκές και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικά στις οικονομικές υπηρεσίες του Δημοσίου.
4. Η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, το Brexit και άλλες πιθαές αρνητικές εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία.
Για τον κατώτατο μισθό
Η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού σχολιάζει θετικά την αύξηση του κατώτατου μισθού, υποστηρίζοντας ότι το μέτρο αφορά κυρίως κλάδους που απευθύνονται στην εγχώρια ζήτηση και λιγότερο εξαγωγικούς κλάδους, επομένως δεν θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση.
«Το γενικό συμπέρασμα είναι πως η αύξηση του κατώτατου μισθού αναμένεται σε πρώτη φάση να έχει θετική επίπτωση στην κατανάλωση. Επίσης, εκτιμάται ότι θα επηρεάσει περισσότερο του κλάδους που απευθύνονται στην εγχώρια ζήτηση και σαφώς λιγότερο τους εξαγωγικούς κλάδους, συνεπώς δεν αναμένονται σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα», αναφέρεται στην έκθεση.
Από την ανάλυση του Γραφείου Προϋπολογισμού προκύπτει ότι από το σύνολο των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (περίπου 2.000.000), το 22,5% αμειβόταν το 2018 με τον κατώτατο μισθό (δηλαδή, περίπου 400.000 εργαζόμενοι), έναντι 21,5% το 2017. «Τα υψηλότερα ποσοστά αμειβόμενων με κατώτατο και υποκατώτατο μισθό παρατηρούνται στους κλάδους της εστίασης, του χονδρικού και λιανικού εμπορίου και στις υπηρεσίες κτιρίων, δηλαδή σε μη διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Από τους εξαγωγικούς κλάδους βλέπουμε υψηλά ποσοστά μόνο στη βιομηχανία τροφίμων (που, ωστόσο, περιλαμβάνει και τα αρτοποιεία, τα οποία κατά κύριο λόγο απευθύνονται στην εγχώρια ζήτηση), στις χερσαίες μεταφορές, στην αποθήκευση και στα καταλύματα (που μπορούν να θεωρηθούν εξαγωγικός κλάδος στον βαθμό που συνδέονται στενά με τον τουρισμό). Ωστόσο, στους εξαγωγικούς κλάδους πλην της βιομηχανίας τροφίμων, το ποσοστό των αμειβόμενων με τον κατώτατο μισθό είναι σχετικά χαμηλό, δηλαδή κάτω από τον μέσο όρο, ενώ στα καταλύματα είναι μειωμένο σε σχέση με πέρυσι», σημειώνεται στην έκθεση.
Στο διάγραμμα που ακολουθεί το Γραφείο Προϋπολογισμού αποτυπώνει τα ποσοστά των αμειβόμενων με κατώτατο και υποκατώτατο μισθό το 2017 και το 2018 σε 12 κλάδους της οικονομίας, οι οποίοι απασχολούν περίπου το 60% του συνόλου των μισθωτών και σχεδόν το 70% των αμειβόμενων με κατώτατο μισθό.
Για το πρωτογενές πλεόνασμα
Όσον αφορά στην εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2018, η έκθεση εκτιμά ότι η περυσινή χρονιά έκλεισε με πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο κατά 700 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2017. Η εκτίμηση αυτή επισημαίνεται, όμως, ότι στηρίζεται στη μεθοδολογία του Γραφείου Προϋπολογισμού, που διαφέρει από εκείνες των δανειστών και της Eurostat.
Η έκθεση εκφράζει, τέλος, προβληματισμό για τη διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (έφθασε τα 3,8 δισ. ευρώ το 2018). Παρότι, όπως ανέφερε ο συντονιστής του Γραφείου Φραγκίσκος Κουτεντάκης, το έλλειμμα αυτό δεν είναι μεγάλο, εμφανίζει μια αυξητική τάση που αναμένεται να ενισχυθεί. Με προβληματισμό αντιμετωπίζεται επίσης η διατήρηση του πυρήνα του πληθωρισμού (δηλαδή, του πληθωρισμού, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα καύσιμα) σε πολύ χαμηλά επίπεδα (0,5% το 2018).