Αλέκος Παπαδόπουλος: Το πολιτικό σύστημα αναμηρυκάζει τον εαυτό του
Η ανοιχτή επιστολή του πρώην υπουργού στα στελέχη της Δημοκρατικής Ευθύνσης
Ανοιχτή Επιστολή προς την ηγεσία, τα μέλη, τους υποψήφιους βουλευτές για την Ευρωβουλή και το Εθνικό Κοινοβούλιο και τους φίλους εν γένει της «Δημοκρατικής Ευθύνης» απέστειλε ο πρώην υπουργός Αλέκος Παπαδόπουλος, που είναι υποψήφιος στη συμβολική 12η θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας του κόμματος.
« Ό, τι απομένει και ό,τι αρθρώνεται από το πολιτικό σύστημα δεν είναι πλέον παρά παραπαίοντες λόγοι και εύγλωττοι καταθλιπτικοί δείκτες μιας εγγενούς ανεπάρκειας των «δημόσιων παραγόντων», οι οποίοι, αυτοπεριδινούμενοι, απλώς αναμηρυκάζουν τους εαυτούς τους. Επιτείνοντας την σύγχυση, μοχλεύοντας πάθη, οξύνοντας διαγκωνισμούς και λιπαίνοντας αποσαθρωτικά σύνδρομα. Διχαστικά με ολέθριες εμφυλιοπολεμικές δυναμικές. Προπαντός όμως είναι ανίκανοι να επιχειρήσουν υπερβάσεις και να διαμορφώσουν νέες προοπτικές», αναφέρει, μεταξύ άλλω, στην επιστολή του.
Ακολουθεί το κείμενο της επιστολής:
Νέα Aφετηριακή Συνείδηση
Επιτρέψτε μου, μέλη και φίλοι της Δημοκρατικής Ευθύνης, να απευθυνθώ ταπεινά σε εσάς, για να σας καταστήσω κοινωνούς ορισμένων σκέψεών μου πάνω στο εγχείρημά μας, που με πίστη υπηρετούμε.
Σε λίγους μήνες θα δώσουμε διάφορες εκλογικές μάχες. Αυτό που έχει αξία, κυρίως είναι να δούμε κι επιτέλους να πούμε την αλήθεια: Για την Ελλάδα και τους Έλληνες, ο χρόνος έχει εξαντληθεί. Ό, τι απομένει και ό,τι αρθρώνεται από το πολιτικό σύστημα δεν είναι πλέον παρά παραπαίοντες λόγοι και εύγλωττοι καταθλιπτικοί δείκτες μιας εγγενούς ανεπάρκειας των «δημόσιων παραγόντων», οι οποίοι, αυτοπεριδινούμενοι, απλώς αναμηρυκάζουν τους εαυτούς τους. Επιτείνοντας την σύγχυση, μοχλεύοντας πάθη, οξύνοντας διαγκωνισμούς και λιπαίνοντας αποσαθρωτικά σύνδρομα. Διχαστικά με ολέθριες εμφυλιοπολεμικές δυναμικές. Προπαντός όμως είναι ανίκανοι να επιχειρήσουν υπερβάσεις και να διαμορφώσουν νέες προοπτικές.
Εάν δεν θέλουμε να εμπαίζουμε τους εαυτούς μας, πρέπει να αποδεχθούμε ότι η βάναυση χρεωκοπία που βιώνουμε ως χώρα και ως πολίτες δεν είναι μονοδιάστατη και δεν προσδιορίζεται απλώς με όρους οικονομικής κατολίσθησης. Αυτή δεν είναι, τελικά, παρά το παράγωγο παρακμιακό σύμπτωμα και όχι μία απλή σύμπτωση αυτής της περιόδου. Η πραγματική χρεωκοπία είχε συντελεσθεί πολύ πριν και συνεχίζεται σήμερα καλπάζουσα, σαν κακοήθης και υπό μετάσταση νεοπλασία που αποσάθρωσε τους εθνικούς νευρώνες. Που είναι, βέβαια, πρώτα από όλα οι, θεσμοί. Αλλά και οι διαδικασίες. Και οι κανόνες. Και το πολιτικό ήθος. Και προπαντός, η σταθερή προσήλωση σε αυτονόητες αρχές, που οριοθετούν και διασφαλίζουν επαρκή διαχείριση του ελληνικού γίγνεσθαι. Σε όλο του το φάσμα: Δημοκρατία, παραγωγικότητα, παιδεία, κοινωνική συνοχή, εθνική κυριαρχία.
Όλα αυτά, δηλαδή, των οποίων αυτή τη στιγμή παρακολουθούμε την καταλυτική αποδόμηση! Που αν δεν ανασχεθεί άμεσα και προπαντός αποτελεσματικά, θα οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα, σε μη αναστρέψιμες βαραθρώσεις. Κι αυτές, θα διαλαμβάνουν απευκταίες παγιδεύσεις της γεωπολιτικής μας ακεραιότητας, καθώς στη διακεκαυμένη ζώνη, στην οποία ως χώρα εφαπτόμεθα, συντελούνται αυτή την περίοδο κρίσιμες ανατροπές και ιστορικές αναδιατάξεις γεωστρατηγικών ισορροπιών και ρόλων, με απρόβλεπτα παράγωγα για όλους. Για όλα αυτά αλλά και για λόγους απλής αναγκαιότητας, που αφορά την ανάταξη της χώρας – ώστε από ασθμαίνων Βαλκάνιος ουραγός της ευρωπαϊκής της μοίρας να αποβεί αυτάρκης εταίρος και να διεκδικήσει πιο φιλόδοξο ρόλο από εκείνον του αναξιόπιστου οφειλέτη … – ναι, ο χρόνος μας τελειώνει. Και μαζί, τελειώνουν τα ψέματα.
Οπότε, διακηρύξτε παντού, ως καθημερινό σας μέλημα, ότι «όσοι πιστοί, προσέλθετε!» Όσοι δηλαδή δεν έχουν διάθεση να κατατρύχονται και να σκιαμαχούν μόνο αναζητώντας τους υπεύθυνους των δεινών τους, κυρίως όσοι διέπονται από πολιτική διαύγεια να θέλουν να συνασπισθούν και να συστοιχηθούν γύρω από ένα νέο και ρηξικέλευθο πολιτικό Λόγο. Όχι για το τι συνέβη αλλά για το τι πρέπει και πώς να γίνει. Και όχι όπως αυτό θα μας επιβληθεί ερήμην μας αλλά όπως εμείς θα το έχουμε διαμορφώσει, με νέους όρους και κανόνες. Και αυτό προϋποθέτει όχι απλώς όραμα και ρεαλισμό, αλλά και πεισμώδη βούληση. Για σύγκρουση. Και ρήξεις. Και ανατροπές. Με νοοτροπίες που πρέπει να εκλείψουν. Με λαϊκισμούς και δημαγωγούς και λαοπλάνους που επιβάλλεται να παραγκωνισθούν. Με παθογένειες που είναι ανάγκη ν’ αναστραφούν. Με αγκυλώσεις που πρέπει να ξεπερασθούν. Αυτός ο νέος πολιτικός λόγος και η πολιτική πράξη που θα παραχθεί από τις δυναμικές του, οφείλει και μπορεί και θα αποβεί αναγεννητική πνοή. Επικυρώνοντας τη νέα ελληνική μέρα, στο φως ενός εμπνευσμένου πραγματισμού. Με θυσίες, χωρίς ελπίδες αντιπαροχών για όσους τις προσφέρουν. Και με πολλά δούναι, χωρίς λαβείν.
Αλλά αυτό δεν μπορεί με τίποτε να πραγματωθεί και με τίποτε να νοηματοδοτήσει νέα εθνική πορεία, εάν δεν νοηθεί εξαρχής, πρώτον, ως απόλυτη ρήξη και δεύτερον, ως εντελώς νέα αφετηριακή συνείδηση. Ρήξη, όχι απλώς με ό, τι προσδιορίζεται γενικόλογα ως «μεταπολίτευση», με εξαγγελίες οι οποίες – φορτωμένες και φορτισμένες με σάπια στερεότυπα – συμπιέζονται στο ελάχιστο εύρος κάποιων κακοποιημένων κι ασπόνδυλων φληναφημάτων, που καταφέρνουν απλώς να έρπουν, αλλά αδυνατούν να εκφράσουν έναρθρη δυναμική ανανέωση.
Αλλά ως ρήξη, όμως, εννοούμε αυτή που εκτείνεται σε απόλυτο βάθος, υπερκαλύπτοντας τους δύο αιώνες της εθνικής παλινόρθωσης. Ρήξη με φιλοδοξία να ανιχνεύσουμε ξανά τις αφετηρίες και να επαναπροσδιορίσουμε ιδεολογίες και πρακτικές. Μια ρήξη δηλαδή που να οδηγεί προς μια νέα ιστορική πορεία, προς ένα νέο ιστορικό κεφάλαιο, του οποίου η παιδευτική ανάγνωση θα ανατάξει τη χώρα και τον Ελληνισμού, πάνω σε επίπεδα θεσμικής αρτιότητας. Σε πεδία θεσμικού εκσυγχρονισμού και θεσμικού αυτοσεβασμού, που θα γκρεμίσει και θα εξαφανίσει ό, τι μόλυνε το ελληνικό κράτος. Μια ρήξη που θα αναθεμελιώσει ό, τι απέμεινε και θα αποτελέσει την απαρχή μιας νέας εθνικής αναδημιουργίας και θα θωρακίσει ένα νέο κρατικό γίγνεσθαι, ώστε αφενός να διασφαλίσει με βεβαιότητα τη θέση της χώρας στην Ευρώπη και αφετέρου να προσδώσει ουσιώδες περιεχόμενο για την εθνική μας πορεία. Κοντολογίς, ρήξη με αυτά που εξεμέτρησαν το ζην και που το μόνο που καταφέρνουν είναι απλώς, πλην τυχαίων εξαιρέσεων, να επαναλαμβάνουν την κενότητα του αναχρονισμού τους και την ανικανότητα να συγχρονίσουν τον βηματισμό τους με όσα γύρω μας με καλπασμό εξελίσσονται.
Οπότε, ναι, δεν μιλάμε απλώς για την αναγκαιότητα και την εξαγγελία μιας νέας μεταπολίτευσης, υποκατάστατου της παλαιάς ασθμαίνουσας, που ξέμεινε στα δεκανίκια της, αλλά για τη μεγάλη πολιτική ανατροπή, που θα δώσει νέες κρατικές δομές και νέο περιεχόμενο στον εθνικό βίο. Αν θέλουμε αυτός να αποκτήσει πραγματικό και επαρκές προσδόκιμο.
Αυτό που αναζητούσαμε μέχρι τώρα για τη μεγάλη ανατροπή, για το άνοιγμα μιας νέας μεγάλης ιστορικής περιόδου, βρίσκεται κάπου αλλού. Είναι στις νησίδες της αρετής, στους θυλάκους της αντίστασης. Είναι εκεί που εκτρέφεται η ελπίδα και κυοφορείται το μέλλον. Είναι οι γενιές εκείνες που νιώθουν ότι τα συμβαίνοντα σήμερα στη χώρα δεν τους αφορούν, ακριβώς γιατί δεν αφορούν την οικοδόμηση του μέλλοντός τους.
Είναι μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων σε ολόκληρο το πολιτικοκοινωνικό φάσμα, στο χώρο τον εργασιακό, το χώρο τον επιστημονικό και το χώρο τον επιχειρηματικό, που μπορούν να στοχάζονται και να κρίνουν ορθά, να δρουν και να πράττουν με ευθυκρισία και ορθοφωνία και ακόμη να οραματίζονται ελεύθερα. Είναι αυτοί και μόνο αυτοί που θα οδηγήσουν τη χώρα μας σε μια νέα Ελληνική Άνοιξη. Είναι ακόμα, ως εν δυνάμει συμμέτοχοι σε αυτή την εθνική προσπάθεια, ένα ευρύ φάσμα των Ελλήνων, οι οποίοι είναι ποτισμένοι με παραμυθίες, παρηγορίες και ψεύδη, που τους καλλιεργεί η σημερινή Κυβέρνηση, που ισχυρίζεται ότι φτάσαμε στο τέλος της κρίσης και άρα θα «επανευτυχήσουν». Η «κανονικότητα των εξελίξεων», όπως το πολιτικό σύστημα την εννοεί, δεν θα υπάρξει.
Κάθε προσπάθεια του σημερινού πολιτικού συστήματος να προσεγγίσει τις νεότερες γενιές προσκρούει σε μια γρανιτώδη και αδιαπέραστη αδιαφορία. Η ένταξή τους στη νέα εθνική προσπάθεια δε θα γίνει ούτε με θωπείες, ούτε με νουθεσίες, ούτε με προσπάθειες διάσπασης του γρανίτη με «μηχανικά μέσα». Μόνο με την ενδόρρηξη του συμπαγούς αυτού ηλικιακού φάσματος μπορεί η χώρα να περάσει στη νέα εποχή.
Το μέγα χρέος που επωμίζονται οι νεότερες γενιές είναι η επική προσπάθεια της εθνικής αναγέννησης και αναδημιουργίας. Γι’ αυτό η «Δημοκρατική Ευθύνη» είναι ανοιχτή σε συνεργασίες μόνο με άλλες νέες και καθολικές πολιτικές κινήσεις που ίσως δημιουργηθούν και οι οποίες βεβαίως θα διέπονται αυστηρά από το ίδιο πνεύμα και τις ίδιες αρχές για το μέλλον της πατρίδας μας.
Σε αυτό το μεγάλο εθνικό εγχείρημα μπορούν να συνδράμουν και όσοι από τον παλαιό πολιτικό κόσμο κουβαλούν αποδεδειγμένα φορτία πολιτικής αξιοπιστίας και αποδέχονται το όραμά μας. Αλλά δε θα είναι αυτοί που θα ηγηθούν του νέου αυτού ιστορικού κεφαλαίου. Το νέο προκύπτει από το παλιό. Πλην όμως, ελεύθερο και απαλλαγμένο από αυτό.
Στη νέα αυτή αφετηριακή συνείδηση της χώρας θα είναι αποφασιστική η συνδρομή και των νεότερων γενεών των Ελλήνων της διασποράς και κυρίως εκείνων που διακρίθηκαν τιμώντας εαυτούς και την Ελλάδα. Αποτελούν ένα διαθέσιμο μεγάλο κεφάλαιο, αρκεί να νιώσουν το κάλεσμα της πατρίδας και με αίσθημα ευθύνης να ανταποκριθούν.
Για να επιτευχθούν τα παραπάνω, χρειάζεται τώρα, που εξαντλούνται τα περιθώρια και ο χρόνος, και πάντως όχι μετά την ολοκληρωτική αποερείπωση των συνειδήσεων της κοινωνίας μας αλλά και της χώρας, να λάβει σάρκα και οστά το νέο μεγάλο εθνικό όραμα, με την άμεση συγκρότηση μιας ισχυρής πολιτικής δύναμης, που θα συσπειρώσει τις δυνάμεις του μέλλοντος και θα διεκδικήσει να αναλάβει, χωρίς χρονοτριβές και υπεκφυγές, την πολιτική ευθύνη. Η «Δημοκρατική Ευθύνη» είναι το προζύμι αυτής της εξέλιξης.
Είμαι αισιόδοξος πλέον, γιατί όλο και περισσότεροι πολίτες κάθε μέρα αισθάνονται την ανάγκη να προσεγγίσουν τη «Δημοκρατική Ευθύνη» και να ενταχθούν στον κοινό μας αγώνα, απελευθερώνοντας τα συναισθήματά τους και δημιουργώντας περισσότερο στέρεες πεποιθήσεις για όσα διακηρύττει η δική μας προσπάθεια.