Γιάννης Μπέζος: Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι αιώνιος έφηβος
Όσοι παρευρεθούν θα απολαύσουν είκοσι και πλέον σημαντικούς τραγουδιστές, μεταξύ αυτών και ο σπουδαίος Γιάννης Μπέζος
Είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ελληνες μουσικοσυνθέτες. Τον αγαπούν καλλιτέχνες, μουσικοί, κοινό... και αυτό αποτέλεσε την αφετηρία για να διοργανωθεί η μεγάλη συναυλία σήμερα το βράδυ 24 Ιουνίου, στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, με συμβολικό τίτλο τον στίχο του: «Είσαι Ελληνας – Αυτό που ήσουν κάποτε, θα γίνεις ξανά».
Όσοι παρευρεθούν θα απολαύσουν είκοσι και πλέον σημαντικούς τραγουδιστές, μεταξύ αυτών και ο σπουδαίος Γιάννης Μπέζος. Ο ταλαντούχος ηθοποιός έχει μελετήσει πολύ τον συνθέτη και είναι ένας από τους καταλληλότερους για να δώσει το «παρών» σε αυτό το αφιέρωμα. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε το 1995, με αφορμή πάλι μια συναυλία στο Καλλιμάρμαρο για τα 70χρονα του Μίκη και μαζί με τον Γιώργο Κιμούλη και τη Μάρω Κοντού είχε την ευθύνη της παρουσίασης.
Για εκείνον ο Θεοδωράκης είναι ένα τεράστιο σημείο αναφοράς σε μια εποχή που έχει έλλειψη τέτοιων ανθρώπων. «Είναι ένας ιδιαίτερα ποιητικός άνθρωπος, με πολύ χιούμορ, ευαισθησίες και λυρισμό. Αυτή η διάσταση του συνθέτη, η ανθρώπινη, με έχει ιδιαιτέρως συγκινήσει και αυτό θα ήθελα να το υπογραμμίσω. Η στάση του στη ζωή επηρέασε το έργο του. Ο Μίκης είναι ένας άνθρωπος που πάλεψε για να κερδίσει όσα έχει τώρα. Ανθρωπος που ζει μέσα στον κόσμο, τον αφουγκράζεται και βλέπει μπροστά. Βλέπει τη χαραυγή πριν από εμάς». Ο Γιάννης Μπέζος είναι ο πρώτος θεατρικός Μίκης. «Παρουσίασα τη ζωή του το 2000 σε μια στιγμή που ήταν νέος και δραστήριος, όπως και τώρα, γιατί ο Μίκης είναι ένας αιώνιος έφηβος, με όλους τους συμβολισμούς της φράσης. Είχαμε την τύχη να τον συναντάμε, να κουβεντιάζουμε και να διαμορφώνουμε το έργο έχοντας τη βοήθειά του και να τον έχουμε στο κοινό ακόμα και όταν παίζαμε μακριά από την Αθήνα. Είναι ευτυχής στιγμή για τον ηθοποιό να συνομιλεί με τον πρωταγωνιστή που υποδύεται, ειδικά όταν αυτός είναι ο Θεοδωράκης. Ηταν μια ιδιαίτερη δουλειά και μια αφορμή να έρθω κοντά του».
Ηταν η πρώτη φορά που είδαμε τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη στο θέατρο. «Ο Θέμης Μουμουλίδης αποφάσισε να κάνει αυτή τη σπουδαία δουλειά. Σε συνεργασία με την Κάκια Ιγερινού, που επιμελούνταν τα κείμενα, μελετώντας, πέραν των μουσικών του έργων, όλα τα κείμενα και τα βιβλία του Μίκη, την πεντάτομη βιογραφία του και αναρίθμητα άλλα. Πολύτιμο και ογκωδέστατο υλικό, πλήθος κειμένων. Εκαναν ένα έργο που να συνδέει τη ζωή του με το μουσικό του έργο. Δεν ήταν μια απλή βιογραφία. Κατέγραφε και παρουσίαζε τα ιστορικά γεγονότα της Ελλάδας, που συνδέονται με τη ζωή του και μέσα στα οποία γεννήθηκε η μουσική του. Ηταν μια παράσταση που παρουσίαζε γεγονότα-σταθμούς για την πατρίδα μας: πώς έδρασε ένας άνθρωπος που έζησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο, τα Δεκεμβριανά, τη δικτατορία, πώς ο ίδιος έζησε ως άνθρωπος και δημιουργός, αλλά και πώς η Ιστορία τον σημάδεψε. Παρουσιάσαμε τραγούδια του Θεοδωράκη σε σχέση με τα γεγονότα και εξηγώντας, αν θέλετε, το πλαίσιο και τις συνθήκες που γεννήθηκαν. Δεν είχαμε μια απλή παρουσίαση διάσπαρτων τραγουδιών, διότι η παράσταση ήταν και μουσική, αλλά και ένα ντοκουμέντο με ιστορική συνέχεια. Εκλήθην λοιπόν να υποδυθώ και να τραγουδήσω τον Μίκη».
«Δημιουργήθηκαν κόμματα για γέλια»
Δεν επρόκειτο για μυθοπλασία. Ηταν ένα δρώμενο για έναν άνθρωπο που είναι σε δράση. Δεν κάναμε την ξεπατικωτούρα ενός χαρακτήρα, αλλά προσπαθήσαμε να αποδώσουμε την αύρα του ανδρός μέσα από τις ιστορικές στιγμές του τόπου και του έργου. Αυτή ήταν και η προσέγγισή μου», περιγράφει ο Γ. Μπέζος για το πώς αισθάνθηκε όταν ενσάρκωνε τον σπουδαίο Μίκη Θεοδωράκη. «Προσπάθησα να αποδώσω με σκηνικό κύρος τις διαστάσεις της προσωπικότητάς του. Βέβαια, ήρθα πολύ κοντά και στην πνευματική και πολιτική προσωπικότητα, αλλά και στον άνθρωπο. Προσπάθησα να τον ερμηνεύσω και σε σχέση με την καλλιτεχνική και την πολιτική-ιστορική ανάγκη που τον έκανε να δημιουργεί, αλλά και να φωτίσω τις πιο λυρικές περιοχές του. Είναι ένας ονειροπόλος άνθρωπος, που βλέπει πιο μπροστά από την εποχή του».
Για το αν ο Γιάννης Μπέζος αισθάνεται και τραγουδιστής, πέρα από ηθοποιός, μιας και έχει τραγουδήσει και ηχογραφήσει Μίκη Θεοδωράκη, λέει: «Είμαι ηθοποιός που ερμηνεύει και τραγούδια, όχι τραγουδιστής. Εχω κάνει δύο συνεργασίες περιοδεύοντας με τη Λαϊκή Ορχήστρα “Μίκης Θεοδωράκης”. Εχω παίξει, έχω τραγουδήσει και ηχογραφήσει Μίκη Θεοδωράκη, έχω κάνει CD με αγαπημένα τραγούδια του, όπου μου έκανε την τιμή να συμμετάσχει και ο ίδιος».
Η κουβέντα έφτασε στο σήμερα και στην κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας. «Η Ελλάδα πέρασε έναν πανικό. Σαν κάποιος να έφαγε ένα πολύ ηχηρό χαστούκι, χωρίς να καταλαβαίνει γιατί. Αυτό δημιουργεί αναπόφευκτα πανικό και αυτό είναι ευθύνη του πολιτικού συστήματος. Χώρα και πολίτες έχουν μια ροπή προς τον λαϊκισμό. Μας αρέσουν τα “ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα”, που έγραψε και ο Γκάτσος. Περάσαμε μια δεκαετία με κρίση οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική», παρατηρεί και συμπεραίνει πως «δεν είχαμε ισχυρές βάσεις για να σταθούμε και να μην πανικοβληθούμε, γι’ αυτό γεννήθηκαν ακρότητες και δημιουργήθηκαν κόμματα για γέλια. Πανικόβλητοι ψηφοφόροι, που ψηφίζουν όποιον ανόητο βγαίνει σε τηλεόραση και ραδιόφωνο. Βρισκόμαστε 100 και χρόνια από τον εθνικό διχασμό του 1915, κυβέρνησε και η Αριστερά. Τώρα έκλεισε αυτός ο κύκλος και θα οδηγηθούμε σε μια νέα αρχή. Φυσικά, αυτό έγινε μέσα από αναταράξεις. Αυτό παρασύρει και τον πολιτισμό και την παιδεία, που είναι σε ύφεση, δημιουργώντας κοινωνικές ανισότητες και αδικίες. Αισθανόμαστε πανικόβλητοι. Μας φταίνε όλοι, κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον με καχυποψία και δεν κοιτάμε τα δικά μας τα χάλια. Αν δεν φτάσουμε στο σημείο να κάνουμε αυτοκριτική, δεν θα πάμε μπροστά. Θα μας φταίνε συνέχεια οι άλλοι». Καταλήγοντας, τονίζει ότι «το βασικότερο πρόβλημά μας είναι η έλλειψη αυτοκριτικής και παιδείας».
Όσοι παρευρεθούν θα απολαύσουν είκοσι και πλέον σημαντικούς τραγουδιστές, μεταξύ αυτών και ο σπουδαίος Γιάννης Μπέζος. Ο ταλαντούχος ηθοποιός έχει μελετήσει πολύ τον συνθέτη και είναι ένας από τους καταλληλότερους για να δώσει το «παρών» σε αυτό το αφιέρωμα. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε το 1995, με αφορμή πάλι μια συναυλία στο Καλλιμάρμαρο για τα 70χρονα του Μίκη και μαζί με τον Γιώργο Κιμούλη και τη Μάρω Κοντού είχε την ευθύνη της παρουσίασης.
Για εκείνον ο Θεοδωράκης είναι ένα τεράστιο σημείο αναφοράς σε μια εποχή που έχει έλλειψη τέτοιων ανθρώπων. «Είναι ένας ιδιαίτερα ποιητικός άνθρωπος, με πολύ χιούμορ, ευαισθησίες και λυρισμό. Αυτή η διάσταση του συνθέτη, η ανθρώπινη, με έχει ιδιαιτέρως συγκινήσει και αυτό θα ήθελα να το υπογραμμίσω. Η στάση του στη ζωή επηρέασε το έργο του. Ο Μίκης είναι ένας άνθρωπος που πάλεψε για να κερδίσει όσα έχει τώρα. Ανθρωπος που ζει μέσα στον κόσμο, τον αφουγκράζεται και βλέπει μπροστά. Βλέπει τη χαραυγή πριν από εμάς». Ο Γιάννης Μπέζος είναι ο πρώτος θεατρικός Μίκης. «Παρουσίασα τη ζωή του το 2000 σε μια στιγμή που ήταν νέος και δραστήριος, όπως και τώρα, γιατί ο Μίκης είναι ένας αιώνιος έφηβος, με όλους τους συμβολισμούς της φράσης. Είχαμε την τύχη να τον συναντάμε, να κουβεντιάζουμε και να διαμορφώνουμε το έργο έχοντας τη βοήθειά του και να τον έχουμε στο κοινό ακόμα και όταν παίζαμε μακριά από την Αθήνα. Είναι ευτυχής στιγμή για τον ηθοποιό να συνομιλεί με τον πρωταγωνιστή που υποδύεται, ειδικά όταν αυτός είναι ο Θεοδωράκης. Ηταν μια ιδιαίτερη δουλειά και μια αφορμή να έρθω κοντά του».
Ηταν η πρώτη φορά που είδαμε τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη στο θέατρο. «Ο Θέμης Μουμουλίδης αποφάσισε να κάνει αυτή τη σπουδαία δουλειά. Σε συνεργασία με την Κάκια Ιγερινού, που επιμελούνταν τα κείμενα, μελετώντας, πέραν των μουσικών του έργων, όλα τα κείμενα και τα βιβλία του Μίκη, την πεντάτομη βιογραφία του και αναρίθμητα άλλα. Πολύτιμο και ογκωδέστατο υλικό, πλήθος κειμένων. Εκαναν ένα έργο που να συνδέει τη ζωή του με το μουσικό του έργο. Δεν ήταν μια απλή βιογραφία. Κατέγραφε και παρουσίαζε τα ιστορικά γεγονότα της Ελλάδας, που συνδέονται με τη ζωή του και μέσα στα οποία γεννήθηκε η μουσική του. Ηταν μια παράσταση που παρουσίαζε γεγονότα-σταθμούς για την πατρίδα μας: πώς έδρασε ένας άνθρωπος που έζησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο, τα Δεκεμβριανά, τη δικτατορία, πώς ο ίδιος έζησε ως άνθρωπος και δημιουργός, αλλά και πώς η Ιστορία τον σημάδεψε. Παρουσιάσαμε τραγούδια του Θεοδωράκη σε σχέση με τα γεγονότα και εξηγώντας, αν θέλετε, το πλαίσιο και τις συνθήκες που γεννήθηκαν. Δεν είχαμε μια απλή παρουσίαση διάσπαρτων τραγουδιών, διότι η παράσταση ήταν και μουσική, αλλά και ένα ντοκουμέντο με ιστορική συνέχεια. Εκλήθην λοιπόν να υποδυθώ και να τραγουδήσω τον Μίκη».
«Δημιουργήθηκαν κόμματα για γέλια»
Δεν επρόκειτο για μυθοπλασία. Ηταν ένα δρώμενο για έναν άνθρωπο που είναι σε δράση. Δεν κάναμε την ξεπατικωτούρα ενός χαρακτήρα, αλλά προσπαθήσαμε να αποδώσουμε την αύρα του ανδρός μέσα από τις ιστορικές στιγμές του τόπου και του έργου. Αυτή ήταν και η προσέγγισή μου», περιγράφει ο Γ. Μπέζος για το πώς αισθάνθηκε όταν ενσάρκωνε τον σπουδαίο Μίκη Θεοδωράκη. «Προσπάθησα να αποδώσω με σκηνικό κύρος τις διαστάσεις της προσωπικότητάς του. Βέβαια, ήρθα πολύ κοντά και στην πνευματική και πολιτική προσωπικότητα, αλλά και στον άνθρωπο. Προσπάθησα να τον ερμηνεύσω και σε σχέση με την καλλιτεχνική και την πολιτική-ιστορική ανάγκη που τον έκανε να δημιουργεί, αλλά και να φωτίσω τις πιο λυρικές περιοχές του. Είναι ένας ονειροπόλος άνθρωπος, που βλέπει πιο μπροστά από την εποχή του».
Για το αν ο Γιάννης Μπέζος αισθάνεται και τραγουδιστής, πέρα από ηθοποιός, μιας και έχει τραγουδήσει και ηχογραφήσει Μίκη Θεοδωράκη, λέει: «Είμαι ηθοποιός που ερμηνεύει και τραγούδια, όχι τραγουδιστής. Εχω κάνει δύο συνεργασίες περιοδεύοντας με τη Λαϊκή Ορχήστρα “Μίκης Θεοδωράκης”. Εχω παίξει, έχω τραγουδήσει και ηχογραφήσει Μίκη Θεοδωράκη, έχω κάνει CD με αγαπημένα τραγούδια του, όπου μου έκανε την τιμή να συμμετάσχει και ο ίδιος».
Η κουβέντα έφτασε στο σήμερα και στην κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας. «Η Ελλάδα πέρασε έναν πανικό. Σαν κάποιος να έφαγε ένα πολύ ηχηρό χαστούκι, χωρίς να καταλαβαίνει γιατί. Αυτό δημιουργεί αναπόφευκτα πανικό και αυτό είναι ευθύνη του πολιτικού συστήματος. Χώρα και πολίτες έχουν μια ροπή προς τον λαϊκισμό. Μας αρέσουν τα “ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα”, που έγραψε και ο Γκάτσος. Περάσαμε μια δεκαετία με κρίση οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική», παρατηρεί και συμπεραίνει πως «δεν είχαμε ισχυρές βάσεις για να σταθούμε και να μην πανικοβληθούμε, γι’ αυτό γεννήθηκαν ακρότητες και δημιουργήθηκαν κόμματα για γέλια. Πανικόβλητοι ψηφοφόροι, που ψηφίζουν όποιον ανόητο βγαίνει σε τηλεόραση και ραδιόφωνο. Βρισκόμαστε 100 και χρόνια από τον εθνικό διχασμό του 1915, κυβέρνησε και η Αριστερά. Τώρα έκλεισε αυτός ο κύκλος και θα οδηγηθούμε σε μια νέα αρχή. Φυσικά, αυτό έγινε μέσα από αναταράξεις. Αυτό παρασύρει και τον πολιτισμό και την παιδεία, που είναι σε ύφεση, δημιουργώντας κοινωνικές ανισότητες και αδικίες. Αισθανόμαστε πανικόβλητοι. Μας φταίνε όλοι, κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον με καχυποψία και δεν κοιτάμε τα δικά μας τα χάλια. Αν δεν φτάσουμε στο σημείο να κάνουμε αυτοκριτική, δεν θα πάμε μπροστά. Θα μας φταίνε συνέχεια οι άλλοι». Καταλήγοντας, τονίζει ότι «το βασικότερο πρόβλημά μας είναι η έλλειψη αυτοκριτικής και παιδείας».