Η διεθνής παραγωγή «The Thread» έρχεται στην Επίδαυρο
Σε συμπαραγωγή της πολιτιστικής εταιρίας Λάβρυς με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
«Ο μύθος συναντά τον νεωτερισμό σε μια συναρπαστική συνεργασία γεμάτη βάθος... Ο Μάλιφαντ δημιουργεί μια ολόκληρη κοινότητα, το όραμα ενός κόσμου ταυτόχρονα αρχαίου και σύγχρονου». Αυτά είναι μόνο κάποια από τα σχόλια της βρετανικής The Guardian για την παραγωγή «The Thread», η οποία μετά την πρεμιέρα της στο Sadler's Wells του Λονδίνου, έρχεται στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου το Σάββατο 24 Αυγούστου σε συμπαραγωγή της πολιτιστικής εταιρίας Λάβρυς με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Τη σκηνοθεσία και τη χορογραφία της παράστασης που συνδέει τους παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς με τον σύγχρονο, υπογράφει ο διεθνούς φήμης χορογράφος Ράσελ Μάλιφαντ, ενώ η πρωτότυπη μουσική είναι του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Τα κοστούμια είναι της σχεδιάστριας μόδας Μαίρης Κατράντζου και οι φωτισμοί του Μάικλ Χαλς. Το έργο βασίζεται σε μια ιδέα της Γεωργίας Ηλιοπούλου, διευθύνουσας συμβούλου της εταιρίας Λάβρυς.
«Όταν ήρθε η Γεωργία Ηλιοπούλου με την ιδέα μιας νέας δημιουργίας βασισμένης στον παραδοσιακό ελληνικό χορό, ένιωσα ότι ήταν κάτι που με ενδιέφερε πολύ να εξερευνήσω» εξήγησε ο Ράσελ Μάλιφαντ στη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση της φιλόδοξης αυτής παραγωγής που μετά την Επίδαυρο θα συνεχίσει το ταξίδι της στην Ιταλία, στην Κύπρο, στη Γερμανία, ενώ θα τη δούμε τον χειμώνα και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Για τις ανάγκες της παράστασης, ο Βρετανός χορογράφος μελέτησε με τη βοήθεια δυο Ελλήνων δασκάλων, της Ελένης Σπαθιά και του Τάκη Καραχάλιου, τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς. «Ορισμένες κινήσεις στις παραδοσιακές φόρμες είναι εντυπωσιακά όμοιες με εκείνες που επηρέασαν την πρακτική μου εδώ και χρόνια και άλλες έχουν μια εντελώς διαφορετική αυστηρότητα και λειτουργία στη θεμελίωση τους -θεωρώ ότι είναι πλούτος η αναζήτηση και η διερεύνηση μιας κινησιολογίας που προέρχεται από τη συνάντηση αυτών των χορών με τις τόσο διαφορετικές ρίζες» ανέφερε.
Η παράσταση βασίζεται στον διάλογο του παρελθόντος με το παρόν. Δύο κόσμοι φαινομενικά αντίθετοι και ξένοι, ο κόσμος της παράδοσης και ο κόσμος της σύγχρονης κίνησης, συναντιούνται επί σκηνής. Όπως σημείωσε ο Ράσελ Μάλιφαντ, «υπάρχει ένα πνεύμα ομαδικότητας και κοινωνικής συμμετοχής, που ενσωματώνεται σε πολλές από τις μορφές του ελληνικού παραδοσιακού χορού και το έργο αυτό δομεί και αποδομεί κινήσεις παραδοσιακού χορού, όπως και κινήσεις σύγχρονου χορού για να δημιουργήσει μια νέα αντίληψη και πρόταση χορού για θεατές του σήμερα».
Η πρωτότυπη μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου πλαισιώνεται από διακεκριμένους σολίστ παραδοσιακών μουσικών οργάνων (γκάιντες, λύρες, νταούλια κ.λπ.). «Πάντα έδινα και δίνω την πρώτη θέση στη μνήμη. Όποιος κατορθώνει να εμβαθύνει, όσο το δυνατόν περισσότερο, στον χώρο που ονομάζουμε μνήμη τόσο δύναται να εκτοξευθεί στο μέλλον με εντυπωσιακή συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Γνωρίζοντας όσο τίποτα άλλο τη δύναμη της μουσικής ως θεία δύναμη που προϋπήρχε του ανθρώπου, και συνδυάζοντάς την με μία αρχέγονη ανθρώπινη έκφραση που είναι ο χορός, ήταν το βασικό ερέθισμα που με έκανε να ασχοληθώ με αυτό το εγχείρημα. Τη συνύπαρξη αυτών των δύο στοιχείων του πολιτιστικού θησαυρού του τόπου μου, σήμερα. Μία ολιστική προσέγγιση της εξέλιξης του ανθρώπου. Αυτό το έργο είναι σαν μια ανασκαφή στο παρελθόν και συγχρόνως στο μέλλον» αναφέρει στο σημείωμα του για την παράσταση ο Βαγγέλης Παπαθανασίου.
Για τον Μάλιφαντ, η συνεργασία του με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου υπήρξε τιμή και χαρά για τον ίδιο. «Ο μουσικός κόσμος που έχει δημιουργήσει, εμπεριέχει μια θεμελιώδη κατανόηση της παράδοσης και της κληρονομιάς, ενώ συγχρόνως κινείται σε νέες κατευθύνσεις που δημιουργούν αντιπαραθέσεις. Έχω εμπνευστεί από αυτή τη συνεργασία και είμαι πολύ ενθουσιασμένος που είμαι μέρος αυτής της δημιουργικής ομάδας» τόνισε.
Ο «χορογράφος του φωτός» Μάικλ Χαλς, που το ελληνικό κοινό γνωρίζει από τις συνεργασίες του με τον Ράσελ Μάλιφαντ, τον Άκραμ Καν και τον Ρομπέρ Λεπάζ, δημιούργησε ένα μοναδικό φωτιστικό «σκηνικό», ενώ η ανερχόμενη δύναμη του σύγχρονου ντιζάιν Μαίρη Κατράντζου σχεδίασε τα κοστούμια της παράστασης εμπνεόμενη από αρχαία μινωικά αγγεία.
Η ιδέα της παράστασης γεννήθηκε πριν από τρία χρόνια από τη Γεωργία Ηλιοπούλου, η οποία αποφάσισε να δημιουργήσει μια πρωτογενή παραγωγή χορού με διεθνούς φήμης συντελεστές και μια ομάδα 18 επιλεγμένων Ελλήνων χορευτών (12 χορευτών σύγχρονου και 6 χορευτών παραδοσιακού χορού). Όπως ανέφεραν οι συντελεστές, η παράσταση ονομάστηκε «The Thread» από τον μίτο της Αριάδνης, «το νήμα που ενώνει, το νήμα που μπορεί να μας ταξιδέψει σε κόσμους ασύμβατους φαινομενικά, φωτίζοντας υπόγειες συγγένειες που οι άνθρωποι διστάζουν να αποδεχτούν».
Τη σκηνοθεσία και τη χορογραφία της παράστασης που συνδέει τους παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς με τον σύγχρονο, υπογράφει ο διεθνούς φήμης χορογράφος Ράσελ Μάλιφαντ, ενώ η πρωτότυπη μουσική είναι του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Τα κοστούμια είναι της σχεδιάστριας μόδας Μαίρης Κατράντζου και οι φωτισμοί του Μάικλ Χαλς. Το έργο βασίζεται σε μια ιδέα της Γεωργίας Ηλιοπούλου, διευθύνουσας συμβούλου της εταιρίας Λάβρυς.
«Όταν ήρθε η Γεωργία Ηλιοπούλου με την ιδέα μιας νέας δημιουργίας βασισμένης στον παραδοσιακό ελληνικό χορό, ένιωσα ότι ήταν κάτι που με ενδιέφερε πολύ να εξερευνήσω» εξήγησε ο Ράσελ Μάλιφαντ στη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση της φιλόδοξης αυτής παραγωγής που μετά την Επίδαυρο θα συνεχίσει το ταξίδι της στην Ιταλία, στην Κύπρο, στη Γερμανία, ενώ θα τη δούμε τον χειμώνα και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Για τις ανάγκες της παράστασης, ο Βρετανός χορογράφος μελέτησε με τη βοήθεια δυο Ελλήνων δασκάλων, της Ελένης Σπαθιά και του Τάκη Καραχάλιου, τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς. «Ορισμένες κινήσεις στις παραδοσιακές φόρμες είναι εντυπωσιακά όμοιες με εκείνες που επηρέασαν την πρακτική μου εδώ και χρόνια και άλλες έχουν μια εντελώς διαφορετική αυστηρότητα και λειτουργία στη θεμελίωση τους -θεωρώ ότι είναι πλούτος η αναζήτηση και η διερεύνηση μιας κινησιολογίας που προέρχεται από τη συνάντηση αυτών των χορών με τις τόσο διαφορετικές ρίζες» ανέφερε.
Η παράσταση βασίζεται στον διάλογο του παρελθόντος με το παρόν. Δύο κόσμοι φαινομενικά αντίθετοι και ξένοι, ο κόσμος της παράδοσης και ο κόσμος της σύγχρονης κίνησης, συναντιούνται επί σκηνής. Όπως σημείωσε ο Ράσελ Μάλιφαντ, «υπάρχει ένα πνεύμα ομαδικότητας και κοινωνικής συμμετοχής, που ενσωματώνεται σε πολλές από τις μορφές του ελληνικού παραδοσιακού χορού και το έργο αυτό δομεί και αποδομεί κινήσεις παραδοσιακού χορού, όπως και κινήσεις σύγχρονου χορού για να δημιουργήσει μια νέα αντίληψη και πρόταση χορού για θεατές του σήμερα».
Η πρωτότυπη μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου πλαισιώνεται από διακεκριμένους σολίστ παραδοσιακών μουσικών οργάνων (γκάιντες, λύρες, νταούλια κ.λπ.). «Πάντα έδινα και δίνω την πρώτη θέση στη μνήμη. Όποιος κατορθώνει να εμβαθύνει, όσο το δυνατόν περισσότερο, στον χώρο που ονομάζουμε μνήμη τόσο δύναται να εκτοξευθεί στο μέλλον με εντυπωσιακή συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Γνωρίζοντας όσο τίποτα άλλο τη δύναμη της μουσικής ως θεία δύναμη που προϋπήρχε του ανθρώπου, και συνδυάζοντάς την με μία αρχέγονη ανθρώπινη έκφραση που είναι ο χορός, ήταν το βασικό ερέθισμα που με έκανε να ασχοληθώ με αυτό το εγχείρημα. Τη συνύπαρξη αυτών των δύο στοιχείων του πολιτιστικού θησαυρού του τόπου μου, σήμερα. Μία ολιστική προσέγγιση της εξέλιξης του ανθρώπου. Αυτό το έργο είναι σαν μια ανασκαφή στο παρελθόν και συγχρόνως στο μέλλον» αναφέρει στο σημείωμα του για την παράσταση ο Βαγγέλης Παπαθανασίου.
Για τον Μάλιφαντ, η συνεργασία του με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου υπήρξε τιμή και χαρά για τον ίδιο. «Ο μουσικός κόσμος που έχει δημιουργήσει, εμπεριέχει μια θεμελιώδη κατανόηση της παράδοσης και της κληρονομιάς, ενώ συγχρόνως κινείται σε νέες κατευθύνσεις που δημιουργούν αντιπαραθέσεις. Έχω εμπνευστεί από αυτή τη συνεργασία και είμαι πολύ ενθουσιασμένος που είμαι μέρος αυτής της δημιουργικής ομάδας» τόνισε.
Ο «χορογράφος του φωτός» Μάικλ Χαλς, που το ελληνικό κοινό γνωρίζει από τις συνεργασίες του με τον Ράσελ Μάλιφαντ, τον Άκραμ Καν και τον Ρομπέρ Λεπάζ, δημιούργησε ένα μοναδικό φωτιστικό «σκηνικό», ενώ η ανερχόμενη δύναμη του σύγχρονου ντιζάιν Μαίρη Κατράντζου σχεδίασε τα κοστούμια της παράστασης εμπνεόμενη από αρχαία μινωικά αγγεία.
Η ιδέα της παράστασης γεννήθηκε πριν από τρία χρόνια από τη Γεωργία Ηλιοπούλου, η οποία αποφάσισε να δημιουργήσει μια πρωτογενή παραγωγή χορού με διεθνούς φήμης συντελεστές και μια ομάδα 18 επιλεγμένων Ελλήνων χορευτών (12 χορευτών σύγχρονου και 6 χορευτών παραδοσιακού χορού). Όπως ανέφεραν οι συντελεστές, η παράσταση ονομάστηκε «The Thread» από τον μίτο της Αριάδνης, «το νήμα που ενώνει, το νήμα που μπορεί να μας ταξιδέψει σε κόσμους ασύμβατους φαινομενικά, φωτίζοντας υπόγειες συγγένειες που οι άνθρωποι διστάζουν να αποδεχτούν».