Εγκαίνια την 1η Οκτωβρίου για το Μουσείο Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή
Στο επιβλητικό ιδιόκτητο νεοκλασικό κτίριο με τη σύγχρονη προσθήκη, επί της οδού Ερατοσθένους 13 στο Παγκράτι, μόλις λίγα μέτρα από το Καλλιμάρμαρο
Ένα μουσείο διεθνούς εμβέλειας, σύγχρονης και μοντέρνας τέχνης, ιδίως ευρωπαϊκής, ανοίγει τις πύλες του στην καρδιά της Αθήνας. Την ερχόμενη εβδομάδα και συγκεκριμένα την 1η Οκτωβρίου, μετά από 26 χρόνια περιπέτειας, σχεδιασμών, παραχωρήσεων οικοπέδων και υπαναχωρήσεων, ήρθε πλέον η ώρα των εγκαινίων του πολυαναμενόμενου Μουσείου του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Αθήνα: Στο επιβλητικό ιδιόκτητο νεοκλασικό κτίριο με τη σύγχρονη προσθήκη, επί της οδού Ερατοσθένους 13 στο Παγκράτι, μόλις λίγα μέτρα από το Καλλιμάρμαρο.
Το πάθος του Βασίλη Γουλανδρή και της συζύγου του Ελίζας για την τέχνη, οδήγησε το ζευγάρι από τα μέσα της δεκαετίας του '50 και έως το τέλος της ζωής τους στη συγκρότηση μιας θαυμαστής συλλογής μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης, με εμφανές κριτήριο επιλογής των έργων το προσωπικό γούστο του ζεύγους και με χαρακτήρα συλλέκτη «παλαιάς κοπής» αντί του χρηματιστηρίου της τέχνης. Μια ιδιωτική συλλογή άκρως ενδιαφέρουσα για την Ιστορία της τέχνης, η οποία περιμένει τον επισκέπτη να την ανακαλύψει καθώς «διαβάζει» τα έργα. Ο τρόπος που παρουσιάζονται προς το παρόν 180 πίνακες, γλυπτά και αντικείμενα τέχνης, είναι άνετος και «ευανάγνωστος» χάρη στη σκηνογραφική τους διάταξη.
Μπαίνοντας από την ειδικά διαμορφωμένη πλατεία Αγ. Σπυρίδωνα, που αποτελεί δωρεά του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή προς τον δήμο Αθηναίων, στην είσοδο του μουσείου τον επισκέπτη υποδέχεται το πορτρέτο της Ελίζας Γουλανδρή δια χειρός Μαρκ Σαγκάλ (1966).
Ξεκινώντας από τον 1ο όροφο, βλέπει κανείς το πρώτο κορυφαίο απόκτημα της συλλογής, την «Θεία Μορφή» του Ελ Γκρέκο - έργο που αγοράστηκε από γκαλερί το 1956. Την επόμενη χρονιά, το ζεύγος Γουλανδρή στράφηκε στη σύγχρονη τέχνη και ιδιαίτερα στην πρωτοπορία της μοντέρνας τέχνης αγοράζοντας τρία έργα του Πολ Σεζάν, μεταξύ των οποίων μια μικρή αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη ενώ κοιτάζει πάνω από τον ώμο του: «Ο δάσκαλός μας, πατέρας όλων μας» τον είχε χαρακτηρίσει ο Πικάσο. Κάποια έργα της συλλογής, πίνακες και γλυπτά, προέρχονται από σειρές όπως ο «Καθεδρικός ναός της Ρουέν το πρωί» (ροζ απόχρωση) του Κλοντ Μονέ ή περιορισμένα αντίτυπα που έχυσε ο καλλιτέχνης σε μπρούντζο, όπως η συναρπαστική «Μικρή χορεύτρια δεκατεσσάρων ετών» του Ντεγκάς, «Η αιώνια άνοιξη» από τα ελάχιστα γλυπτά του Ροντέν που απεικονίζουν ερωτευμένο ζευγάρι. Έργα, ιστορίες, διαδρομές, ανεκδοτολογικές αναφορές των καλλιτεχνών ζωντανεύουν στους τοίχους του μουσείου. Σε περίοπτη θέση δεσπόζει η «Νεκρή φύση με καφετιέρα» του Βαν Γκογκ (1888). Μέσα σε δυσβάστακτη φτώχεια και μοναξιά στην Αρλ, ο κορυφαίος ζωγράφος σε ηλικία 35 ετών φώτισε τη σύνθεση με το δικό του θεϊκό κίτρινο χρώμα και μπλέ κοβαλτίου, μετατρέποντας τα «απαραίτητα για να φτιάχνει λίγο καφέ» σε φοβερό θησαυρό. Δίπλα του εκτίθεται ο πίνακας «Νεκρή φύση με γκρέιπ φρουτ»(1901 ή 1902) του φίλου του, Πολ Γκογκέν. Η περιδιάβαση στην ιστορία της τέχνης συνεχίζεται στον 2ο όροφο του μουσείου με έργα Βασίλι Καντίσνσκι, Πάουλ Κλέε, Φερνάν Λεζέ, Φράνσις Μπέικον κ.ά.
«Ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή αρέσκονταν να παραπέμπουν μέσω των επιλογών τους σε φανταστικούς, ως επί το πλείστον, διαλόγους μεταξύ αυτών των καλλιτεχνών» εξήγησε η υπεύθυνη της συλλογής Μαρία Κουτσομάλλη-Μορώ, κόρη του διευθυντή του νέου μουσείου, Κυριάκου Κουτσομάλλη, στην παρουσίαση στους δημοσιογράφους.
Ο 3ος και 4ος όροφος είναι αφιερωμένος σε Έλληνες καλλιτέχνες, μοντέρνους και σύγχρονους, με έργα Γιώργου Μπουζιάνη, Γιάννη Τσαρούχη, Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Γιάννη Μόραλη, Μιχάλη Τόμπρου κ.ά..
«Με τα εγκαίνια μπαίνει τέλος στην αβεβαιότητα τόσων χρόνων του μουσείου και ξεκινά μια αρχή. Θέλουμε το μουσείο να αποτελέσει φωτεινή ρωγμή, να δώσει στίγμα στην καθημερινότητα της Αθήνας» χαιρέτησε ο διευθυντής του νέου μουσείου Δημήτρης Κουτσομάλλης επισημαίνοντας τις μουσειολογικές προδιαγραφές για εκδηλώσεις στο αμφιθέατρο του μουσείου, την βιβλιοθήκη, τα εκπαιδευτικά προγράμματα για όλες τις ηλικίες, τις επισκέψεις σχολείων.
«Μετά το μουσείο της Άνδρου, το μουσείο στην Αθήνα δίνει σάρκα και οστά «στο όραμα δύο ανθρώπων ενωμένων και αγαπημένων 'παλαιάς κοπής', όπως χαρακτηριστικά είπε η Φλερέτ Καραδόντη, ανιψιά του ζεύγους Γουλανδρή και διευθύντρια του Ιδρύματος.
Το πάθος του Βασίλη Γουλανδρή και της συζύγου του Ελίζας για την τέχνη, οδήγησε το ζευγάρι από τα μέσα της δεκαετίας του '50 και έως το τέλος της ζωής τους στη συγκρότηση μιας θαυμαστής συλλογής μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης, με εμφανές κριτήριο επιλογής των έργων το προσωπικό γούστο του ζεύγους και με χαρακτήρα συλλέκτη «παλαιάς κοπής» αντί του χρηματιστηρίου της τέχνης. Μια ιδιωτική συλλογή άκρως ενδιαφέρουσα για την Ιστορία της τέχνης, η οποία περιμένει τον επισκέπτη να την ανακαλύψει καθώς «διαβάζει» τα έργα. Ο τρόπος που παρουσιάζονται προς το παρόν 180 πίνακες, γλυπτά και αντικείμενα τέχνης, είναι άνετος και «ευανάγνωστος» χάρη στη σκηνογραφική τους διάταξη.
Μπαίνοντας από την ειδικά διαμορφωμένη πλατεία Αγ. Σπυρίδωνα, που αποτελεί δωρεά του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή προς τον δήμο Αθηναίων, στην είσοδο του μουσείου τον επισκέπτη υποδέχεται το πορτρέτο της Ελίζας Γουλανδρή δια χειρός Μαρκ Σαγκάλ (1966).
Ξεκινώντας από τον 1ο όροφο, βλέπει κανείς το πρώτο κορυφαίο απόκτημα της συλλογής, την «Θεία Μορφή» του Ελ Γκρέκο - έργο που αγοράστηκε από γκαλερί το 1956. Την επόμενη χρονιά, το ζεύγος Γουλανδρή στράφηκε στη σύγχρονη τέχνη και ιδιαίτερα στην πρωτοπορία της μοντέρνας τέχνης αγοράζοντας τρία έργα του Πολ Σεζάν, μεταξύ των οποίων μια μικρή αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη ενώ κοιτάζει πάνω από τον ώμο του: «Ο δάσκαλός μας, πατέρας όλων μας» τον είχε χαρακτηρίσει ο Πικάσο. Κάποια έργα της συλλογής, πίνακες και γλυπτά, προέρχονται από σειρές όπως ο «Καθεδρικός ναός της Ρουέν το πρωί» (ροζ απόχρωση) του Κλοντ Μονέ ή περιορισμένα αντίτυπα που έχυσε ο καλλιτέχνης σε μπρούντζο, όπως η συναρπαστική «Μικρή χορεύτρια δεκατεσσάρων ετών» του Ντεγκάς, «Η αιώνια άνοιξη» από τα ελάχιστα γλυπτά του Ροντέν που απεικονίζουν ερωτευμένο ζευγάρι. Έργα, ιστορίες, διαδρομές, ανεκδοτολογικές αναφορές των καλλιτεχνών ζωντανεύουν στους τοίχους του μουσείου. Σε περίοπτη θέση δεσπόζει η «Νεκρή φύση με καφετιέρα» του Βαν Γκογκ (1888). Μέσα σε δυσβάστακτη φτώχεια και μοναξιά στην Αρλ, ο κορυφαίος ζωγράφος σε ηλικία 35 ετών φώτισε τη σύνθεση με το δικό του θεϊκό κίτρινο χρώμα και μπλέ κοβαλτίου, μετατρέποντας τα «απαραίτητα για να φτιάχνει λίγο καφέ» σε φοβερό θησαυρό. Δίπλα του εκτίθεται ο πίνακας «Νεκρή φύση με γκρέιπ φρουτ»(1901 ή 1902) του φίλου του, Πολ Γκογκέν. Η περιδιάβαση στην ιστορία της τέχνης συνεχίζεται στον 2ο όροφο του μουσείου με έργα Βασίλι Καντίσνσκι, Πάουλ Κλέε, Φερνάν Λεζέ, Φράνσις Μπέικον κ.ά.
«Ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή αρέσκονταν να παραπέμπουν μέσω των επιλογών τους σε φανταστικούς, ως επί το πλείστον, διαλόγους μεταξύ αυτών των καλλιτεχνών» εξήγησε η υπεύθυνη της συλλογής Μαρία Κουτσομάλλη-Μορώ, κόρη του διευθυντή του νέου μουσείου, Κυριάκου Κουτσομάλλη, στην παρουσίαση στους δημοσιογράφους.
Ο 3ος και 4ος όροφος είναι αφιερωμένος σε Έλληνες καλλιτέχνες, μοντέρνους και σύγχρονους, με έργα Γιώργου Μπουζιάνη, Γιάννη Τσαρούχη, Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Γιάννη Μόραλη, Μιχάλη Τόμπρου κ.ά..
«Με τα εγκαίνια μπαίνει τέλος στην αβεβαιότητα τόσων χρόνων του μουσείου και ξεκινά μια αρχή. Θέλουμε το μουσείο να αποτελέσει φωτεινή ρωγμή, να δώσει στίγμα στην καθημερινότητα της Αθήνας» χαιρέτησε ο διευθυντής του νέου μουσείου Δημήτρης Κουτσομάλλης επισημαίνοντας τις μουσειολογικές προδιαγραφές για εκδηλώσεις στο αμφιθέατρο του μουσείου, την βιβλιοθήκη, τα εκπαιδευτικά προγράμματα για όλες τις ηλικίες, τις επισκέψεις σχολείων.
«Μετά το μουσείο της Άνδρου, το μουσείο στην Αθήνα δίνει σάρκα και οστά «στο όραμα δύο ανθρώπων ενωμένων και αγαπημένων 'παλαιάς κοπής', όπως χαρακτηριστικά είπε η Φλερέτ Καραδόντη, ανιψιά του ζεύγους Γουλανδρή και διευθύντρια του Ιδρύματος.