«Ενήλικες στην αίθουσα»: Ναι μεν, αλλά για τη νέα ταινία του Γαβρά με Βαρουφάκη
Επαγγελματίες από τον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου μιλούν στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ για το πολιτικό θρίλερ, που βασίστηκε στις διηγήσεις του πρώην υπουργού.
Μόλις οκτώ ημέρες έχουν περάσει από τότε που βγήκε στις αίθουσες η νέα ταινία του πολύπειρου σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά «Ενήλικες στο δωμάτιο» («Adults in the room») και ήδη διχάζει τον κόσμο της Έβδομης Τέχνης.
Βασισμένη στα πολιτικά γεγονότα που στιγμάτισαν την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, όπως τα διηγείται στο βιβλίο του ο Γιάνης Βαρουφάκης, η ταινία διεισδύει στους διαδρόμους όπου αποφασίζεται η σύγχρονη οικονομική πολιτική, που τη χαρακτηρίζει «μια αρχαία ελληνική τραγωδία στη σύγχρονη εποχή».
Το πολιτικό θρίλερ μετρά στο πρώτο τετραήμερο 23.729 εισιτήρια από 78 αίθουσες πανελλαδικά, καταγράφοντας, δηλαδή, ένα χλιαρό εμπορικό ξεκίνημα. Άνθρωποι από τον χώρο του κινηματογράφου μίλησαν στα «Π» καταθέτοντας με ειλικρίνεια την άποψή τους.
«Η ταινία είναι εξαιρετική. Αλλά στην Ελλάδα είναι δύσκολο να την καταλάβουμε, γιατί, από τη στιγμή που ο καθένας έχει τη δική του άποψη ακόμα και πριν γυριστεί η ταινία, λογικό είναι, είτε δουν είτε δεν δουν την ταινία, να μην αλλάζουν άποψη», λέει ο κριτικός Ιάσονας Τριανταφυλλίδης, τονίζοντας ότι «πρωταγωνιστής δεν είναι ο Βαρουφάκης, αλλά ο Τσίπρας, γι’ αυτό και πολύ σοφά έχει βάλει ο Γαβράς, αλλά και ο Μπουρδούμης, που τον υποδύεται, από την αρχή μέχρι το τέλος να παίζει με τον τρόμο στην άκρη του ματιού, ότι κάποιος θα του τη “φέρει”, όπως τελικά έγινε στο φινάλε».
«Είναι ενδιαφέρουσα, με εξαιρετικούς πρωταγωνιστές, από έναν βραβευμένο κινηματογραφιστή. Στην Ελλάδα είμαστε μανούλες για να λέμε τη γνώμη μας για κάτι που δεν έχουμε δει. Δεν μιλάω πολιτικά, αλλά είναι μια ταινία που πρέπει να δούμε», σχολίασε στα «Π» ο πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Γιώργος Τσεμπερόπουλος.
Από την πλευρά του, ο κριτικός Παναγιώτης Τιμογιαννάκης εμμένει στην άποψη που έχει κοινοποιήσει και στην προσωπική του ιστοσελίδα, ότι δηλαδή αυτό που βλέπουμε ως ταινία, ως σενάριο, δεν είναι η ιστορία του Βαρουφάκη, αλλά η ιστορία της διαπραγμάτευσης. Με τον Βαρουφάκη ως κινητήριο μοχλό.
Ο Δημήτρης Δανίκας είναι πολύ πιο αυστηρός: «Τέτοια προχειράτζα δεν την περίμενα. Ούτε τόση αγιοποίηση και ηρωποίηση Βαρουφάκη. Επί δύο ατελείωτες, βαρετές ώρες, ανοιγόκλειναν πόρτες, ανοιγόκλειναν τα στόματά τους “ακέφαλα” σώματα, ανοιγόκλειναν πόρτες αυτοκινήτων, ανοιγόκλειναν αίθουσες διαπραγματεύσεων. Ανοιγόκλειναν σουίτες ξενοδοχείων. Ανοιγόκλειναν πόρτες διαμερισμάτων. Προς τι;», διερωτάται, κάνοντας λόγο για πανωλεθρία με ασήμαντους, άχρωμους, ανύπαρκτους ρολίστες.
Ο σκηνοθέτης-παραγωγός ελληνικών ταινιών Μάρκος Χολέβας είπε πως τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται η ταινία είναι τόσο πρόσφατα και τραυματικά για την πολιτική ιστορία της χώρας, που είναι επόμενο, ειδικά μετά την προβολή της στην Ελλάδα, να έχει προκληθεί έντονη διαμάχη και, σύμφωνα με το εθνικό μας σπορ, ένας νέος «διχασμός».
Για ένα εξαιρετικό πολιτικό θρίλερ, πολύ σκληρό, αλλά αληθινό, έκανε λόγο ο Ρήγας Αξελός, ηθοποιός, που διετέλεσε γενικός γραμματέας και πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών για 10 χρόνια και σήμερα είναι δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων. «Ανεξάρτητα αν συμφωνούμε με το περιεχόμενο, είναι αυθύπαρκτο κινηματογραφικό γεγονός και έτσι οφείλουμε να κρίνουμε. Θίγει τον κυνισμό τού πώς αποφασίζουν για τους λαούς της Ευρώπης οι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Ενωσης». «Μια εξαιρετική ταινία, δύο ώρες χωρίς ανάσα, με εξαιρετικές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς και επικεφαλής τους Λούλη, Μπουρδούμη, Τάρλοου και Γκολίνο.
Ο Γαβράς κέρδισε το στοίχημα», σχολίασε ο πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, Χάρης Παπαδόπουλος.
Από την πλευρά του ο κριτικός και παραγωγός Νίκος Μουρατίδης είπε: «Έχω απεριόριστη εκτίμηση στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του, αλλά το “Ενήλικοι στην αίθουσα” δεν μου άρεσε. Βαρέθηκα, δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμενα και απογοητεύτηκα. Αν θέλω, σώνει και καλά, να βρω κάτι θετικό, είναι η διάθεσή του να ξεσκεπάσει το παρασκήνιο της Ε.Ε. Μιλώντας για τα θετικά, ο Χρήστος Λούλης είναι ηθοποιάρα».
Την άποψή της εξέφρασε στα «Π» και η Ιρις Ζαχμανίδη, σκηνοθέτις ντοκιμαντέρ: «Respect για το σύνολο της δουλειάς του Γαβρά, όμως... οι “Ενήλικοι στην αίθουσα” είναι ένα επικοινωνιακό / πολιτικό γεγονός και όχι κινηματογραφικό. Η ταινία αφήνει τον κόσμο αδιάφορο. Ίσως γιατί η πρόσληψη της σημερινής Ελλάδας από τον Γαβρά ως χώρας του συρτάκι, ως χώρας που ζει ακόμη ως Ελλάδα της Φίνος Φιλμ των ’60s δεν βρίσκει πια αποδέκτες. Και η απόδοση του Τσίπρα ως πολιτικού που το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να γουρλώνει απορημένος τα μάτια, δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα που έχουν γι’ αυτόν ακόμα και οι χειρότεροι εχθροί του», δήλωσε, θέτοντας το ερώτημα αν ο Κώστας Γαβράς είναι ένας άνθρωπος τόσο κοντά ή τόσο μακριά από την Ελλάδα. «Εξοχος, πάντως, ο Χρήστος Λούλης ως ένας ιδανικός Βαρουφάκης», πρόσθεσε.
Τα «Π» απευθύνθηκαν και στην ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας και Πολιτικής Επικοινωνίας και πρόεδρο της Ταινιοθήκης της Ελλάδας, Μαρία Κομνηνού: «Αποτελεί ένα είδος πολιτικής διαθήκης, ίσως είναι και η μεγαλύτερη συνεισφορά του Γαβρά ως ιστορικού του 20ού και 21ου αιώνα», ανέφερε και πρόσθεσε «η ανάλυση του Γαβρά δεν διαφέρει από τα συμπεράσματα σημαντικών οικονομολόγων και δημοσιογράφων που έχουν ήδη καταγγείλει και τη συστηματική μεταφορά πόρων από τις χώρες του Νότου στις χώρες του ισχυρού Βορρά, τα εγκληματικά λάθη στις συνταγές της τρόικας, αλλά και την αντιδημοκρατική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικά του Eurogroup. Μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί».
Ο δημοσιογράφος Ηλίας Κανέλλης είπε πως η ταινία φτιάχτηκε ουσιαστικά με τη συνταγή μιας προπαγανδιστικής ταινίας. Αφηγείται δηλαδή (με κάποιες συμβάσεις) την ιστορία του Βαρουφάκη, την καταστροφική περίοδο που ήταν υπουργός έως το δημοψήφισμα και τα capital controls. «Στηρίζεται στη βεβαιότητα του Γιάνη ότι, αφού εξελέγη με αίτημα τη διαγραφή του ελληνικού χρέους, έπρεπε οι Ευρωπαίοι να εκπληρώσουν το αίτημά του ως έκφραση της δημοκρατικότητάς τους. Λες και δημοκρατία σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη είναι η εκπλήρωση των επιθυμιών των Ελλήνων αντιμνημονιακών. Η ταινία δείχνει τον ναρκισσισμό ενός γραφικού, που νόμιζε ότι έχει ραντεβού με την Ιστορία. Ο Γαβράς ξεπέρασε τον εαυτό του και, επιτέλους, σκηνοθέτησε για πρώτη φορά μια καθαρόαιμη κωμωδία. Η κάθαρση προέρχεται από τη διακωμώδηση του μεγαλύτερου δράματος της νεότερης Ιστορίας: της χρεοκοπίας της χώρας και της παρ’ ολίγον ολοκληρωτικής καταστροφής της από μια παρέα ιδεοληπτικών εξουσιομανών, με ιδιότυπη σχέση προς τη δημοκρατία και άσχετων με τις διεθνείς σχέσεις. Άγιο είχαμε, δηλαδή;», διερωτάται με απογοήτευση.
«Ο Χρήστος Λούλης, υιοθετώντας μια στην κόψη του ξυραφιού αυτοειρωνική αλαζονεία, τον υποδύεται με πειθώ, είναι όμως τόσο αγιογραφημένος και μονοδιάστατος σεναριακά που, σαν μοναχικός πιστολέρο από παλιομοδίτικο γουέστερν, καταλήγει ο απλός κουβαλητής έτοιμων πολιτικών καταγγελιών. Με τις ίδιες αδρές γραμμές περιγράφονται και οι χοντροκομμένοι χαρακτήρες οι οποίοι τον πλαισιώνουν (ο αδύναμος Τσίπρας, ο αδιάλλακτος Σόιμπλε), με τον σκηνοθέτη Γαβρά, επιδέξιο ως αφηγητή, να προδίδεται από το σεναριογραφικό alter ego του και τον διδακτικό ουμανισμό του», αναφέρει από την πλευρά του στα «Π» ο κριτικός Χρήστος Μήτσης.
Βασισμένη στα πολιτικά γεγονότα που στιγμάτισαν την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, όπως τα διηγείται στο βιβλίο του ο Γιάνης Βαρουφάκης, η ταινία διεισδύει στους διαδρόμους όπου αποφασίζεται η σύγχρονη οικονομική πολιτική, που τη χαρακτηρίζει «μια αρχαία ελληνική τραγωδία στη σύγχρονη εποχή».
Το πολιτικό θρίλερ μετρά στο πρώτο τετραήμερο 23.729 εισιτήρια από 78 αίθουσες πανελλαδικά, καταγράφοντας, δηλαδή, ένα χλιαρό εμπορικό ξεκίνημα. Άνθρωποι από τον χώρο του κινηματογράφου μίλησαν στα «Π» καταθέτοντας με ειλικρίνεια την άποψή τους.
«Η ταινία είναι εξαιρετική. Αλλά στην Ελλάδα είναι δύσκολο να την καταλάβουμε, γιατί, από τη στιγμή που ο καθένας έχει τη δική του άποψη ακόμα και πριν γυριστεί η ταινία, λογικό είναι, είτε δουν είτε δεν δουν την ταινία, να μην αλλάζουν άποψη», λέει ο κριτικός Ιάσονας Τριανταφυλλίδης, τονίζοντας ότι «πρωταγωνιστής δεν είναι ο Βαρουφάκης, αλλά ο Τσίπρας, γι’ αυτό και πολύ σοφά έχει βάλει ο Γαβράς, αλλά και ο Μπουρδούμης, που τον υποδύεται, από την αρχή μέχρι το τέλος να παίζει με τον τρόμο στην άκρη του ματιού, ότι κάποιος θα του τη “φέρει”, όπως τελικά έγινε στο φινάλε».
«Είναι ενδιαφέρουσα, με εξαιρετικούς πρωταγωνιστές, από έναν βραβευμένο κινηματογραφιστή. Στην Ελλάδα είμαστε μανούλες για να λέμε τη γνώμη μας για κάτι που δεν έχουμε δει. Δεν μιλάω πολιτικά, αλλά είναι μια ταινία που πρέπει να δούμε», σχολίασε στα «Π» ο πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Γιώργος Τσεμπερόπουλος.
Από την πλευρά του, ο κριτικός Παναγιώτης Τιμογιαννάκης εμμένει στην άποψη που έχει κοινοποιήσει και στην προσωπική του ιστοσελίδα, ότι δηλαδή αυτό που βλέπουμε ως ταινία, ως σενάριο, δεν είναι η ιστορία του Βαρουφάκη, αλλά η ιστορία της διαπραγμάτευσης. Με τον Βαρουφάκη ως κινητήριο μοχλό.
Ο Δημήτρης Δανίκας είναι πολύ πιο αυστηρός: «Τέτοια προχειράτζα δεν την περίμενα. Ούτε τόση αγιοποίηση και ηρωποίηση Βαρουφάκη. Επί δύο ατελείωτες, βαρετές ώρες, ανοιγόκλειναν πόρτες, ανοιγόκλειναν τα στόματά τους “ακέφαλα” σώματα, ανοιγόκλειναν πόρτες αυτοκινήτων, ανοιγόκλειναν αίθουσες διαπραγματεύσεων. Ανοιγόκλειναν σουίτες ξενοδοχείων. Ανοιγόκλειναν πόρτες διαμερισμάτων. Προς τι;», διερωτάται, κάνοντας λόγο για πανωλεθρία με ασήμαντους, άχρωμους, ανύπαρκτους ρολίστες.
Ο σκηνοθέτης-παραγωγός ελληνικών ταινιών Μάρκος Χολέβας είπε πως τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται η ταινία είναι τόσο πρόσφατα και τραυματικά για την πολιτική ιστορία της χώρας, που είναι επόμενο, ειδικά μετά την προβολή της στην Ελλάδα, να έχει προκληθεί έντονη διαμάχη και, σύμφωνα με το εθνικό μας σπορ, ένας νέος «διχασμός».
Για ένα εξαιρετικό πολιτικό θρίλερ, πολύ σκληρό, αλλά αληθινό, έκανε λόγο ο Ρήγας Αξελός, ηθοποιός, που διετέλεσε γενικός γραμματέας και πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών για 10 χρόνια και σήμερα είναι δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων. «Ανεξάρτητα αν συμφωνούμε με το περιεχόμενο, είναι αυθύπαρκτο κινηματογραφικό γεγονός και έτσι οφείλουμε να κρίνουμε. Θίγει τον κυνισμό τού πώς αποφασίζουν για τους λαούς της Ευρώπης οι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Ενωσης». «Μια εξαιρετική ταινία, δύο ώρες χωρίς ανάσα, με εξαιρετικές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς και επικεφαλής τους Λούλη, Μπουρδούμη, Τάρλοου και Γκολίνο.
Ο Γαβράς κέρδισε το στοίχημα», σχολίασε ο πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, Χάρης Παπαδόπουλος.
Από την πλευρά του ο κριτικός και παραγωγός Νίκος Μουρατίδης είπε: «Έχω απεριόριστη εκτίμηση στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του, αλλά το “Ενήλικοι στην αίθουσα” δεν μου άρεσε. Βαρέθηκα, δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμενα και απογοητεύτηκα. Αν θέλω, σώνει και καλά, να βρω κάτι θετικό, είναι η διάθεσή του να ξεσκεπάσει το παρασκήνιο της Ε.Ε. Μιλώντας για τα θετικά, ο Χρήστος Λούλης είναι ηθοποιάρα».
Την άποψή της εξέφρασε στα «Π» και η Ιρις Ζαχμανίδη, σκηνοθέτις ντοκιμαντέρ: «Respect για το σύνολο της δουλειάς του Γαβρά, όμως... οι “Ενήλικοι στην αίθουσα” είναι ένα επικοινωνιακό / πολιτικό γεγονός και όχι κινηματογραφικό. Η ταινία αφήνει τον κόσμο αδιάφορο. Ίσως γιατί η πρόσληψη της σημερινής Ελλάδας από τον Γαβρά ως χώρας του συρτάκι, ως χώρας που ζει ακόμη ως Ελλάδα της Φίνος Φιλμ των ’60s δεν βρίσκει πια αποδέκτες. Και η απόδοση του Τσίπρα ως πολιτικού που το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να γουρλώνει απορημένος τα μάτια, δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα που έχουν γι’ αυτόν ακόμα και οι χειρότεροι εχθροί του», δήλωσε, θέτοντας το ερώτημα αν ο Κώστας Γαβράς είναι ένας άνθρωπος τόσο κοντά ή τόσο μακριά από την Ελλάδα. «Εξοχος, πάντως, ο Χρήστος Λούλης ως ένας ιδανικός Βαρουφάκης», πρόσθεσε.
Τα «Π» απευθύνθηκαν και στην ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας και Πολιτικής Επικοινωνίας και πρόεδρο της Ταινιοθήκης της Ελλάδας, Μαρία Κομνηνού: «Αποτελεί ένα είδος πολιτικής διαθήκης, ίσως είναι και η μεγαλύτερη συνεισφορά του Γαβρά ως ιστορικού του 20ού και 21ου αιώνα», ανέφερε και πρόσθεσε «η ανάλυση του Γαβρά δεν διαφέρει από τα συμπεράσματα σημαντικών οικονομολόγων και δημοσιογράφων που έχουν ήδη καταγγείλει και τη συστηματική μεταφορά πόρων από τις χώρες του Νότου στις χώρες του ισχυρού Βορρά, τα εγκληματικά λάθη στις συνταγές της τρόικας, αλλά και την αντιδημοκρατική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικά του Eurogroup. Μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί».
Ο δημοσιογράφος Ηλίας Κανέλλης είπε πως η ταινία φτιάχτηκε ουσιαστικά με τη συνταγή μιας προπαγανδιστικής ταινίας. Αφηγείται δηλαδή (με κάποιες συμβάσεις) την ιστορία του Βαρουφάκη, την καταστροφική περίοδο που ήταν υπουργός έως το δημοψήφισμα και τα capital controls. «Στηρίζεται στη βεβαιότητα του Γιάνη ότι, αφού εξελέγη με αίτημα τη διαγραφή του ελληνικού χρέους, έπρεπε οι Ευρωπαίοι να εκπληρώσουν το αίτημά του ως έκφραση της δημοκρατικότητάς τους. Λες και δημοκρατία σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη είναι η εκπλήρωση των επιθυμιών των Ελλήνων αντιμνημονιακών. Η ταινία δείχνει τον ναρκισσισμό ενός γραφικού, που νόμιζε ότι έχει ραντεβού με την Ιστορία. Ο Γαβράς ξεπέρασε τον εαυτό του και, επιτέλους, σκηνοθέτησε για πρώτη φορά μια καθαρόαιμη κωμωδία. Η κάθαρση προέρχεται από τη διακωμώδηση του μεγαλύτερου δράματος της νεότερης Ιστορίας: της χρεοκοπίας της χώρας και της παρ’ ολίγον ολοκληρωτικής καταστροφής της από μια παρέα ιδεοληπτικών εξουσιομανών, με ιδιότυπη σχέση προς τη δημοκρατία και άσχετων με τις διεθνείς σχέσεις. Άγιο είχαμε, δηλαδή;», διερωτάται με απογοήτευση.
«Ο Χρήστος Λούλης, υιοθετώντας μια στην κόψη του ξυραφιού αυτοειρωνική αλαζονεία, τον υποδύεται με πειθώ, είναι όμως τόσο αγιογραφημένος και μονοδιάστατος σεναριακά που, σαν μοναχικός πιστολέρο από παλιομοδίτικο γουέστερν, καταλήγει ο απλός κουβαλητής έτοιμων πολιτικών καταγγελιών. Με τις ίδιες αδρές γραμμές περιγράφονται και οι χοντροκομμένοι χαρακτήρες οι οποίοι τον πλαισιώνουν (ο αδύναμος Τσίπρας, ο αδιάλλακτος Σόιμπλε), με τον σκηνοθέτη Γαβρά, επιδέξιο ως αφηγητή, να προδίδεται από το σεναριογραφικό alter ego του και τον διδακτικό ουμανισμό του», αναφέρει από την πλευρά του στα «Π» ο κριτικός Χρήστος Μήτσης.