Αν η δημοσιογραφία είναι η επίσημη αγαπημένη του Αντώνη Πρέκα, η ποίηση υπήρξε ανέκαθεν ο κρυφός του πόθος, κάτι σαν παράνομη σχέση και απωθημένο ταυτόχρονα. Χρόνια τώρα, πάνω στο γραφείο του, ανάμεσα στα πλάνα, τα κασέ και τα εξώφυλλα των εφημερίδων και των περιοδικών για τα οποία έχει εργαστεί, επί σειρά ετών, υπήρχε κάπου ένα χαρτί ή ένα άδειο πακέτο με στίχους του, τους οποίους σημείωνε πρόχειρα όταν τούς γεννούσε η έμπνευσή του για να τους αντιγράψει, αργότερα, στο πολύτιμο μπλοκ με τις ποιητικές του ανησυχίες.

Ο μαγικός κόσμος της ποίησης ήταν, διαχρονικά, για εκείνον, και παραμένει μέχρι σήμερα, ένα πολύτιμο καταφύγιο, μια διέξοδος από τον γοητευτικό μεν σκληρό και αγχωτικό δε κόσμο της δημογραφίας.

Όσοι τυγχάνει να γνωρίζουν αυτήν την...«παράνομη» σχέση του εξεπλάγησαν ευχάριστα όταν είδαν το όνομά του να φιγουράρει ανάμεσα στους υποψήφιους για τα βραβεία κοινού Public, στην κατηγορία «Σύγχρονη Ποίηση», για το πρόσφατο βιβλίο ποίησης με την υπογραφή του, με τίτλο «ΧΑΜΑΙ-ΛΕΟΝΤΑΡΙΣΜΟΙ και μεταμφιέσεις», που κυκλοφορεί από την «Εκδοτική Αθηνών».



«Πες μου καληνύχτα, άγγελέ μου/Πλάι σου θα στέκω να φυλώ./Άστα βασανάκια άγγελέ μου/Μες στα δυο μου χέρια να κρατώ...»: Στο βιβλίο αυτό ο Αντώνης Πρέκας, ο οποίος διατηρούσε πάντα στενή σχέση με τον χώρο των τεχνών – στα πρώτα του βήματα δοκιμάστηκε και στην υποκριτική – επιχειρεί να προσεγγίσει, να μεταφράσει, αποπειράται να μιμηθεί, όπως ο ίδιος σημειώνει, τον ποιητικό λόγο σπουδαίων ποιητών, διαφορετικών, ωστόσο, μεταξύ τους: από τον Βρεττάκο και τον Καρυωτάκη µέχρι τον Γκάτσο και τους ρεµπέτες και από τον Ελύτη και τον Καρούζο µέχρι τα συνθήµατα στους τοίχους της πόλη. Τα σχέδια και οι μορφές που συνοδεύουν τα ποιήματα τούς προσδίδουν μια ένταση και μια ζωντάνια που τα καθιστούν ακόμη πιο άμεσα και σημερινά.

«Πες μου καληνύχτα, άγγελέ μου/Πλάι σου θα στέκω να φυλώ./Άστα βασανάκια άγγελέ μου/Μες στα δυο μου χέρια να κρατώ...»: Στο βιβλίο αυτό ο Αντώνης Πρέκας, ο οποίος διατηρούσε πάντα στενή σχέση με τον χώρο των τεχνών – στα πρώτα του βήματα δοκιμάστηκε και στην υποκριτική – επιχειρεί να προσεγγίσει, να μεταφράσει, αποπειράται να μιμηθεί, όπως ο ίδιος σημειώνει, τον ποιητικό λόγο σπουδαίων ποιητών, διαφορετικών, ωστόσο, μεταξύ τους: από τον Βρεττάκο και τον Καρυωτάκη µέχρι τον Γκάτσο και τους ρεµπέτες και από τον Ελύτη και τον Καρούζο µέχρι τα συνθήµατα στους τοίχους της πόλη. Τα σχέδια και οι μορφές που συνοδεύουν τα ποιήματα τούς προσδίδουν μια ένταση και μια ζωντάνια που τα καθιστούν ακόμη πιο άμεσα και σημερινά.

«Το παρόν αποτελεί την συνέχεια µιας – ας την πούµε έτσι - «σπουδαστικής προπαίδειας», η οποία ξεκίνησε µε το «Συµφωνίες και δωδεκάλογοι» (Ασκήσεις Συµφώνων, ενίοτε και ασυµφώνως προς το συµφωνηµένο Σύµφωνο) του 1988 και εξελίχθηκε µε το «Σπονδές Ασπονδύλων» (εκδόσεις Πατάκη) του 1996. Πρόκειται για ένα «παιχνίδι παραλλαγής» επί χάρτου, που σκοπό έχει την συµµετοχή του αναγνώστη σε ένα απρόβλεπτο «κυνήγι θησαυρού» (ανάργυρου, όµως), µε κρυφές λέξεις – κλειδιά και εικόνες - γρίφους, σχεδόν χειροποίητες. Τελικός, φιλόδοξος στόχος του, να «αναδυθούν», ως κάποιο είδος «παυσίφοβου» για το αγωνιώδες της Ύπαρξης, οι εξαίσιοι ήχοι και οι αέναες διαδροµές της Ελληνικής γλώσσας, η οποία εξακολουθεί να γοητεύει περιδιαβαίνουσα του κόσµου τις «άκρο- λαλιές» και να παραµένει ζώσα στην διαχρονική καθηµερινότητά µας» εξηγεί ο ίδιος και προσθέτει με νόημα:

«∆ιαπερνώντας την ανεπαισθήτως, µέσα από τις «ενδοφλέβιες» λέξεις και τους κληρονοµικούς κώδικες των στίχων (ακόµη και των εν δυνάµει) ποιητών µας. Πηγάζοντας από τις επικές Ωδές του Οµήρου και εκβάλλοντας µέχρι τα αυτοσχέδια συνθήµατα στους τοίχους των κακόφηµων παρόδων των Εξαρχείων. Υπό τον τίτλο «ΧΑΜΑΙ- ΛΕΟΝΤΑΡΙΣΜΟΙ και µεταµφιέσεις» και υπότιτλο «Στιχουργικά καλλιγραφήµατα και απόπειρες µίµησης Ποιητικών πράξεων σπουδαίων», θέλησα να ξεκαθαρίσω από την «βιτρίνα» της προκείµενης συλλογής, όχι µόνο την ταυτότητα των προθέσεών µου, αλλά και την γονιδιακή καταγωγή των «εκθεµάτων» της. Επί της ουσίας, αναζητώντας µεθόδους «προσαρµογής» και «επιβίωσης» , ως άλλος «χαµαιλέων», επιδόθηκα (καθόλου ανεπαισθήτως) σε µια διττή ιχνηλασία. Από τη μία, επιχειρώντας ως προς τον τρόπο γραφής , ποιητικές προσοµοιώσεις κατά µίµηση του ύφους άλλων (µε φόντο το πολυτονικό ανάγλυφο) και από την άλλη, χρησιµοποιώντας ως παράλληλο εικαστικό στοιχείο - «καµουφλάζ» την παµπάλαιη τεχνική των «καλλιγραφηµάτων» (ή «καλλιγραµµάτων») την οποία επανέφερε στο λογοτεχνικό προσκήνιο (πριν από περίπου 100 χρόνια) ο Γάλλος Απωλλιναίρ και την οποία έκτοτε, έχουν χρησιµοποιήσει εκατοντάδες δηµιουργοί. Ανάµεσά τους και ο Γιώργος Σεφέρης».

Η σύνθεση του εξωφύλλου και η εικαστική προσαρμογή των εσωτερικών εικόνων έγινε από την νεαρή, ταλαντούχα και επίσης λάτρη των τεχνών Κατερίνα Πρέκα.

Η ψηφοφορία διεξάγεται ηλεκτρονικά μέσω e-mail και Facebook και όποιος επιθυμεί να συμμετάσχει, μπορεί να το βρει τις απαραίτητες πληροφορίες εδώ