Επιστολή 487 Ελλήνων και ξένων ακαδημαϊκών στον Πρωθυπουργό για τα μεγάλα δημόσια μουσεία
Σπουδαίοι επιστήμονες κάνουν έκκληση στον Πρωθυπουργό για την παραμονή των Μεγάλων Δημόσιων Μουσείων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων δημοσιεύει με ιδιαίτερη τιμή και ευγνωμοσύνη την ανοικτή επιστολή προς τον Πρωθυπουργό που υπογράφουν 487 έγκριτοι επιστήμονες, στην πλειονότητά τους αρχαιολόγοι, ιστορικοί, μουσειολόγοι και ιστορικοί της τέχνης, καθώς και δύο συλλογικοί φορείς του εξωτερικού, διατυπώνοντας την αντίθεσή τους στη σχεδιαζόμενη αποκοπή των μεγάλων Δημόσιων Μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία με την μετατροπή τους σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
Οι υπογράφοντες και υπογράφουσες αποτελούν διακεκριμένα μέλη της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας. Σε αυτούς συγκαταλέγονται Ακαδημαϊκοί, ομότιμοι και εν ενεργεία καθηγητές Πανεπιστημίων της Ελλάδας και του εξωτερικού, ειδικοί ερευνητές σημαντικών επιστημονικών κέντρων και ιδρυμάτων και επιστήμονες ξένων μουσείων. Kάποιοι ανάμεσά τους, μάλιστα, έχουν τιμηθεί με τις ύψιστες πολιτειακές διακρίσεις όχι μόνο στις χώρες τους, αλλά και στη δική μας. Την επιστολή συνυπογράφουν ο Dr. Patrick Schollmeyer, με την ιδιότητα του Προέδρου του Συλλόγου Γερμανών Αρχαιολόγων (Deutscher Archäologen-Verband e.V.), καθώς και η Ένωση Γερμανόφωνων Ερευνητριών και Ερευνητών στον Τομέα της Ελληνορωμαϊκής Αρχαιότητας (Mommsen Gesellschaft, Verband der Deutsche Sprachigen Forscherinnen und Forscher auf dem Gebiete des Griechisch-Römischen Altertums.
Οι 487 Έλληνες και ξένοι επιστήμονες εγνωσμένου κύρους από κορυφαία ιδρύματα 25 χωρών του κόσμου διαθέτουν μεγάλη εμπειρία και βαθιά γνώση της αρχαιολογικής και μουσειακής πραγματικότητας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, έχουν συνεργαστεί με πλήθος Μουσείων διεθνώς. Βασισμένοι σε αυτή την εμπειρία, ζητούν από τον Πρωθυπουργό να μην επιτρέψει την αποκοπή των μεγάλων Μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Με το κείμενό της, γραμμένο στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, η διεθνής επιστημονική κοινότητα εκφράζει τον βαθύ της προβληματισμό για τις συνέπειες της επικείμενης αλλαγής στο νομικό καθεστώς των πέντε μεγάλων Δημόσιων Μουσείων της χώρας, κυρίως λόγω της διαφαινόμενης έμφασης σε παρεχόμενες υπηρεσίες εμπορικού χαρακτήρα εις βάρος του πρωταρχικού προορισμού τους, που είναι η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, η προώθηση της επιστήμης και η παιδεία.
Η επιστολή αυτή αποτελεί τεράστιο ηθικό έρεισμα στον αγώνα μας για την παραμονή των Μεγάλων Μουσείων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, με την οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, και έρχεται να ενισχύσει τη φωνή τόσο των εν ενεργεία αρχαιολόγων όσο και 119 ιστορικών στελεχών του Υπουργείου Πολιτισμού, που έχουν ζητήσει με επιστολές και δημόσιες εκκλήσεις από τον Πρωθυπουργό και την Υπουργό Πολιτισμού να μην προχωρήσουν στην κατάθεση του εν λόγω σχεδίου νόμου.
Η ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Αξιότιμε κύριε Πρωθυπουργέ,
Με μεγάλη έκπληξη και ανησυχία πληροφορηθήκαμε πρόσφατα ότι επίκειται η εισαγωγή νομοσχεδίου στην Ελληνική Βουλή, το οποίο θα αλλάξει το νομικό καθεστώς των πέντε μεγαλύτερων ελληνικών κρατικών μουσείων (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου), καθώς από οργανικές μονάδες του Υπουργείου Πολιτισμού πρόκειται να μετατραπούν σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Τα μουσεία αυτά αποτελούσαν ανέκαθεν αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με την οποία μας συνδέουν βαθύτατοι δεσμοί. Η διακοπή της σχέσης αυτής συνεπείᾳ μιας τέτοιας νομοθετικής ρύθμισης θα είχε τα πλέον ανεπιθύμητα επακόλουθα για το μέλλον των μουσείων και την αρχαιολογική δραστηριότητα στην Ελλάδα.
Γνωρίζουμε ότι οι συλλογές των μουσείων αυτών αναδεικνύουν την ιστορία όλων των γεωγραφικών περιοχών του ελληνικού κράτους, αλλά και το συνολικό εύρος του ελληνικού πολιτισμού, ακόμη και πέραν της ελληνικής επικράτειας, όπως συμβαίνει με τις περιπτώσεις του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Έχουμε παρακολουθήσει το εντυπωσιακό τους έργο μέσα από πλήθος εκθέσεων, επιστημονικών καταλόγων και άλλων εκδόσεων, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών δράσεων, και, βεβαίως, μέσα από τις προσεγμένες επανεκθέσεις των μόνιμων συλλογών τους και τις διεθνείς βραβεύσεις των τελευταίων δεκαετιών. Αναγνωρίζουμε, επίσης, ότι τόσο η διάσωση του ελληνικού αρχαιολογικού πλούτου σε μια εποχή διάλυσης πολλών μουσειακών συλλογών παγκοσμίως όσο και η διάδοση της αρχαιολογικής έρευνας χρωστούν πολλά στους κρατικούς αυτούς οργανισμούς και, βεβαίως, στην τρέχουσα ελληνική νομοθεσία υπό την οποία λειτουργούν.
Η εξαγγελθείσα αλλαγή του νομικού καθεστώτος των πέντε μουσείων μάς προκαλεί βαθύ προβληματισμό. Ως αρχαιολόγοι, ιστορικοί, μουσειολόγοι, ιστορικοί της τέχνης, ως ακαδημαϊκοί, πανεπιστημιακοί καθηγητές και ερευνητές της αρχαιότητας, έχουμε βάσιμους λόγους ανησυχίας πως με την επικείμενη μετατροπή θα τεθεί σε δεύτερη μοίρα ο πρωταρχικός προορισμός των μουσείων ως χώρων διαφύλαξης των συλλογών για τις επόμενες γενιές, τεκμηρίωσης του παρελθόντος, έρευνας, προαγωγής της επιστήμης και διάχυσης της γνώσης. Θεωρούμε ότι θα δοθεί μονομερής έμφαση στις παρεχόμενες υπηρεσίες εμπορικού χαρακτήρα στα μουσεία, π.χ. πωλητήρια, καφέ, εστιατόρια, ενοικιάσεις εκθεσιακών χώρων, κλπ., υπηρεσίες σημαντικές μεν, ωστόσο δευτερεύουσες. Ο στόχος των Μουσείων πρέπει να είναι υψηλότερος εκείνου της οικονομικής κερδοφορίας: οφείλει να είναι η παιδεία των πολιτών.
Αξιότιμε κύριε Πρωθυπουργέ, σας ζητούμε να μην επιτρέψετε την αποκοπή των μεγάλων Μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, που πρωτοστάτησε μαζί με τους Τομείς Αρχαιολογίας των Πανεπιστημίων, την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και τις Ξένες Αρχαιολογικές Σχολές στην εξέλιξη της αρχαιολογικής επιστήμης. Απεναντίας, σας καλούμε να τα ενισχύσετε ακόμη περισσότερο με προσωπικό, οικονομικούς πόρους και τεχνογνωσία. Είναι άλλωστε παραδεκτό στη διεθνή αρχαιολογική και μουσειακή πρακτική και τη συνακόλουθη βιβλιογραφία ότι οι συλλογές των μουσείων πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αναπόσπαστα τμήματα του ιστορικού και ανασκαφικού τους πλαισίου (επομένως και διοικητικού / διαχειριστικού) και να μην αποκόπτονται με κανέναν τρόπο από αυτό. Μην αποκλείσετε τις αρχαιολογικές συλλογές, τόσο των μουσείων όσο και των Εφορειών Αρχαιοτήτων, από τα οφέλη και την ευθύνη μιας κοινής διαχείρισης, η οποία καθιστά τον υλικό πολιτισμό της αρχαίας και βυζαντινής περιόδου της Ελλάδας αυτό που όλοι επιδιώκουμε να παραμείνει: μια κοινή πολιτιστική κληρονομιά.
Η μετατροπή των δημόσιων μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου αντίκειται στη μακρά ιστορική τους πορεία και παράδοση ως δημοσίων αγαθών, αλλάζει καίρια τον χαρακτήρα τους και κλονίζει τον κομβικό ρόλο που επιτελούν στην κοινωνία.
Την έκκληση υπογράφουν:
Από την Ελλάδα: 131 επιστήμονες από 23 Πανεπιστήμια, Ερευνητικά Κέντρα και Επιστημονικές Εταιρείες, μεταξύ αυτών η Ακαδημία Αθηνών, η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία κ.ά.
Από το εξωτερικό: 356 επιστήμονες σε 25 χώρες του εξωτερικού (αλφαβητικά): Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελβετία, ΗΠΑ, Ιρλανδία, Ισπανία, Ισραήλ, Ιταλία, Κύπρος, Μεγάλη Βρετανία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Πολωνία, Πουέρτο Ρίκο , Σλοβακία, Σουηδία, Τουρκία, Τσεχία. Πρόκειται για επιστήμονες που εργάζονται σε 229 επιστημονικούς φορείς, Ακαδημίες, διεθνή πανεπιστημιακά ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα, Μουσεία, Επιστημονικές Εταιρείες. Μεταξύ αυτών το Βρετανικό Μουσείο, το Λούβρο, το Musées Royaux d’Art et d’Histoire των Βρυξελλών, το Montreal Museum of Fine Arts, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας, το Μουσείο J. Paul Getty. οι Ακαδημίες του Μονάχου (Bayerische Akademie der Wissenschaften) και του Βερολίνου (Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften), η Βρετανική και η Αυστριακή Ακαδημία, η Κυπριακή Ακαδημία Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών. Από το πανεπιστήμιο της Σορβόννης, το Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη, το Πανεπιστήμιο της Βιέννης, της Χαϊδελβέργης, από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπως το Harvard, το Yale, το Princeton, το Columbia, το Brown, το Πανεπιστήμιο της Pennsylvania, το Cornell κ.ά.
Οι υπογράφοντες και υπογράφουσες αποτελούν διακεκριμένα μέλη της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας. Σε αυτούς συγκαταλέγονται Ακαδημαϊκοί, ομότιμοι και εν ενεργεία καθηγητές Πανεπιστημίων της Ελλάδας και του εξωτερικού, ειδικοί ερευνητές σημαντικών επιστημονικών κέντρων και ιδρυμάτων και επιστήμονες ξένων μουσείων. Kάποιοι ανάμεσά τους, μάλιστα, έχουν τιμηθεί με τις ύψιστες πολιτειακές διακρίσεις όχι μόνο στις χώρες τους, αλλά και στη δική μας. Την επιστολή συνυπογράφουν ο Dr. Patrick Schollmeyer, με την ιδιότητα του Προέδρου του Συλλόγου Γερμανών Αρχαιολόγων (Deutscher Archäologen-Verband e.V.), καθώς και η Ένωση Γερμανόφωνων Ερευνητριών και Ερευνητών στον Τομέα της Ελληνορωμαϊκής Αρχαιότητας (Mommsen Gesellschaft, Verband der Deutsche Sprachigen Forscherinnen und Forscher auf dem Gebiete des Griechisch-Römischen Altertums.
Οι 487 Έλληνες και ξένοι επιστήμονες εγνωσμένου κύρους από κορυφαία ιδρύματα 25 χωρών του κόσμου διαθέτουν μεγάλη εμπειρία και βαθιά γνώση της αρχαιολογικής και μουσειακής πραγματικότητας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, έχουν συνεργαστεί με πλήθος Μουσείων διεθνώς. Βασισμένοι σε αυτή την εμπειρία, ζητούν από τον Πρωθυπουργό να μην επιτρέψει την αποκοπή των μεγάλων Μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Με το κείμενό της, γραμμένο στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, η διεθνής επιστημονική κοινότητα εκφράζει τον βαθύ της προβληματισμό για τις συνέπειες της επικείμενης αλλαγής στο νομικό καθεστώς των πέντε μεγάλων Δημόσιων Μουσείων της χώρας, κυρίως λόγω της διαφαινόμενης έμφασης σε παρεχόμενες υπηρεσίες εμπορικού χαρακτήρα εις βάρος του πρωταρχικού προορισμού τους, που είναι η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, η προώθηση της επιστήμης και η παιδεία.
Η επιστολή αυτή αποτελεί τεράστιο ηθικό έρεισμα στον αγώνα μας για την παραμονή των Μεγάλων Μουσείων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, με την οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, και έρχεται να ενισχύσει τη φωνή τόσο των εν ενεργεία αρχαιολόγων όσο και 119 ιστορικών στελεχών του Υπουργείου Πολιτισμού, που έχουν ζητήσει με επιστολές και δημόσιες εκκλήσεις από τον Πρωθυπουργό και την Υπουργό Πολιτισμού να μην προχωρήσουν στην κατάθεση του εν λόγω σχεδίου νόμου.
Η ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Αξιότιμε κύριε Πρωθυπουργέ,
Με μεγάλη έκπληξη και ανησυχία πληροφορηθήκαμε πρόσφατα ότι επίκειται η εισαγωγή νομοσχεδίου στην Ελληνική Βουλή, το οποίο θα αλλάξει το νομικό καθεστώς των πέντε μεγαλύτερων ελληνικών κρατικών μουσείων (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου), καθώς από οργανικές μονάδες του Υπουργείου Πολιτισμού πρόκειται να μετατραπούν σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Τα μουσεία αυτά αποτελούσαν ανέκαθεν αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με την οποία μας συνδέουν βαθύτατοι δεσμοί. Η διακοπή της σχέσης αυτής συνεπείᾳ μιας τέτοιας νομοθετικής ρύθμισης θα είχε τα πλέον ανεπιθύμητα επακόλουθα για το μέλλον των μουσείων και την αρχαιολογική δραστηριότητα στην Ελλάδα.
Γνωρίζουμε ότι οι συλλογές των μουσείων αυτών αναδεικνύουν την ιστορία όλων των γεωγραφικών περιοχών του ελληνικού κράτους, αλλά και το συνολικό εύρος του ελληνικού πολιτισμού, ακόμη και πέραν της ελληνικής επικράτειας, όπως συμβαίνει με τις περιπτώσεις του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Έχουμε παρακολουθήσει το εντυπωσιακό τους έργο μέσα από πλήθος εκθέσεων, επιστημονικών καταλόγων και άλλων εκδόσεων, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών δράσεων, και, βεβαίως, μέσα από τις προσεγμένες επανεκθέσεις των μόνιμων συλλογών τους και τις διεθνείς βραβεύσεις των τελευταίων δεκαετιών. Αναγνωρίζουμε, επίσης, ότι τόσο η διάσωση του ελληνικού αρχαιολογικού πλούτου σε μια εποχή διάλυσης πολλών μουσειακών συλλογών παγκοσμίως όσο και η διάδοση της αρχαιολογικής έρευνας χρωστούν πολλά στους κρατικούς αυτούς οργανισμούς και, βεβαίως, στην τρέχουσα ελληνική νομοθεσία υπό την οποία λειτουργούν.
Η εξαγγελθείσα αλλαγή του νομικού καθεστώτος των πέντε μουσείων μάς προκαλεί βαθύ προβληματισμό. Ως αρχαιολόγοι, ιστορικοί, μουσειολόγοι, ιστορικοί της τέχνης, ως ακαδημαϊκοί, πανεπιστημιακοί καθηγητές και ερευνητές της αρχαιότητας, έχουμε βάσιμους λόγους ανησυχίας πως με την επικείμενη μετατροπή θα τεθεί σε δεύτερη μοίρα ο πρωταρχικός προορισμός των μουσείων ως χώρων διαφύλαξης των συλλογών για τις επόμενες γενιές, τεκμηρίωσης του παρελθόντος, έρευνας, προαγωγής της επιστήμης και διάχυσης της γνώσης. Θεωρούμε ότι θα δοθεί μονομερής έμφαση στις παρεχόμενες υπηρεσίες εμπορικού χαρακτήρα στα μουσεία, π.χ. πωλητήρια, καφέ, εστιατόρια, ενοικιάσεις εκθεσιακών χώρων, κλπ., υπηρεσίες σημαντικές μεν, ωστόσο δευτερεύουσες. Ο στόχος των Μουσείων πρέπει να είναι υψηλότερος εκείνου της οικονομικής κερδοφορίας: οφείλει να είναι η παιδεία των πολιτών.
Αξιότιμε κύριε Πρωθυπουργέ, σας ζητούμε να μην επιτρέψετε την αποκοπή των μεγάλων Μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, που πρωτοστάτησε μαζί με τους Τομείς Αρχαιολογίας των Πανεπιστημίων, την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και τις Ξένες Αρχαιολογικές Σχολές στην εξέλιξη της αρχαιολογικής επιστήμης. Απεναντίας, σας καλούμε να τα ενισχύσετε ακόμη περισσότερο με προσωπικό, οικονομικούς πόρους και τεχνογνωσία. Είναι άλλωστε παραδεκτό στη διεθνή αρχαιολογική και μουσειακή πρακτική και τη συνακόλουθη βιβλιογραφία ότι οι συλλογές των μουσείων πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αναπόσπαστα τμήματα του ιστορικού και ανασκαφικού τους πλαισίου (επομένως και διοικητικού / διαχειριστικού) και να μην αποκόπτονται με κανέναν τρόπο από αυτό. Μην αποκλείσετε τις αρχαιολογικές συλλογές, τόσο των μουσείων όσο και των Εφορειών Αρχαιοτήτων, από τα οφέλη και την ευθύνη μιας κοινής διαχείρισης, η οποία καθιστά τον υλικό πολιτισμό της αρχαίας και βυζαντινής περιόδου της Ελλάδας αυτό που όλοι επιδιώκουμε να παραμείνει: μια κοινή πολιτιστική κληρονομιά.
Η μετατροπή των δημόσιων μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου αντίκειται στη μακρά ιστορική τους πορεία και παράδοση ως δημοσίων αγαθών, αλλάζει καίρια τον χαρακτήρα τους και κλονίζει τον κομβικό ρόλο που επιτελούν στην κοινωνία.
Την έκκληση υπογράφουν:
Από την Ελλάδα: 131 επιστήμονες από 23 Πανεπιστήμια, Ερευνητικά Κέντρα και Επιστημονικές Εταιρείες, μεταξύ αυτών η Ακαδημία Αθηνών, η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία κ.ά.
Από το εξωτερικό: 356 επιστήμονες σε 25 χώρες του εξωτερικού (αλφαβητικά): Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελβετία, ΗΠΑ, Ιρλανδία, Ισπανία, Ισραήλ, Ιταλία, Κύπρος, Μεγάλη Βρετανία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Πολωνία, Πουέρτο Ρίκο , Σλοβακία, Σουηδία, Τουρκία, Τσεχία. Πρόκειται για επιστήμονες που εργάζονται σε 229 επιστημονικούς φορείς, Ακαδημίες, διεθνή πανεπιστημιακά ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα, Μουσεία, Επιστημονικές Εταιρείες. Μεταξύ αυτών το Βρετανικό Μουσείο, το Λούβρο, το Musées Royaux d’Art et d’Histoire των Βρυξελλών, το Montreal Museum of Fine Arts, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας, το Μουσείο J. Paul Getty. οι Ακαδημίες του Μονάχου (Bayerische Akademie der Wissenschaften) και του Βερολίνου (Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften), η Βρετανική και η Αυστριακή Ακαδημία, η Κυπριακή Ακαδημία Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών. Από το πανεπιστήμιο της Σορβόννης, το Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη, το Πανεπιστήμιο της Βιέννης, της Χαϊδελβέργης, από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπως το Harvard, το Yale, το Princeton, το Columbia, το Brown, το Πανεπιστήμιο της Pennsylvania, το Cornell κ.ά.