Χαρακιές πάνω στον χρόνο: Ένα μυθιστόρημα για τις γυναίκες που ασφυκτιούν στο γάμο τους
Η συγγραφέας Αφροδίτη Βακάλη μιλάει για τη συγκλονιστική ιστορία που αποτελεί το τρίτο της μυθιστόρημα
Στο τρίτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Χαρακιές πάνω στον χρόνο» των εκδόσεων Ψυχογιός, η συγγραφέας Αφροδίτη Βακάλη μιλά για μια γυναίκα που ασφυκτιά μέσα στον γάμο της. Ένας άντρας συναισθηματικά λειψός, ερωτεύεται μια γυναίκα που είναι γεννημένη ν’ αγαπά και να γαληνεύει τους ανθρώπους. Αυτή μονάχα μπορεί να λυτρώσει τους ήρωές της. Κρύβεται μέσα τους, αδυνατούν όμως να την δουν. Θα τα καταφέρουν άραγε; Η απάντηση ξεδιπλώνεται σελίδα-σελίδα, μέσα από την δυνατή της ιστορία που υπόσχεται να σας κρατήσει άριστη συντροφιά αυτό το καλοκαίρι.
Η Αφροδίτη Βακάλη που διεισδύει βαθιά στον ψυχισμό των ηρώων της ακουμπώντας το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα της βίας κατά των γυναικών, μιλάει στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ και τη Μαριάνθη Κουνιά.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, ένας ξένος, ταλαιπωρημένος απ’ το ταξίδι, βρίσκει θαλπωρή και καταφύγιο στο σπίτι μιας γυναίκας που είναι γεννημένη ν’ αγαπά, να προσφέρει, να γαληνεύει τους ανθρώπους. Πιο πέρα, στο δάσος, η Ελισσώ. Γιάτρισσα, μαΐστρα, κατέχει τη Γνώση, τη Σοφία της ζωής. Ρίχνει τους ρούνους και βλέπει το πριν και το μετά. Μα δεν τα βλέπει όλα… Ένα μυστικό. Ένας γρίφος, που ζητάει να λυθεί. Ψυχές ταραγμένες που προσπαθούν να ισορροπήσουν, να βρουν τον σκοπό τους και να γιατρευτούν. Μόνος δρόμος, η
Αλήθεια∙ αυτή που κρύβεται μέσα τους κι αδυνατούν να δούνε. Αυτή μονάχα μπορεί να τους λυτρώσει. Η Αλήθεια της ψυχής. Τίποτα πέρα απ’ αυτήν, τίποτα χωρίς αυτήν…
Η ιστορία είναι καθαρά μυθοπλασία, όπως και όλες οι ιστορίες των βιβλίων μου. Το προτιμώ αυτό, διότι νιώθω ότι έτσι δεν δεσμεύομαι και μπορώ να αφήσω τη φαντασία μου ελεύθερη ∙ πράγμα πολύ δελεαστικό. Ξεκινώ πάντα από έναν συγκεκριμένο ήρωα και γύρω του χτίζω σιγά –σιγά την πλοκή. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η αρχική μου σκέψη, το έναυσμα για να γραφτεί ένα βιβλίο, δεν είναι κάποιο θέμα το οποίο αποφασίζω από πριν να αναπτύξω και να επεξεργαστώ, αλλά εκείνος ο ήρωας. Ο χαρακτήρας και οι «ιδιαιτερότητές» του είναι αυτά που με εμπνέουν και διαμορφώνουν τον κεντρικό άξονα του βιβλίο. Στις «Χαρακιές», ο άξονας αυτός είναι η λυτρωτική δύναμη της εσωτερικής μας αλήθειας και το ταξίδι προς αυτήν.
Πιστεύω ότι ισχύει αυτό. Και το παράδοξο είναι ότι, ενώ ζούμε σε μια εποχή που το διαζύγιο είναι πρακτικά πολύ πιο εύκολο από ό,τι παλαιότερα, πολλές γυναίκες δυσκολεύονται να απομακρυνθούν από μια σχέση που όχι μόνο δεν τις καλύπτει, αλλά πολύ συχνά τις βλάπτει κιόλας. Κι αυτό συμβαίνει είτε λόγω φόβου, είτε λόγω ανασφάλειας, είτε διότι πρέπει να έρθουν σε ρήξη με τον περίγυρό τους ή, ακόμη χειρότερα, με τον ίδιο τους τον εαυτό. Είναι πολύ πιο εύκολο να αποδεχτεί κανείς τα όποια τείχη τον περιβάλλουν και να συνηθίσει να ζει μέσα σ’ αυτά, παρά να τα γκρεμίσει. Άλλωστε, τα βαθύτερα, προσωπικά μας «θέλω», οι ανάγκες μας είναι συχνά δυσδιάκριτα καθώς επισκιάζονται - συνειδητά ή ασυνείδητα - από αυτά που επιτάσσει η κοινωνία, το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώσαμε, η παιδεία μας και όλα εν γένει τα εξωτερικά ερεθίσματα που μας έχουν διαμορφώσει. Είναι δύσκολο, λοιπόν, να απεγκλωβιστεί κάποιος από μια κατάσταση στην οποία δεν γνωρίζει πάντα με σαφήνεια γιατί εγκλωβίστηκε. Χρειάζεται ενδελεχής ενδοσκόπηση και πολλή δύναμη για να τα καταφέρει, ειδικά όταν και η ίδια η κοινωνία δεν είναι πάντα υποστηρικτική.
Οι άνθρωποι είμαστε μιμητικά όντα. Τα παιδιά πάντοτε «ξεσηκώνουν» τις συμπεριφορές που βλέπουν γύρω τους και κυρίως, μέσα στην οικογένεια τους. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο σχολείο. Γνωρίζοντας τους γονείς ενός μαθητή, κατανοούμε απόλυτα τη συμπεριφορά του, θετική ή αρνητική.
Επομένως, ένα βίαιο άτομο έχει πιθανότατα μεγαλώσει μέσα σε ένα βίαιο περιβάλλον. Ο πατέρας που δε σέβεται τη σύζυγό του, που την κακοποιεί λεκτικά, ψυχολογικά ή και σωματικά, αναπόφευκτα μεγαλώνει έναν γιο που, στη συνέχεια, θα κακοποιεί με τους ίδιους τρόπους τις συντρόφους του. Και η μητέρα που αποδέχεται την κακοποίηση τού περνάει το μήνυμα ότι όλα είναι επιτρεπτά. Τα στρεβλά πρότυπα γεννούν, δυστυχώς, στρεβλές συμπεριφορές.
Επίσης, και η απόλυτη ανοχή είναι εξίσου επικίνδυνη. Τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς όρια, χωρίς να έχουν μάθει να σέβονται τους γύρω τους και θεωρούν ότι μπορούν να κάνουν ό,τι επιθυμούν δίχως συνέπειες, είναι εύκολο αργότερα να καταφύγουν στη βία προκειμένου να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες ή τις ανάγκες τους. Κάθε παιδί χρειάζεται υγιή πρότυπα και από μικρή ηλικία, να μάθει να σέβονται τον εαυτό του και τους άλλους. Να συνειδητοποιήσει ότι στις πράξεις υπάρχουν όρια και συνέπειες. Αλλιώς, είναι πολύ εύκολο μεγαλώνοντας να αναπτύξει αποκλίνουσες συμπεριφορές.
Με παίδεψαν οι ήρωες και η σύνδεση των ιστοριών τους. Ήταν ατίθασοι, απρόβλεπτοι, αλλού ήθελα να τους πάω κι αλλού με πήγαιναν. Μου παρουσίαζαν διαρκώς καινούργιες πτυχές του χαρακτήρα τους που δεν μπορούσα να αγνοήσω και συνεπώς, με παρέσερναν σε διαφορετικά μονοπάτια από αυτά που αρχικά είχα στον νου μου. Νομίζω, όμως, ότι τελικά έκανα καλά που τους εμπιστεύτηκα και τους ακολούθησα. Άλλωστε, τι άλλο μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας από το να ακολουθήσει τους ήρωες του;
Ασφαλώς και είχα. Κι αυτά, μάλιστα, ήταν και τα πιο δύσκολα σημεία για να γραφτούν. Ήξερα τι συναίσθημα ήθελα να αποδώσω με λέξεις και όταν δεν το ένιωθα, έσβηνα το συγκεκριμένο κομμάτι και το έγραφα ξανά και ξανά από την αρχή. Άλλωστε, αν δεν κατάφερνε να συγκινήσει εμένα, την ίδια, πώς θα μπορούσα να ελπίζω ότι θα συγκινήσει τον αναγνώστη;
Μεγάλο ερώτημα αυτό και μακάρι να υπήρχε μία απλή απάντηση, μια συγκεκριμένη συνταγή να ακολουθήσουμε. Προσωπικά, θα ήμουν πολύ ευτυχής. Σίγουρα οι φιλόσοφοι και οι ψυχολόγοι έχουν διάφορες απόψεις και θεωρίες.
Εγώ, ούσα ούτε φιλόσοφος, ούτε ψυχολόγος, πιστεύω απλά ότι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε είναι η ενδοσκόπηση. Να κοιτάξουμε βαθειά μέσα μας και να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τα πραγματικά μας «θέλω», τις προσωπικές μας ανάγκες. Αυτά που πηγάζουν από τον πυρήνα της ύπαρξης μας και όχι εκείνα που μας έμαθαν ότι θέλουμε και χρειαζόμαστε. Να αναλογιστούμε, επίσης, τα λάθη μας. Όσο είναι εφικτό, να κατανοήσουμε τι μας οδήγησε σε αυτά και να αποδεχτούμε το μερίδιο της ευθύνης που μας αναλογεί στις συνέπειές τους. Βέβαια, αυτή η εσωτερική διαδικασία αναζήτησης δεν είναι μόνο δύσκολη αλλά και επώδυνη. Όταν η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας δεν ταυτίζεται με το ποιοι είμαστε πραγματικά, η απομυθοποίηση της δεν είναι εύκολη, μας τσακίζει. Για να βρούμε, όμως, την αλήθεια της ψυχής μας δεν υπάρχει άλλος δρόμος, νομίζω. Πρέπει να διαλυθούν οι λανθασμένες εικόνες για να μπορέσουν να αναδυθούν οι πραγματικές. Τότε μόνο θα μπορέσουμε να ισορροπήσουμε και να λυτρωθούμε ∙
αν μη τι άλλο, από την πλάνη.
Ομολογώ πως, όχι. Ο πειρασμός αυτός με κυνηγά ανελέητα όσο γράφω. Πριν παραδώσω το κείμενο στον εκδότη, το δουλεύω πολύ καιρό. Το διαβάζω ξανά και ξανά, κάθε παράγραφο, κάθε κεφάλαιο, κάνω αλλαγές, αφαιρώ και προσθέτω κομμάτια. Ακόμη κι όταν έχει ολοκληρωθεί, συνεχίζω να το επεξεργάζομαι. Ποτέ δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένη, το πειράζω διαρκώς. Πάντα υπάρχει μια λέξη που μου φαίνεται καταλληλότερη, ένα ρήμα εδώ, ένα επίθετο εκεί, κάτι που θέλω να αλλάξω. Έχω μανία με τις λέξεις. Θα μπορούσα να αλλάζω λέξεις ασταμάτητα και να μην το παραδώσω ποτέ. Ξέρω, όμως, ότι κάποια στιγμή πρέπει να το αποχωριστώ. Τότε, παίρνω βαθιά ανάσα και το στέλνω στον εκδότη. Από κει και πέρα, αποδέχομαι ότι είναι ό,τι καλύτερο μπορούσα να κάνω και το αφήνω στην κρίση του αναγνώστη.
Η Αφροδίτη Βακάλη που διεισδύει βαθιά στον ψυχισμό των ηρώων της ακουμπώντας το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα της βίας κατά των γυναικών, μιλάει στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ και τη Μαριάνθη Κουνιά.
Η υπόθεση με λίγα λόγια
Μια κοπέλα, εγκλωβισμένη σ’ ένα σπίτι που έχει παντού χαραγμένο τ’ όνομά της, ασφυκτιά μέσα στον γάμο της, στη φυλακή που αντί για σίδερα έχει λέξεις. Ένας άντρας, μεγαλωμένος με τη ρετσινιά του «μπάσταρδου», μοναχικός, σκληρός, συναισθηματικά λειψός, ακροβατεί στο περιθώριο μιας κοινωνίας που από νωρίς τον απορρίπτει και τον εχθρεύεται. Ένας έρωτας, μια αμοιβαία ανάγκη, μια φυγή και ένα άδοξο τέλος.Δεκαπέντε χρόνια μετά, ένας ξένος, ταλαιπωρημένος απ’ το ταξίδι, βρίσκει θαλπωρή και καταφύγιο στο σπίτι μιας γυναίκας που είναι γεννημένη ν’ αγαπά, να προσφέρει, να γαληνεύει τους ανθρώπους. Πιο πέρα, στο δάσος, η Ελισσώ. Γιάτρισσα, μαΐστρα, κατέχει τη Γνώση, τη Σοφία της ζωής. Ρίχνει τους ρούνους και βλέπει το πριν και το μετά. Μα δεν τα βλέπει όλα… Ένα μυστικό. Ένας γρίφος, που ζητάει να λυθεί. Ψυχές ταραγμένες που προσπαθούν να ισορροπήσουν, να βρουν τον σκοπό τους και να γιατρευτούν. Μόνος δρόμος, η
Αλήθεια∙ αυτή που κρύβεται μέσα τους κι αδυνατούν να δούνε. Αυτή μονάχα μπορεί να τους λυτρώσει. Η Αλήθεια της ψυχής. Τίποτα πέρα απ’ αυτήν, τίποτα χωρίς αυτήν…
Πως αποφασίσατε το θέμα του βιβλίου σας; Πρόκειται για αληθινή ιστορία;
Η ιστορία είναι καθαρά μυθοπλασία, όπως και όλες οι ιστορίες των βιβλίων μου. Το προτιμώ αυτό, διότι νιώθω ότι έτσι δεν δεσμεύομαι και μπορώ να αφήσω τη φαντασία μου ελεύθερη ∙ πράγμα πολύ δελεαστικό. Ξεκινώ πάντα από έναν συγκεκριμένο ήρωα και γύρω του χτίζω σιγά –σιγά την πλοκή. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η αρχική μου σκέψη, το έναυσμα για να γραφτεί ένα βιβλίο, δεν είναι κάποιο θέμα το οποίο αποφασίζω από πριν να αναπτύξω και να επεξεργαστώ, αλλά εκείνος ο ήρωας. Ο χαρακτήρας και οι «ιδιαιτερότητές» του είναι αυτά που με εμπνέουν και διαμορφώνουν τον κεντρικό άξονα του βιβλίο. Στις «Χαρακιές», ο άξονας αυτός είναι η λυτρωτική δύναμη της εσωτερικής μας αλήθειας και το ταξίδι προς αυτήν.
Πιστεύετε πως υπάρχουν πολλές γυναίκες που είναι εγκλωβισμένες μέσα σε ένα γάμο;
Πιστεύω ότι ισχύει αυτό. Και το παράδοξο είναι ότι, ενώ ζούμε σε μια εποχή που το διαζύγιο είναι πρακτικά πολύ πιο εύκολο από ό,τι παλαιότερα, πολλές γυναίκες δυσκολεύονται να απομακρυνθούν από μια σχέση που όχι μόνο δεν τις καλύπτει, αλλά πολύ συχνά τις βλάπτει κιόλας. Κι αυτό συμβαίνει είτε λόγω φόβου, είτε λόγω ανασφάλειας, είτε διότι πρέπει να έρθουν σε ρήξη με τον περίγυρό τους ή, ακόμη χειρότερα, με τον ίδιο τους τον εαυτό. Είναι πολύ πιο εύκολο να αποδεχτεί κανείς τα όποια τείχη τον περιβάλλουν και να συνηθίσει να ζει μέσα σ’ αυτά, παρά να τα γκρεμίσει. Άλλωστε, τα βαθύτερα, προσωπικά μας «θέλω», οι ανάγκες μας είναι συχνά δυσδιάκριτα καθώς επισκιάζονται - συνειδητά ή ασυνείδητα - από αυτά που επιτάσσει η κοινωνία, το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώσαμε, η παιδεία μας και όλα εν γένει τα εξωτερικά ερεθίσματα που μας έχουν διαμορφώσει. Είναι δύσκολο, λοιπόν, να απεγκλωβιστεί κάποιος από μια κατάσταση στην οποία δεν γνωρίζει πάντα με σαφήνεια γιατί εγκλωβίστηκε. Χρειάζεται ενδελεχής ενδοσκόπηση και πολλή δύναμη για να τα καταφέρει, ειδικά όταν και η ίδια η κοινωνία δεν είναι πάντα υποστηρικτική.
Ποια είναι τα λάθη στο μεγάλωμα ενός άντρα, ώστε αυτός να γίνει βίαιος και κακός με τις γυναίκες;
Οι άνθρωποι είμαστε μιμητικά όντα. Τα παιδιά πάντοτε «ξεσηκώνουν» τις συμπεριφορές που βλέπουν γύρω τους και κυρίως, μέσα στην οικογένεια τους. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο σχολείο. Γνωρίζοντας τους γονείς ενός μαθητή, κατανοούμε απόλυτα τη συμπεριφορά του, θετική ή αρνητική.
Επομένως, ένα βίαιο άτομο έχει πιθανότατα μεγαλώσει μέσα σε ένα βίαιο περιβάλλον. Ο πατέρας που δε σέβεται τη σύζυγό του, που την κακοποιεί λεκτικά, ψυχολογικά ή και σωματικά, αναπόφευκτα μεγαλώνει έναν γιο που, στη συνέχεια, θα κακοποιεί με τους ίδιους τρόπους τις συντρόφους του. Και η μητέρα που αποδέχεται την κακοποίηση τού περνάει το μήνυμα ότι όλα είναι επιτρεπτά. Τα στρεβλά πρότυπα γεννούν, δυστυχώς, στρεβλές συμπεριφορές.
Επίσης, και η απόλυτη ανοχή είναι εξίσου επικίνδυνη. Τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς όρια, χωρίς να έχουν μάθει να σέβονται τους γύρω τους και θεωρούν ότι μπορούν να κάνουν ό,τι επιθυμούν δίχως συνέπειες, είναι εύκολο αργότερα να καταφύγουν στη βία προκειμένου να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες ή τις ανάγκες τους. Κάθε παιδί χρειάζεται υγιή πρότυπα και από μικρή ηλικία, να μάθει να σέβονται τον εαυτό του και τους άλλους. Να συνειδητοποιήσει ότι στις πράξεις υπάρχουν όρια και συνέπειες. Αλλιώς, είναι πολύ εύκολο μεγαλώνοντας να αναπτύξει αποκλίνουσες συμπεριφορές.
Τι σας δυσκόλεψε περισσότερο στη συγγραφή αυτής της ιστορίας;
Με παίδεψαν οι ήρωες και η σύνδεση των ιστοριών τους. Ήταν ατίθασοι, απρόβλεπτοι, αλλού ήθελα να τους πάω κι αλλού με πήγαιναν. Μου παρουσίαζαν διαρκώς καινούργιες πτυχές του χαρακτήρα τους που δεν μπορούσα να αγνοήσω και συνεπώς, με παρέσερναν σε διαφορετικά μονοπάτια από αυτά που αρχικά είχα στον νου μου. Νομίζω, όμως, ότι τελικά έκανα καλά που τους εμπιστεύτηκα και τους ακολούθησα. Άλλωστε, τι άλλο μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας από το να ακολουθήσει τους ήρωες του;
Κάποια σημεία δημιουργούν μεγάλη συγκίνηση στον αναγνώστη. Είχατε κι εσείς την ίδια συγκίνηση όταν τα γράφατε;
Ασφαλώς και είχα. Κι αυτά, μάλιστα, ήταν και τα πιο δύσκολα σημεία για να γραφτούν. Ήξερα τι συναίσθημα ήθελα να αποδώσω με λέξεις και όταν δεν το ένιωθα, έσβηνα το συγκεκριμένο κομμάτι και το έγραφα ξανά και ξανά από την αρχή. Άλλωστε, αν δεν κατάφερνε να συγκινήσει εμένα, την ίδια, πώς θα μπορούσα να ελπίζω ότι θα συγκινήσει τον αναγνώστη;
Τι μας οδηγεί τελικά να ανακαλύψουμε την αλήθεια της ψυχής μας, ώστε να λυτρωθούμε;
Μεγάλο ερώτημα αυτό και μακάρι να υπήρχε μία απλή απάντηση, μια συγκεκριμένη συνταγή να ακολουθήσουμε. Προσωπικά, θα ήμουν πολύ ευτυχής. Σίγουρα οι φιλόσοφοι και οι ψυχολόγοι έχουν διάφορες απόψεις και θεωρίες.
Εγώ, ούσα ούτε φιλόσοφος, ούτε ψυχολόγος, πιστεύω απλά ότι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε είναι η ενδοσκόπηση. Να κοιτάξουμε βαθειά μέσα μας και να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τα πραγματικά μας «θέλω», τις προσωπικές μας ανάγκες. Αυτά που πηγάζουν από τον πυρήνα της ύπαρξης μας και όχι εκείνα που μας έμαθαν ότι θέλουμε και χρειαζόμαστε. Να αναλογιστούμε, επίσης, τα λάθη μας. Όσο είναι εφικτό, να κατανοήσουμε τι μας οδήγησε σε αυτά και να αποδεχτούμε το μερίδιο της ευθύνης που μας αναλογεί στις συνέπειές τους. Βέβαια, αυτή η εσωτερική διαδικασία αναζήτησης δεν είναι μόνο δύσκολη αλλά και επώδυνη. Όταν η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας δεν ταυτίζεται με το ποιοι είμαστε πραγματικά, η απομυθοποίηση της δεν είναι εύκολη, μας τσακίζει. Για να βρούμε, όμως, την αλήθεια της ψυχής μας δεν υπάρχει άλλος δρόμος, νομίζω. Πρέπει να διαλυθούν οι λανθασμένες εικόνες για να μπορέσουν να αναδυθούν οι πραγματικές. Τότε μόνο θα μπορέσουμε να ισορροπήσουμε και να λυτρωθούμε ∙
αν μη τι άλλο, από την πλάνη.
Μετά την έκδοση του βιβλίου, μπήκατε στον πειρασμό να αλλάξετε κάτι σε αυτό;
Ομολογώ πως, όχι. Ο πειρασμός αυτός με κυνηγά ανελέητα όσο γράφω. Πριν παραδώσω το κείμενο στον εκδότη, το δουλεύω πολύ καιρό. Το διαβάζω ξανά και ξανά, κάθε παράγραφο, κάθε κεφάλαιο, κάνω αλλαγές, αφαιρώ και προσθέτω κομμάτια. Ακόμη κι όταν έχει ολοκληρωθεί, συνεχίζω να το επεξεργάζομαι. Ποτέ δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένη, το πειράζω διαρκώς. Πάντα υπάρχει μια λέξη που μου φαίνεται καταλληλότερη, ένα ρήμα εδώ, ένα επίθετο εκεί, κάτι που θέλω να αλλάξω. Έχω μανία με τις λέξεις. Θα μπορούσα να αλλάζω λέξεις ασταμάτητα και να μην το παραδώσω ποτέ. Ξέρω, όμως, ότι κάποια στιγμή πρέπει να το αποχωριστώ. Τότε, παίρνω βαθιά ανάσα και το στέλνω στον εκδότη. Από κει και πέρα, αποδέχομαι ότι είναι ό,τι καλύτερο μπορούσα να κάνω και το αφήνω στην κρίση του αναγνώστη.