Χρήστος Κυριαζής: Η ανέκδοτη συνέντευξη στα Παραπολιτικά
Στο ένθετο του πολιτισμού «Secret» της εφημερίδας Παραπολιτικά και τον Γιάννη Ξυνόπουλο η ανέκδοτη συνέντευξη - από τις τελευταίες που έδωσε ο Πειραιώτης τραγουδοποιός Χρήστος Κυριαζής.
Η στήλη δημοσιεύει μια ανέκδοτη συνέντευξη στην εφημερίδα Παραπολιτικά και τον Γιάννη Ξυνόπουλο, του Πειραιώτη τραγουδοποιού Χρήστου Κυριαζή, που έφυγε από τη ζωή την Τετάρτη 10 Νοεμβρίου.
Άρχισα να ψάχνω τον Χρήστο Κυριαζή µετά τις εµφανίσεις του µε τους Onirama και την τελευταία του εµφάνιση µε τη Νατάσα Θεοδωρίδου. Τον συνάντησα στις αρχές του 2020, λίγο πριν από την πρώτη καραντίνα. Aφορµή της συνέντευξης ήταν τρία καινούργια τραγούδια που είχε κυκλοφορήσει. Του θύµισα ότι ήµουν ένας από τους πρώτους που είχαν παίξει τραγούδια του από την ΕΡΑ Sport 101,8 τότε, στον πρώτο δίσκο από τη Sony, όπως και ότι ήταν και προσκεκληµένος στη ραδιοφωνική µου εκποµπή.
H συνάντησή µας µετά από σχεδόν είκοσι χρόνια είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ηταν πάρα πολύ φιλικός και απαντούσε σε ό,τι τον ρωτούσα. Μου µίλησε για την αγάπη του, για τον Πειραιά, για τα τραγούδια που είχε γράψει για την περιοχή και για το ότι ήθελε να κάνει µια µεγάλη συναυλία στο λιµάνι. Θα µιλούσε µε τον δήµαρχο Γιάννη Μώραλη...
Μου είπε για τη γνωριµία του µε τον Μάνο Χατζιδάκι και τους αγώνες τραγουδιού του 1981 στην Κέρκυρα µε το τραγούδι που είχε στείλει, µε τίτλο «Κυριακή απόγευµα», που το τραγούδησε τελικά ο Βασίλης Λέκκας και όχι ο ίδιος, γιατί έπρεπε να πάει να παίξει στη Θεσσαλονίκη.
Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης έπαιρνε την κιθάρα και τραγουδούσε ζωντανά κάποια καινούργια του τραγούδια, για να του πω τη γνώµη µου. Ήταν µία από τις συνεντεύξεις που είχα χαρεί, γιατί δεν ήταν µόνο ο µεταεφηβικός µου ήρωας, αλλά και ένας άνθρωπος που άνοιξε το σπίτι του και την καρδιά του και µου άφησε τις καλύτερες αναµνήσεις.
Η συνέντευξη κράτησε µιάµιση ώρα εκεί, στο Φάληρο...
«Είναι πολλά τα χρόνια που έχεις φύγει από τον Πειραιά;», τον ρώτησα. «Έχω φύγει, σε εισαγωγικά, από µικρός. Όλη µέρα εκεί είµαι. Είχα το µαγαζί στην παραλιακή και µε βόλεψε πολύ η περιοχή».
Και το στούντιο ήταν η ζωή του… «Η καλύτερη στιγµή δεν είναι όταν γράφω ή όταν ηχογραφώ ή όταν παίζω το τραγούδι, αλλά όταν παίρνω το demo και το βάζω στο αυτοκίνητο και φεύγω. Αυτή η στιγµή είναι µαγική.
Τότε παίρνω τις αποφάσεις για το ποια τραγούδια θα βάλω στο άλµπουµ ή ποια θα αφήσω για αργότερα. Μου έρχονται στο µυαλό µου πολλά διαφορετικά τραγούδια. ∆εν έχω µια µανιέρα. Έχω γράψει και ροκ και νησιώτικα, λαϊκά και ζεµπέκικα. Αφού µου έλεγε ο Τάσος Φαληρέας: “Πώς σου έρχονται αυτά, ρε µπαγάσα;”.
Του έλεγα: “Τάσο, έχω µια εξήγηση. Από τη µάνα µου άκουγα νησιώτικα, γιατί ήταν από την Πάρο (στην Πάρο µεγάλωσα τα καλοκαίρια), και ο πατέρας µου άκουγε Ακη Πάνου, Τσιτσάνη, Καζαντζίδη, αλλά µε τον Ακη Πάνου είχε λόξα, τον είχε πολύ ψηλά. Σαν παιδί άκουγα από τον αµερικάνικο σταθµό στη Γλυφάδα ροκ και όλα αυτά µπερδεύονται µέσα στο µυαλό µου, χωρίς να ξέρω πώς γίνεται. Και φαντάσου ότι τις προάλλες έγραψα ένα ποντιακό τραγούδι - και είναι πολύ περίεργο γιατί δεν έχω παίξει τέτοιο πράγµα ποτέ».
Προσαρµοσµένος στα της πανδηµίας, τηρούσε απόλυτα τα µέτρα. Έμενε στο σπίτι, διάβαζε βιβλία... «Ακούω τα παλιά µου τραγούδια και γράφω καινούργια. ∆εν κάθοµαι καθόλου, ασταµάτητα δουλεύω. ∆εν µπορώ να πω ότι φοβάµαι, απλώς προσέχω, όπως µας λένε. ∆εν κάνω παρέες, δεν βγαίνω έξω και κάνω αυτά που πρέπει.
∆εν βγαίνω στον Πειραιά και αυτό µου έχει λείψει. Μαζεύω το υλικό µου, για να ξεκινήσω όποτε επιτραπεί να ηχογραφώ τον δίσκο µου, που τώρα είναι µισοέτοιµος, µε µια κιθάρα στο χέρι. Όλος ο νέος µου δίσκος θα είναι µε δικά µου τραγούδια µόνο µε µία κιθάρα. Αυτό είναι κάτι που ονειρευόµουνα χρόνια να το κάνω, αλλά τώρα ήρθε η στιγµή.
Θα είναι σαν να ακούς τον Κυριαζή να παίζει σε ένα δωµάτιο µόνος του, όπως βγαίνει το τραγούδι, πρωτόγονο, χωρίς φτιασίδια. Μέσα από αυτό ανακαλύπτω κι εγώ τον εαυτό µου. Έλεγε ο Πικάσο ότι “έφτασα 80 χρονών για να ζωγραφίζω µπάλες σαν παιδί”. Κι εγώ έφτασα 67 για να παίζω πάλι σαν παιδί µε την κιθάρα. Όλο αυτό µου θυµίζει τα νιάτα µου. ∆εν ξέρω πώς θα το δεχθεί ο κόσµος όλο αυτό, θα δούµε...».
Πώς και δεν έκανε ένα live µέσα από τα social media; «Μου κάνανε προτάσεις να παίξω από το σπίτι μου, από το μπαλκόνι μου, αλλά δεν θέλω, έτσι όπως είναι τα πράγματα, να βγω και να κάνω live. Τώρα τι να σου λέω.
Δεν μου βγαίνει, δεν ξέρω γιατί. Το κάνουν όλοι τώρα αυτό, άσε εγώ να μην το κάνω».
Έδινε την εντύπωση ότι ήταν ο πιο πονεμένος άνθρωπος, ενώ έχει ζήσει ζωή παραμυθένια.
«Είμαι και τα δύο αυτά πράγματα μαζί. Έχω αγαπήσει πολύ στη ζωή μου κι έχω αγαπηθεί. Η αγάπη είναι η πιο δυνατή ενέργεια και γι’ αυτό πιστεύω ότι όταν φεύγουν από τη ζωή άτομα που αγαπήσαμε θα ξαναβρεθούμε. Αυτό οφείλεται στην υπερβολική ευαισθησία μου, που μπορεί να είναι κουραστική και να έχει πόνο, αλλά μου βγήκε σε καλό. Είχε και ανταμοιβές. Συμβαίνει πολλές φορές ένα τραγούδι να έρχεται σε πέντε λεπτά, άλλες όμως δεν συμβαίνει. Κατάλαβα ότι όσο το πιέζω δεν βγαίνει».
Είχε παραδεχθεί ως ταλέντο τον Παντελή Παντελίδη, τον πόνο που βγάζουν τα τραγούδια του. «Όταν άκουσα για πρώτη φορά τραγούδι του, κατάλαβα το παιδί αμέσως. Έχουμε ακόμα ένα κοινό με τον Παντελή: δεν μας “έφτιαξε” δισκογραφική εταιρεία. Γίναμε μόνοι μας. Παλαιότερα είχε γραφτεί ότι ο Κυριαζής ανεβάζει τη γυναίκα, ενώ ο Παντελίδης τής τα “χώνει”. Ήταν πιο νέος και είχε νεύρο.
Ειδικά ο Μάκης Μάτσας ήρθε στο καμαρίνι μου στο “Zoom” και μου είπε: “Χρηστάκη, ανταμείφθηκες. Γιατί όμως δεν έφερες σε εμάς τον δίσκο;”. Του είπα: “Κύριε Μάκη, το έφερα, αλλά μου είπατε όχι”. Με ρώτησε: “Ποιος σου είπε όχι;”. “Ο Μπουρμάς”, του απάντησα. Εμεινε έκπληκτος και την άλλη μέρα ο Μπουρμάς πάει από τη Μinos».
«Τώρα έχεις όλη τη δυνατότητα να κάνεις ό,τι θες», του είπα. «Ναι, μεγαλώνοντας απλοποιώ τις ανάγκες μου, κόβω τα περιττά, ζω πιο ωραία, δεν θέλω να γνωρίσω άλλους, βαρέθηκα. Στον χρόνο που μου μένει γράφω. Νομίζω ότι μέχρι την τελευταία μου στιγμή με μια κιθάρα στο χέρι θα είμαι».
«Παρέες από Γυμνάσιο ή Λύκειο κρατάει;», αναρωτήθηκα. «Όχι», είπε, κι ας του έστελναν προσκλήσεις. «Οι περισσότεροι έρχονται και με βλέπουν στα μαγαζιά όπου εμφανίζομαι. Δεν τους θυμάμαι κιόλας... Έχω ελάχιστους φίλους. Έναν ψαρά στην Αίγινα, έναν επιπλοποιό στα Καμίνια του Πειραιά και τον Δημήτρη τον ταξιτζή. Αυτοί μου φτάνουν και με αυτούς βγαίνω».
Του θύμισα το «Υπάρχουν βράδια που είμαι μόνος». «Από τα αγαπημένα μου τραγούδια. Πολλές φορές μου το ζητούσαν στο μαγαζί, αλλά τι να πρωτοπαίξω; Είκοσι τραγούδια πρόγραμμα όλο κι όλο... Το έγραψα στην Αίγινα και έχω μια ιδιαίτερη σχέση με το νησί», μου περιέγραψε και μου είπε πόσο λατρεύει το ψάρεμα.
«Έχω μια βάρκα... Δεν πάμε για τα ψάρια, πάμε για το ψάρεμα. Αυτή η γαλήνη του πρωινού είναι άλλο πράγμα. Δεν μιλάει κανείς, ο καθένας σκέφτεται τα δικά του. Εκείνη τη στιγμή που βγαίνει ο ήλιος κάτι γίνεται μαγικό...».
ΕΝΑΣ ΑΝΤΙΣΤΑΡ
Έφερα την κουβέντα στη Βάνα Μπάρμπα. «Τι σε ρωτούν συνήθως στις συνεντεύξεις για τον έρωτα εκείνον;», ρώτησα. «Ε, καλά, εντάξει. Στον κόσμο αρέσουν αυτά τα πράγματα. Έχουν πάρει χαμπάρι ότι είμαι λίγο ιδιόρρυθμος. Θυμάμαι ερωτήσεις όπως “πώς μπορείς να συνδυάζεις τα έπιπλα με τη μουσική;”. Όλα συνδυάζονται, αρκεί να τα αγαπάς. Τα έπιπλα πήγαν καλά, αλλά έφτασαν σε ένα ορισμένο κοινό, αστικό (σ.σ.:Κολωνάκι, βόρεια προάστια), ενώ τα τραγούδια μου έφτασαν παντού. Η μουσική μου με πήγε σε όλη την Ελλάδα. Εκεί είναι που τα έχασα».
Τη δεκαετία του ’90 ήταν ο απόλυτος σταρ... «Έρχονται και μου λένε στίχους από τραγούδια μου και μου λένε ότι λέω πράγματα που θέλουν να πουν κι αυτοί. Εκεί καταλαβαίνω ότι δεν είμαι μόνος μου. Παίζαμε κολλητά το “Ημεροβίγλι” και το “Πουλόβερ” και ο κόσμος ήταν όρθιος. Στα πρώτα τραπέζια ήταν κάτι τύποι με πούρα που με κοιτούσαν περίεργα. Όμως έβγαζαν τις γραβάτες, πετούσαν τα πούρα και χόρευαν. Λέω, κοίτα να δεις ο κόσμος, τι δύναμη έχει το τραγούδι».
Ούτε εκείνη την ημέρα της συνέντευξης θεωρούσε τον εαυτό του σταρ...«Αυτά είναι βλακείες. Δεν με νοιάζουν... Να φανταστείς ότι είχα πολλά μεγάλα αυτοκίνητα, ήταν και η δουλειά μου τέτοια που έπρεπε να το “παίξω”... και μου είπε η μάνα μου ότι “τώρα που έγινες γνωστός, μην προκαλείς”. Τη ρώτησα τι εννοεί και μου είπε: “Αυτά τα αυτοκίνητα να τα δώσεις και πάρε ένα αυτοκίνητο απλό, για να περνάς απαρατήρητος”. Πόσο δίκιο είχε. Ξέρεις με τι κυκλοφορώ; Με ένα Fiat Ρanda. Δεν με κοιτάει κανείς. Πήγαινα στο μαγαζί και υπήρχαν απέξω κάτι αυτοκινητάρες και εγώ με το Panda. Μου έλεγαν οι παρκαδόροι: “Ρε συ, Χρήστο, σε γουστάρουμε”. Όλα αυτά τα πράγματα, αν δεν έχεις καλές βάσεις, μπορεί να σε τρελάνουν. Εγώ δεν είχα τέτοιο πρόβλημα».
Όσο για το τι του έμεινε από τα ’90s και το 2000, μου είχε πει «μια γλυκιά εικόνα, αλλά κι ένας προβληματισμός». «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα γίνει αυτό το πράγμα με τα τραγούδια μου. Δεν μου είχε περάσει από το νου καθόλου. Εγώ τότε έγραφα γιατί ήθελα να πω κάτι σε μια γκόμενα και μετά έγινε χαμός. Εντάξει με τους μεγάλους που τα ξέρουν, αλλά αυτά ταξιδεύουν και στις πιο μικρές ηλικίες. Αυτό με κάνει ακόμα πιο χαρούμενο. Ποτέ δεν κατάλαβα ότι γράφω τραγούδια που αρέσουν. Αλλά ήρθε ο Τάσος Φαληρέας και μου είπε: “Ρε συ, με σένα γίνεται χαμός” και δεν το πίστευα. Μια μέρα ανέβαινα στη Συγγρού και άκουσα από αμάξια που περνούσαν δίπλα μου το “Δεν προσκύνησα” και το “Έχω κλάψει”. Τότε άρχισα να παίρνω χαμπάρι.
Ο πρώτος που ήρθε στο καμαρίνι μου ήταν ο Δημήτρης Μητροπάνος και μετά ο Τόλης Βοσκόπουλος με τη Μαρινέλλα. Η Μαρινέλλα μου “έβαλε χέρι”. “Τραγούδα πιο χαμηλά, θα σπάσεις το λαρύγγι σου”, μου είπε.
Πέρασαν διάφοροι, αλλά πέρασε και ο Σταμάτης Κόκοτας. “Τι κομμάτια είναι αυτά, ρε, μας τρέλανες”, μου είπε για το “Έχω κλάψει”. “Ποιος άντρας δεν έχει κλάψει για γκόμενα;”. Μου το ανέλυσε όλο το τραγούδι. Να μου σχολιάσει δικό μου τραγούδι ο Στ. Κόκοτας, φαντάσου».
Τον ρώτησα για την πολιτική σήμερα... «Τι να πω, δεν ξέρω. Αισιόδοξος είμαι, αλλά δεν ξέρω σε τι παιχνίδι πάνε να μας βάλουν οι “μεγάλοι”. Σε σχέση με το Προσφυγικό, δεν είναι δικά μας πράγματα αυτά. Δεν διοικούν οι δικοί μας, απέξω είναι αυτές οι ιστορίες. Αυτά τα πράγματα φοβίζουν τον κόσμο και έχουν ως αποτέλεσμα να μην παράγουμε πράγματα, μας κομπλάρουν.
Αλλά είναι πράγματα που παίζονται σε μεγάλα γραφεία. Τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα;».
Zήτησα να κλείσουμε με μια ευχή... «Αυτό που με δίδαξε η ζωή είναι να έχουμε περισσότερη πίστη και υπομονή. Και να μην κάνουμε σχέδια!».
«Όταν κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει;», τον ρώτησα. «Δεν ξέρω τι κάνει ο Θεός, Εκείνος ξέρει τι κάνει, εγώ δεν ξέρω. Πρέπει να έχουμε πίστη, γιατί η πίστη είναι αυτή που δίνει υπομονή να αντέξεις στα δύσκολα. Εγώ, αν δεν είχα την πίστη μου, δεν θα τα είχα καταφέρει. Στραβώνανε πολλά πράγματα και στα έπιπλα και στα τραγούδια κι έλεγα: “Δεν μπορεί, κάτι θα αλλάξει”. Από τη μουσική έμαθα την αρμονία. Πάω σε έναν χώρο και ξέρω αν θα μείνω ή θα φύγω. Μεγάλη υπόθεση η αρμονία».
Καλό ταξίδι, Χρήστο...
Άρχισα να ψάχνω τον Χρήστο Κυριαζή µετά τις εµφανίσεις του µε τους Onirama και την τελευταία του εµφάνιση µε τη Νατάσα Θεοδωρίδου. Τον συνάντησα στις αρχές του 2020, λίγο πριν από την πρώτη καραντίνα. Aφορµή της συνέντευξης ήταν τρία καινούργια τραγούδια που είχε κυκλοφορήσει. Του θύµισα ότι ήµουν ένας από τους πρώτους που είχαν παίξει τραγούδια του από την ΕΡΑ Sport 101,8 τότε, στον πρώτο δίσκο από τη Sony, όπως και ότι ήταν και προσκεκληµένος στη ραδιοφωνική µου εκποµπή.
H συνάντησή µας µετά από σχεδόν είκοσι χρόνια είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ηταν πάρα πολύ φιλικός και απαντούσε σε ό,τι τον ρωτούσα. Μου µίλησε για την αγάπη του, για τον Πειραιά, για τα τραγούδια που είχε γράψει για την περιοχή και για το ότι ήθελε να κάνει µια µεγάλη συναυλία στο λιµάνι. Θα µιλούσε µε τον δήµαρχο Γιάννη Μώραλη...
Μου είπε για τη γνωριµία του µε τον Μάνο Χατζιδάκι και τους αγώνες τραγουδιού του 1981 στην Κέρκυρα µε το τραγούδι που είχε στείλει, µε τίτλο «Κυριακή απόγευµα», που το τραγούδησε τελικά ο Βασίλης Λέκκας και όχι ο ίδιος, γιατί έπρεπε να πάει να παίξει στη Θεσσαλονίκη.
Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης έπαιρνε την κιθάρα και τραγουδούσε ζωντανά κάποια καινούργια του τραγούδια, για να του πω τη γνώµη µου. Ήταν µία από τις συνεντεύξεις που είχα χαρεί, γιατί δεν ήταν µόνο ο µεταεφηβικός µου ήρωας, αλλά και ένας άνθρωπος που άνοιξε το σπίτι του και την καρδιά του και µου άφησε τις καλύτερες αναµνήσεις.
Η συνέντευξη κράτησε µιάµιση ώρα εκεί, στο Φάληρο...
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
«Είναι πολλά τα χρόνια που έχεις φύγει από τον Πειραιά;», τον ρώτησα. «Έχω φύγει, σε εισαγωγικά, από µικρός. Όλη µέρα εκεί είµαι. Είχα το µαγαζί στην παραλιακή και µε βόλεψε πολύ η περιοχή».
Και το στούντιο ήταν η ζωή του… «Η καλύτερη στιγµή δεν είναι όταν γράφω ή όταν ηχογραφώ ή όταν παίζω το τραγούδι, αλλά όταν παίρνω το demo και το βάζω στο αυτοκίνητο και φεύγω. Αυτή η στιγµή είναι µαγική.
Τότε παίρνω τις αποφάσεις για το ποια τραγούδια θα βάλω στο άλµπουµ ή ποια θα αφήσω για αργότερα. Μου έρχονται στο µυαλό µου πολλά διαφορετικά τραγούδια. ∆εν έχω µια µανιέρα. Έχω γράψει και ροκ και νησιώτικα, λαϊκά και ζεµπέκικα. Αφού µου έλεγε ο Τάσος Φαληρέας: “Πώς σου έρχονται αυτά, ρε µπαγάσα;”.
Του έλεγα: “Τάσο, έχω µια εξήγηση. Από τη µάνα µου άκουγα νησιώτικα, γιατί ήταν από την Πάρο (στην Πάρο µεγάλωσα τα καλοκαίρια), και ο πατέρας µου άκουγε Ακη Πάνου, Τσιτσάνη, Καζαντζίδη, αλλά µε τον Ακη Πάνου είχε λόξα, τον είχε πολύ ψηλά. Σαν παιδί άκουγα από τον αµερικάνικο σταθµό στη Γλυφάδα ροκ και όλα αυτά µπερδεύονται µέσα στο µυαλό µου, χωρίς να ξέρω πώς γίνεται. Και φαντάσου ότι τις προάλλες έγραψα ένα ποντιακό τραγούδι - και είναι πολύ περίεργο γιατί δεν έχω παίξει τέτοιο πράγµα ποτέ».
Προσαρµοσµένος στα της πανδηµίας, τηρούσε απόλυτα τα µέτρα. Έμενε στο σπίτι, διάβαζε βιβλία... «Ακούω τα παλιά µου τραγούδια και γράφω καινούργια. ∆εν κάθοµαι καθόλου, ασταµάτητα δουλεύω. ∆εν µπορώ να πω ότι φοβάµαι, απλώς προσέχω, όπως µας λένε. ∆εν κάνω παρέες, δεν βγαίνω έξω και κάνω αυτά που πρέπει.
∆εν βγαίνω στον Πειραιά και αυτό µου έχει λείψει. Μαζεύω το υλικό µου, για να ξεκινήσω όποτε επιτραπεί να ηχογραφώ τον δίσκο µου, που τώρα είναι µισοέτοιµος, µε µια κιθάρα στο χέρι. Όλος ο νέος µου δίσκος θα είναι µε δικά µου τραγούδια µόνο µε µία κιθάρα. Αυτό είναι κάτι που ονειρευόµουνα χρόνια να το κάνω, αλλά τώρα ήρθε η στιγµή.
Θα είναι σαν να ακούς τον Κυριαζή να παίζει σε ένα δωµάτιο µόνος του, όπως βγαίνει το τραγούδι, πρωτόγονο, χωρίς φτιασίδια. Μέσα από αυτό ανακαλύπτω κι εγώ τον εαυτό µου. Έλεγε ο Πικάσο ότι “έφτασα 80 χρονών για να ζωγραφίζω µπάλες σαν παιδί”. Κι εγώ έφτασα 67 για να παίζω πάλι σαν παιδί µε την κιθάρα. Όλο αυτό µου θυµίζει τα νιάτα µου. ∆εν ξέρω πώς θα το δεχθεί ο κόσµος όλο αυτό, θα δούµε...».
Πώς και δεν έκανε ένα live µέσα από τα social media; «Μου κάνανε προτάσεις να παίξω από το σπίτι μου, από το μπαλκόνι μου, αλλά δεν θέλω, έτσι όπως είναι τα πράγματα, να βγω και να κάνω live. Τώρα τι να σου λέω.
Δεν μου βγαίνει, δεν ξέρω γιατί. Το κάνουν όλοι τώρα αυτό, άσε εγώ να μην το κάνω».
Έδινε την εντύπωση ότι ήταν ο πιο πονεμένος άνθρωπος, ενώ έχει ζήσει ζωή παραμυθένια.
«Είμαι και τα δύο αυτά πράγματα μαζί. Έχω αγαπήσει πολύ στη ζωή μου κι έχω αγαπηθεί. Η αγάπη είναι η πιο δυνατή ενέργεια και γι’ αυτό πιστεύω ότι όταν φεύγουν από τη ζωή άτομα που αγαπήσαμε θα ξαναβρεθούμε. Αυτό οφείλεται στην υπερβολική ευαισθησία μου, που μπορεί να είναι κουραστική και να έχει πόνο, αλλά μου βγήκε σε καλό. Είχε και ανταμοιβές. Συμβαίνει πολλές φορές ένα τραγούδι να έρχεται σε πέντε λεπτά, άλλες όμως δεν συμβαίνει. Κατάλαβα ότι όσο το πιέζω δεν βγαίνει».
Είχε παραδεχθεί ως ταλέντο τον Παντελή Παντελίδη, τον πόνο που βγάζουν τα τραγούδια του. «Όταν άκουσα για πρώτη φορά τραγούδι του, κατάλαβα το παιδί αμέσως. Έχουμε ακόμα ένα κοινό με τον Παντελή: δεν μας “έφτιαξε” δισκογραφική εταιρεία. Γίναμε μόνοι μας. Παλαιότερα είχε γραφτεί ότι ο Κυριαζής ανεβάζει τη γυναίκα, ενώ ο Παντελίδης τής τα “χώνει”. Ήταν πιο νέος και είχε νεύρο.
Ειδικά ο Μάκης Μάτσας ήρθε στο καμαρίνι μου στο “Zoom” και μου είπε: “Χρηστάκη, ανταμείφθηκες. Γιατί όμως δεν έφερες σε εμάς τον δίσκο;”. Του είπα: “Κύριε Μάκη, το έφερα, αλλά μου είπατε όχι”. Με ρώτησε: “Ποιος σου είπε όχι;”. “Ο Μπουρμάς”, του απάντησα. Εμεινε έκπληκτος και την άλλη μέρα ο Μπουρμάς πάει από τη Μinos».
«Τώρα έχεις όλη τη δυνατότητα να κάνεις ό,τι θες», του είπα. «Ναι, μεγαλώνοντας απλοποιώ τις ανάγκες μου, κόβω τα περιττά, ζω πιο ωραία, δεν θέλω να γνωρίσω άλλους, βαρέθηκα. Στον χρόνο που μου μένει γράφω. Νομίζω ότι μέχρι την τελευταία μου στιγμή με μια κιθάρα στο χέρι θα είμαι».
«Παρέες από Γυμνάσιο ή Λύκειο κρατάει;», αναρωτήθηκα. «Όχι», είπε, κι ας του έστελναν προσκλήσεις. «Οι περισσότεροι έρχονται και με βλέπουν στα μαγαζιά όπου εμφανίζομαι. Δεν τους θυμάμαι κιόλας... Έχω ελάχιστους φίλους. Έναν ψαρά στην Αίγινα, έναν επιπλοποιό στα Καμίνια του Πειραιά και τον Δημήτρη τον ταξιτζή. Αυτοί μου φτάνουν και με αυτούς βγαίνω».
Του θύμισα το «Υπάρχουν βράδια που είμαι μόνος». «Από τα αγαπημένα μου τραγούδια. Πολλές φορές μου το ζητούσαν στο μαγαζί, αλλά τι να πρωτοπαίξω; Είκοσι τραγούδια πρόγραμμα όλο κι όλο... Το έγραψα στην Αίγινα και έχω μια ιδιαίτερη σχέση με το νησί», μου περιέγραψε και μου είπε πόσο λατρεύει το ψάρεμα.
«Έχω μια βάρκα... Δεν πάμε για τα ψάρια, πάμε για το ψάρεμα. Αυτή η γαλήνη του πρωινού είναι άλλο πράγμα. Δεν μιλάει κανείς, ο καθένας σκέφτεται τα δικά του. Εκείνη τη στιγμή που βγαίνει ο ήλιος κάτι γίνεται μαγικό...».
ΕΝΑΣ ΑΝΤΙΣΤΑΡ
Έφερα την κουβέντα στη Βάνα Μπάρμπα. «Τι σε ρωτούν συνήθως στις συνεντεύξεις για τον έρωτα εκείνον;», ρώτησα. «Ε, καλά, εντάξει. Στον κόσμο αρέσουν αυτά τα πράγματα. Έχουν πάρει χαμπάρι ότι είμαι λίγο ιδιόρρυθμος. Θυμάμαι ερωτήσεις όπως “πώς μπορείς να συνδυάζεις τα έπιπλα με τη μουσική;”. Όλα συνδυάζονται, αρκεί να τα αγαπάς. Τα έπιπλα πήγαν καλά, αλλά έφτασαν σε ένα ορισμένο κοινό, αστικό (σ.σ.:Κολωνάκι, βόρεια προάστια), ενώ τα τραγούδια μου έφτασαν παντού. Η μουσική μου με πήγε σε όλη την Ελλάδα. Εκεί είναι που τα έχασα».
Τη δεκαετία του ’90 ήταν ο απόλυτος σταρ... «Έρχονται και μου λένε στίχους από τραγούδια μου και μου λένε ότι λέω πράγματα που θέλουν να πουν κι αυτοί. Εκεί καταλαβαίνω ότι δεν είμαι μόνος μου. Παίζαμε κολλητά το “Ημεροβίγλι” και το “Πουλόβερ” και ο κόσμος ήταν όρθιος. Στα πρώτα τραπέζια ήταν κάτι τύποι με πούρα που με κοιτούσαν περίεργα. Όμως έβγαζαν τις γραβάτες, πετούσαν τα πούρα και χόρευαν. Λέω, κοίτα να δεις ο κόσμος, τι δύναμη έχει το τραγούδι».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ούτε εκείνη την ημέρα της συνέντευξης θεωρούσε τον εαυτό του σταρ...«Αυτά είναι βλακείες. Δεν με νοιάζουν... Να φανταστείς ότι είχα πολλά μεγάλα αυτοκίνητα, ήταν και η δουλειά μου τέτοια που έπρεπε να το “παίξω”... και μου είπε η μάνα μου ότι “τώρα που έγινες γνωστός, μην προκαλείς”. Τη ρώτησα τι εννοεί και μου είπε: “Αυτά τα αυτοκίνητα να τα δώσεις και πάρε ένα αυτοκίνητο απλό, για να περνάς απαρατήρητος”. Πόσο δίκιο είχε. Ξέρεις με τι κυκλοφορώ; Με ένα Fiat Ρanda. Δεν με κοιτάει κανείς. Πήγαινα στο μαγαζί και υπήρχαν απέξω κάτι αυτοκινητάρες και εγώ με το Panda. Μου έλεγαν οι παρκαδόροι: “Ρε συ, Χρήστο, σε γουστάρουμε”. Όλα αυτά τα πράγματα, αν δεν έχεις καλές βάσεις, μπορεί να σε τρελάνουν. Εγώ δεν είχα τέτοιο πρόβλημα».
Όσο για το τι του έμεινε από τα ’90s και το 2000, μου είχε πει «μια γλυκιά εικόνα, αλλά κι ένας προβληματισμός». «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα γίνει αυτό το πράγμα με τα τραγούδια μου. Δεν μου είχε περάσει από το νου καθόλου. Εγώ τότε έγραφα γιατί ήθελα να πω κάτι σε μια γκόμενα και μετά έγινε χαμός. Εντάξει με τους μεγάλους που τα ξέρουν, αλλά αυτά ταξιδεύουν και στις πιο μικρές ηλικίες. Αυτό με κάνει ακόμα πιο χαρούμενο. Ποτέ δεν κατάλαβα ότι γράφω τραγούδια που αρέσουν. Αλλά ήρθε ο Τάσος Φαληρέας και μου είπε: “Ρε συ, με σένα γίνεται χαμός” και δεν το πίστευα. Μια μέρα ανέβαινα στη Συγγρού και άκουσα από αμάξια που περνούσαν δίπλα μου το “Δεν προσκύνησα” και το “Έχω κλάψει”. Τότε άρχισα να παίρνω χαμπάρι.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο πρώτος που ήρθε στο καμαρίνι μου ήταν ο Δημήτρης Μητροπάνος και μετά ο Τόλης Βοσκόπουλος με τη Μαρινέλλα. Η Μαρινέλλα μου “έβαλε χέρι”. “Τραγούδα πιο χαμηλά, θα σπάσεις το λαρύγγι σου”, μου είπε.
Πέρασαν διάφοροι, αλλά πέρασε και ο Σταμάτης Κόκοτας. “Τι κομμάτια είναι αυτά, ρε, μας τρέλανες”, μου είπε για το “Έχω κλάψει”. “Ποιος άντρας δεν έχει κλάψει για γκόμενα;”. Μου το ανέλυσε όλο το τραγούδι. Να μου σχολιάσει δικό μου τραγούδι ο Στ. Κόκοτας, φαντάσου».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Τον ρώτησα για την πολιτική σήμερα... «Τι να πω, δεν ξέρω. Αισιόδοξος είμαι, αλλά δεν ξέρω σε τι παιχνίδι πάνε να μας βάλουν οι “μεγάλοι”. Σε σχέση με το Προσφυγικό, δεν είναι δικά μας πράγματα αυτά. Δεν διοικούν οι δικοί μας, απέξω είναι αυτές οι ιστορίες. Αυτά τα πράγματα φοβίζουν τον κόσμο και έχουν ως αποτέλεσμα να μην παράγουμε πράγματα, μας κομπλάρουν.
Αλλά είναι πράγματα που παίζονται σε μεγάλα γραφεία. Τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα;».
Zήτησα να κλείσουμε με μια ευχή... «Αυτό που με δίδαξε η ζωή είναι να έχουμε περισσότερη πίστη και υπομονή. Και να μην κάνουμε σχέδια!».
«Όταν κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει;», τον ρώτησα. «Δεν ξέρω τι κάνει ο Θεός, Εκείνος ξέρει τι κάνει, εγώ δεν ξέρω. Πρέπει να έχουμε πίστη, γιατί η πίστη είναι αυτή που δίνει υπομονή να αντέξεις στα δύσκολα. Εγώ, αν δεν είχα την πίστη μου, δεν θα τα είχα καταφέρει. Στραβώνανε πολλά πράγματα και στα έπιπλα και στα τραγούδια κι έλεγα: “Δεν μπορεί, κάτι θα αλλάξει”. Από τη μουσική έμαθα την αρμονία. Πάω σε έναν χώρο και ξέρω αν θα μείνω ή θα φύγω. Μεγάλη υπόθεση η αρμονία».
Καλό ταξίδι, Χρήστο...