Στις 12 Οκτωβρίου 1944 οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής εγκαταλείπουν την Ελλάδα, η οποία δεν προλαβαίνει να γευθεί τη χαρά της απελευθέρωσης. Η σκιά του εμφυλίου πολέμου αρχίζει να σκεπάζει την πρωτεύουσα. Το Φιλί του Δεκέμβρη του Πάνου Αμυρά μας μεταφέρει στην ταραχώδη Αθήνα του 1944 και η αφήγηση ξεκινά ακριβώς στο ξέσπασμα των Δεκεμβριανών.

Τα βασικά ζητήματα που πρέπει να λύσει η νεοσύστατη κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου είναι οι όροι ανασυγκρότησης του ελληνικού εθνικού στρατού, η αντιμετώπιση των δωσίλογων και των Ταγμάτων Ασφαλείας, των συνεργατών δηλαδή των ναζί, και ο αφοπλισμός των ανταρτικών δυνάμεων.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ

Η κυβέρνηση ζητά από τις δυνάμεις της αντίστασης να παραδώσουν τα όπλα, με αποτέλεσμα την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου να πραγματοποιηθεί ένα μεγάλο παναθηναϊκό συλλαλητήριο ενάντια στην κυβερνητική απόφαση. Σημείο μηδέν; Η Πλατεία Συντάγματος, εκεί που λίγες εβδομάδες πριν ο Παπανδρέου είχε εκφωνήσει τον ιστορικό λόγο της Απελευθέρωσης.

Το συλλαλητήριο


Το συλλαλητήριο πνίγεται στο αίμα, καθώς οι διαδηλωτές δέχονται καταιγισμό πυρών, και τις επόμενες μέρες η Αθήνα θα μετατραπεί σε εμπόλεμη ζώνη, θαρρείς βγαλμένη μέσα από αρχαία τραγωδία. Οι λυσσαλέες οδομαχίες που θα ακολουθήσουν θα βάψουν τους δρόμους κόκκινους.
512c1b6d-d364-30d1-b1d2-ac4b02c8fa38

Στρατός στην Αθήνα
Δεκέμβριος 1944


Ο πιτσιρικάς με τον τενεκέ στο χέρι περπατούσε τοίχο τοίχο, είχε το κεφάλι σκυμμένο και σταματούσε κάθε τόσο για να καλύπτεται πίσω από τους ηλεκτρικούς στύλους. Οι σφαίρες σφύριζαν πάνω από το κεφάλι του, αλλά αυτός δεν σκόπευε να εγκαταλείψει το σχέδιό του. Δεν θα ήταν πάνω από δώδεκα χρόνων, αδύνατος, με χέρια σαν καλάμια και πυκνά μαύρα μαλλιά.

Διέσχισε τη Βασιλίσσης Σοφίας σαν αστραπή και έφτασε στη Ριζάρειο Σχολή, δίπλα ακριβώς από μια πηγή που ανέβλυζε νερό, πόσιμο είχαν πει στη γειτονιά. Γέμισε τον τενεκέ με όσο νερό μπορούσε να σηκώσει και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Λίγο πριν φτάσει στη λεωφόρο, οι ριπές από τα πυροβόλα και οι εκρήξεις από τους όλμους τον έκαναν να πέσει κάτω για να γλιτώσει.

Σύρθηκε μέχρι τις ράγες ενός ακινητοποιημένου τραμ, ανάμεσα στον όγκο από τα παλιοσίδερα ένιωθε πιο ασφαλής. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να μην τρυπήσει ο τενεκές, να μην πάει χαμένος ο κόπος του.

Πρώτος τον είδε εκεί ο Έρικ, οδηγούσε το Φορντ με το σήμα του Ερυθρού Σταυρού, έκανε νόημα στον Αγραφιώτη να πλησιάσει και έστριψε προς το μέρος που είχε βρει καταφύγιο ο πιτσιρικάς.
Ο Αγραφιώτης είδε τους στρατιώτες της Ιεράς Ταξιαρχίας να είναι ταμπουρωμένοι στη Ριζάρειο και να πετούν χειροβομβίδες προς τους ελασίτες που βρίσκονταν νότια, στην πλευρά του Παγκρατίου. Μόλις πλησίασαν τον μικρό, ο Νίκος άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και έτρεξε δίπλα του.

«Έμπα μέσα γρήγορα», φώναξε. Ο πιτσιρικάς δίστασε για μια στιγμή, είδε το σήμα του Σταυρού και πείστηκε, χώθηκε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.

Ο Αγραφιώτης πήρε τον τενεκέ, ήταν ανέπαφος και τον στρίμωξε στα πόδια του, τα παπούτσια του βράχηκαν από το νερό, που πετάχτηκε μόλις ο Έρικ πάτησε απότομα το γκάζι. Το αυτοκίνητό τους χώθηκε προς το Κολωνάκι ανεβαίνοντας την Πλουτάρχου.

«Τι γυρεύεις εδώ, βρε μικρέ, δεν βλέπεις ότι θα σκοτωθείς;» Ο Αγραφιώτης μάλωσε τον πιτσιρικά, αλλά ήταν ανακουφισμένος που είχε προλάβει να τον απομακρύνει πριν δεχτεί καμιά αδέσποτη σφαίρα.

«Διψάγαμε, κύριε, δεν είχαμε ούτε στάλα νερό στο σπίτι να πιούμε. Πήγα στην πηγή για να γεμίσω τον τενεκέ, δεν γινόταν αλλιώς, θα πεθαίναμε όλοι από τη δίψα»

Μέσα στις μάχες των Δεκεμβριανών, ο Νίκος Αγραφιώτης ο γνώριμος ήρωας του Πάνου Αμυρά, αναλαμβάνει να εντοπίσει έναν δικαστικό υπάλληλο, υπεύθυνο για υποθέσεις δωσίλογων, που έχει εξαφανισθεί μαζί με μία νεαρή τραγουδίστρια καμπαρέ.

Κυνηγώντας τα ίχνη τους θα εμπλακεί σε ένα φονικό παιχνίδι και σύντομα θα ανακαλύψει ότι τον αφορά προσωπικά. Θα βρεθεί ανάμεσα σε διπλούς πράκτορες και αδίστακτους συνεργάτες των ναζί που ψάχνουν την ευκαιρία να απαλλαγούν από το ένοχο παρελθόν τους.

Μέσα από την περιπλάνησή του στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα και στα άδυτα της βρετανικής διοίκησης, με κάθε βήμα του να βρίσκεται στο στόχαστρο ελεύθερων σκοπευτών, θα ακροβατήσει ανάμεσα στην αγάπη και στην προδοσία, αναζητώντας την κάθαρση στον σκοτεινό κόσμο του Εμφυλίου.

Το χρώμα του Εμφυλίου είναι μαύρο. Κατάμαυρο. Δεν αφήνει περιθώρια για αισιοδοξία και όνειρα σε έναν λαό που ακόμη και στις πιο σκληρές μέρες της Κατοχής έβρισκε λόγους να χαμογελά και να ελπίζει. Όμως ο Νίκος Αγραφιώτης και η Έλλη Δάμογλου αντίκριζαν μπροστά τους την πιο φωτεινή σκηνή. Ένα ζευγάρι τυφλών, νέοι άνθρωποι, βάδιζε στην οδό Θησέως απολαμβάνοντας το ηλιόλουστο πρωινό της Κυριακής. Χτυπούσαν ταυτόχρονα στο έδαφος τα λευκά τους μπαστούνια δεξιά και αριστερά, με ακρίβεια και συγχρονισμό, σαν βιρτουόζοι βιολιστές που έδιναν το πιο σημαντικό κονσέρτο της καριέρας.

Ο ρυθμός έβγαινε από την ψυχή τους, ήταν τυφλοί, αλλά έβλεπαν πιο καθαρά από όλους. Πιασμένοι αγκαζέ δεν νοιάζονταν για τα εμπόδια, για τον Εμφύλιο, για το σκοτάδι που είχε κυριεύσει τη ζωή τους. Απλώς άνοιγαν τον δρόμο αγκαλιασμένοι. Το ρυθμικό χτύπημα από τα μπαστούνια στο χώμα κάλυπτε τον κρότο από τις ρουκέτες που έσκαγαν και τόνιζε ακόμη πιο εκκωφαντικά τον ήχο της σιωπής που είχε φωλιάσει στις καρδιές του Νίκου και της Έλλης.

Το Φιλί του Δεκέμβρη είναι ένα συναρπαστικό αστυνομικό μυθιστόρημα για την πιο σκοτεινή περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Αλλά κυρίως είναι μια ιστορία που περνά ένα πανανθρώπινο μήνυμα αλληλεγγύης.