Μιμή Ντενίση στα Παραπολιτικά: Κάνω πολιτική μέσα από τα έργα μου
Η Μιµή Ντενίση µιλάει για την κινηµατογραφική ταινία «Σµύρνη µου αγαπηµένη» και για τις δυσκολίες που συνάντησε, ενώ αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής της
Η σπουδαία ηθοποιός Μιµή Ντενίση µιλάει στο «S» για την ταινία «Σµύρνη µου αγαπηµένη», που προβάλλεται στους κινηµατογράφους µε µεγάλη επιτυχία, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Η δηµοφιλής καλλιτέχνιδα εξηγεί τις δυσκολίες που αντιµετώπισε, εκφράζει την επιθυµία της να παιχτεί η ταινία και στο εξωτερικό, ενώ µιλάει µε συγκίνηση για τη µητέρα της και µε περηφάνια για την κόρη της, που δούλεψε µαζί της.
Πώς αισθάνεσαι που η ταινία «Σµύρνη µου αγαπηµένη» σπάει ταµεία και µάλιστα µέσα στην πανδηµία;
Εάν δεν ήταν η πανδηµία, πιστεύω ότι είναι µια ταινία που ενδιαφέρει όλους τους Έλληνες και θα είχε ουρές. Παρ’ όλα αυτά, την πανδηµία και τα χιόνια, εξακολουθεί να πηγαίνει πολύ καλά και η µεγάλη µου χαρά είναι ότι πηγαίνουν πάρα πολλοί νέοι. Παίρνω ατέλειωτα µηνύµατα από νέους που µου γράφουν ότι ούτε στο σχολείο ούτε στο πανεπιστήµιο είχαν καταλάβει τι ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή. Αυτό για µένα είναι το βραβείο µου.
Ποιες δυσκολίες αντιµετώπισες µέχρι να δούµε αυτή την ταινία στη µεγάλη οθόνη;
Όσες δεν µπορείτε να φανταστείτε. Κατ’ αρχάς, η χρηµατοδότηση σε τέτοιες εποχές είναι σχεδόν αδύνατη. Έπρεπε επί τρία χρόνια και η εταιρεία παραγωγής, η Tanweer, και εγώ να απευθυνθούµε σε πάρα πολλούς ανθρώπους, και ιδιώτες και φορείς, για να µπορούµε να συγκεντρώσουµε αυτό το τεράστιο ποσό. Εάν δεν ήταν τόσο το πάθος µου να γίνει η ταινία, αλλά και η πίστη των παραγωγών, δεν θα είχε πραγµατοποιηθεί, θα είχε σταµατήσει. Αλλη δυσκολία ήταν ότι έπρεπε να γυρίζουµε όλο το καλοκαίρι µέσα στον κοροναϊό 100 µέχρι 500 άτοµα την ηµέρα, όπου στις σκηνές της καταστροφής ήµασταν ο ένας πάνω στον άλλον. Γυρίσαµε σκηνές µε 40 βαθµούς θερµοκρασία και φορώντας χειµερινά. Με τις φωτιές, εµείς γυρίζαµε την καταστροφή. Γενικά, οι συνθήκες ήταν πάρα πολύ δύσκολες. Επίσης, οι ξένοι ηθοποιοί είχαν συγκεκριµένες ηµεροµηνίες, που δεν µπορούσαν να αλλάξουν. Η Βανέσα Ρεντγκρέιβ έπαθε πνευµονία και δεν ήρθε τελευταία στιγµή. Ευτυχώς ήρθε η Τζέιν Λαποτέρ, µια εξίσου σπουδαία ηθοποιός, η οποία είχε ενθουσιαστεί µε το σενάριο και έτσι καταφέραµε να έρθει.
Πώς σκέφτηκες να συνδυάσεις το προσφυγικό πρόβληµα του 2015 µε το 1922;
Επειδή η ταινία θέλω να παιχτεί στο εξωτερικό, ήθελα, καθώς είναι µια πολύ δική µας ιστορία, άγνωστη διεθνώς, να τη συνδέσω µε ένα γεγονός που να τους είναι πιο οικείο. Οι πρόσφυγες από τη Συρία που ήρθαν το 2015 ζούνε µια σηµερινή κατάσταση αντίστοιχη µε εκείνη της Σµύρνης. Αλλωστε, µην ξεχνάµε ότι 14.000 Μικρασιάτες σώθηκαν τότε στο Χαλέπι της Συρίας. Το 2015 ήρθαν από εκεί οικογένειες ολόκληρες στα νησιά του Βορείου Αιγαίου και κυρίως στη Μυτιλήνη. Θυµάµαι ακόµα τις γιαγιάδες στη Μυτιλήνη που αγκάλιαζαν τα µωρά των προσφύγων, όταν η Ευρώπη έκλεισε τα σύνορά της. Η φτωχή Ελλάδα, ιδιαίτερα οι νησιώτες, σήκωσαν όλο το βάρος των προσφύγων. Αυτό ήταν η έµπνευσή µου για την αρχή της ταινίας. Μιλάω για πρόσφυγες, όχι για λαθροµετανάστες, για να µην τα µπερδεύουµε.
Πιστεύεις ότι αυτή η ταινία, µε την τόσο µεγάλη ανταπόκριση, θα µπορέσει να παιχτεί στο εξωτερικό;
Εµείς θα το προσπαθήσουµε. Για µένα, πρέπει να παιχτεί στο εξωτερικό, γιατί το Προσφυγικό είναι ένα καυτό, διεθνές θέµα και γιατί κάποτε θα πρέπει να γίνει γνωστή παγκοσµίως η ιστορία της Μικρασίας, όπως έγινε γνωστή η ιστορία των Αρµενίων.
Είσαι πλέον από τις δηµοφιλέστερες ηθοποιούς. Θα σε ενδιέφερε η πολιτική;
Μα, πολιτική δεν κάνω µέσα από τα έργα; Πολιτικές απόψεις εκφράζω και στην ταινία και στο θεατρικό «Από Σµύρνη Σαλονίκη». Είναι καιρός, πιστεύω, να δούµε και να διηγηθούµε την ιστορία µας αντικειµενικά. Ούτε κοµµατικά ούτε εθνικιστικά. Έχουµε κάνει πολλά λάθη και εµείς οι Έλληνες, όπως και η Ευρώπη, που µας έχει αδικήσει πάρα πολλές φορές.
Σου λείπει η µητέρα σου;
Πάρα πολύ. Έχει περάσει ενάµισης χρόνος, αλλά δεν το έχω ξεπεράσει ακόµα. Η µητέρα µου ήταν το στήριγµά µου και η έµπνευσή µου. Λυπάµαι που δεν έζησε να δει την ταινία, γιατί ήταν όνειρό της να καταφέρω να την πραγµατοποιήσω. Πίστευε -πράγµα που πιστεύω και εγώ- πως, όταν ένας καλλιτέχνης έχει δεχτεί τόση αγάπη από το κοινό και τους συναδέλφους του, από ένα σηµείο και µετά πρέπει πια να προσφέρει στο γενικό καλό και στη χώρα του και όχι στον εαυτό του.
Η Μαριτίνα, η κορούλα σου, τι έκανε στην ταινία; Γιατί ξέρω ότι ήταν µαζί σου.
Μόνο µαζί µου δεν ήταν στην ταινία. ∆εν συναντηθήκαµε σχεδόν καθόλου. Η Μαριτίνα σπουδάζει Βusiness και ήθελε να δουλέψει στην ταινία, γιατί ήξερε πως θα ήταν µια µοναδική εµπειρία και για τις δυο µας. Πήγε λοιπόν να βοηθήσει στο ενδυµατολογικό τµήµα, παρόλο που της είπα ότι ήταν πολύ δύσκολο, γιατί τα ωράριά τους ήταν µακρύτερα και από τα δικά µας. Επρεπε να ντύνουν δύο ώρες πριν από το γύρισµα, αλλά και να παραλαµβάνουν τα κοστούµια δύο ώρες µετά. Η δε Μαριτίνα έπρεπε να καταγράφει και την παραµικρή λεπτοµέρεια του κάθε κοστουµιού. Η Φωτεινή ∆ήµου είναι πλέον από τις σπουδαιότερες διεθνείς ενδυµατολόγους. Είµαστε φίλες αδελφικές και ήρθε από την Αγγλία ειδικά για την ταινία. Είναι πάρα πολύ απαιτητική στη δουλειά της και το ίδιο έγινε και η κόρη µου. Πήγα µια µέρα να δω τα κοστούµια σε έναν χώρο όπου ήταν τουλάχιστον 50 άτοµα και ντύνονταν. Η Μαριτίνα έδινε οδηγίες µε πολύ αυστηρό ύφος στους extras, οπότε κάποιος γύρισε και µε ρώτησε: «Κυρία Μιµή, αυτή είναι η σκηνοθέτις;» (γέλια)
Πώς αισθάνεσαι που η ταινία «Σµύρνη µου αγαπηµένη» σπάει ταµεία και µάλιστα µέσα στην πανδηµία;
Εάν δεν ήταν η πανδηµία, πιστεύω ότι είναι µια ταινία που ενδιαφέρει όλους τους Έλληνες και θα είχε ουρές. Παρ’ όλα αυτά, την πανδηµία και τα χιόνια, εξακολουθεί να πηγαίνει πολύ καλά και η µεγάλη µου χαρά είναι ότι πηγαίνουν πάρα πολλοί νέοι. Παίρνω ατέλειωτα µηνύµατα από νέους που µου γράφουν ότι ούτε στο σχολείο ούτε στο πανεπιστήµιο είχαν καταλάβει τι ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή. Αυτό για µένα είναι το βραβείο µου.
Όσες δεν µπορείτε να φανταστείτε. Κατ’ αρχάς, η χρηµατοδότηση σε τέτοιες εποχές είναι σχεδόν αδύνατη. Έπρεπε επί τρία χρόνια και η εταιρεία παραγωγής, η Tanweer, και εγώ να απευθυνθούµε σε πάρα πολλούς ανθρώπους, και ιδιώτες και φορείς, για να µπορούµε να συγκεντρώσουµε αυτό το τεράστιο ποσό. Εάν δεν ήταν τόσο το πάθος µου να γίνει η ταινία, αλλά και η πίστη των παραγωγών, δεν θα είχε πραγµατοποιηθεί, θα είχε σταµατήσει. Αλλη δυσκολία ήταν ότι έπρεπε να γυρίζουµε όλο το καλοκαίρι µέσα στον κοροναϊό 100 µέχρι 500 άτοµα την ηµέρα, όπου στις σκηνές της καταστροφής ήµασταν ο ένας πάνω στον άλλον. Γυρίσαµε σκηνές µε 40 βαθµούς θερµοκρασία και φορώντας χειµερινά. Με τις φωτιές, εµείς γυρίζαµε την καταστροφή. Γενικά, οι συνθήκες ήταν πάρα πολύ δύσκολες. Επίσης, οι ξένοι ηθοποιοί είχαν συγκεκριµένες ηµεροµηνίες, που δεν µπορούσαν να αλλάξουν. Η Βανέσα Ρεντγκρέιβ έπαθε πνευµονία και δεν ήρθε τελευταία στιγµή. Ευτυχώς ήρθε η Τζέιν Λαποτέρ, µια εξίσου σπουδαία ηθοποιός, η οποία είχε ενθουσιαστεί µε το σενάριο και έτσι καταφέραµε να έρθει.
Πώς σκέφτηκες να συνδυάσεις το προσφυγικό πρόβληµα του 2015 µε το 1922;
Επειδή η ταινία θέλω να παιχτεί στο εξωτερικό, ήθελα, καθώς είναι µια πολύ δική µας ιστορία, άγνωστη διεθνώς, να τη συνδέσω µε ένα γεγονός που να τους είναι πιο οικείο. Οι πρόσφυγες από τη Συρία που ήρθαν το 2015 ζούνε µια σηµερινή κατάσταση αντίστοιχη µε εκείνη της Σµύρνης. Αλλωστε, µην ξεχνάµε ότι 14.000 Μικρασιάτες σώθηκαν τότε στο Χαλέπι της Συρίας. Το 2015 ήρθαν από εκεί οικογένειες ολόκληρες στα νησιά του Βορείου Αιγαίου και κυρίως στη Μυτιλήνη. Θυµάµαι ακόµα τις γιαγιάδες στη Μυτιλήνη που αγκάλιαζαν τα µωρά των προσφύγων, όταν η Ευρώπη έκλεισε τα σύνορά της. Η φτωχή Ελλάδα, ιδιαίτερα οι νησιώτες, σήκωσαν όλο το βάρος των προσφύγων. Αυτό ήταν η έµπνευσή µου για την αρχή της ταινίας. Μιλάω για πρόσφυγες, όχι για λαθροµετανάστες, για να µην τα µπερδεύουµε.
Πιστεύεις ότι αυτή η ταινία, µε την τόσο µεγάλη ανταπόκριση, θα µπορέσει να παιχτεί στο εξωτερικό;
Εµείς θα το προσπαθήσουµε. Για µένα, πρέπει να παιχτεί στο εξωτερικό, γιατί το Προσφυγικό είναι ένα καυτό, διεθνές θέµα και γιατί κάποτε θα πρέπει να γίνει γνωστή παγκοσµίως η ιστορία της Μικρασίας, όπως έγινε γνωστή η ιστορία των Αρµενίων.
Είσαι πλέον από τις δηµοφιλέστερες ηθοποιούς. Θα σε ενδιέφερε η πολιτική;
Μα, πολιτική δεν κάνω µέσα από τα έργα; Πολιτικές απόψεις εκφράζω και στην ταινία και στο θεατρικό «Από Σµύρνη Σαλονίκη». Είναι καιρός, πιστεύω, να δούµε και να διηγηθούµε την ιστορία µας αντικειµενικά. Ούτε κοµµατικά ούτε εθνικιστικά. Έχουµε κάνει πολλά λάθη και εµείς οι Έλληνες, όπως και η Ευρώπη, που µας έχει αδικήσει πάρα πολλές φορές.
ΕΑΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΤΟΣΟ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΜΟΥ ΝΑ ΓΙΝΕΙ Η ΤΑΙΝΙΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ, ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΕ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΕΙ, ΘΑ ΕΙΧΕ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ
Σου λείπει η µητέρα σου;
Πάρα πολύ. Έχει περάσει ενάµισης χρόνος, αλλά δεν το έχω ξεπεράσει ακόµα. Η µητέρα µου ήταν το στήριγµά µου και η έµπνευσή µου. Λυπάµαι που δεν έζησε να δει την ταινία, γιατί ήταν όνειρό της να καταφέρω να την πραγµατοποιήσω. Πίστευε -πράγµα που πιστεύω και εγώ- πως, όταν ένας καλλιτέχνης έχει δεχτεί τόση αγάπη από το κοινό και τους συναδέλφους του, από ένα σηµείο και µετά πρέπει πια να προσφέρει στο γενικό καλό και στη χώρα του και όχι στον εαυτό του.
Η Μαριτίνα, η κορούλα σου, τι έκανε στην ταινία; Γιατί ξέρω ότι ήταν µαζί σου.
Μόνο µαζί µου δεν ήταν στην ταινία. ∆εν συναντηθήκαµε σχεδόν καθόλου. Η Μαριτίνα σπουδάζει Βusiness και ήθελε να δουλέψει στην ταινία, γιατί ήξερε πως θα ήταν µια µοναδική εµπειρία και για τις δυο µας. Πήγε λοιπόν να βοηθήσει στο ενδυµατολογικό τµήµα, παρόλο που της είπα ότι ήταν πολύ δύσκολο, γιατί τα ωράριά τους ήταν µακρύτερα και από τα δικά µας. Επρεπε να ντύνουν δύο ώρες πριν από το γύρισµα, αλλά και να παραλαµβάνουν τα κοστούµια δύο ώρες µετά. Η δε Μαριτίνα έπρεπε να καταγράφει και την παραµικρή λεπτοµέρεια του κάθε κοστουµιού. Η Φωτεινή ∆ήµου είναι πλέον από τις σπουδαιότερες διεθνείς ενδυµατολόγους. Είµαστε φίλες αδελφικές και ήρθε από την Αγγλία ειδικά για την ταινία. Είναι πάρα πολύ απαιτητική στη δουλειά της και το ίδιο έγινε και η κόρη µου. Πήγα µια µέρα να δω τα κοστούµια σε έναν χώρο όπου ήταν τουλάχιστον 50 άτοµα και ντύνονταν. Η Μαριτίνα έδινε οδηγίες µε πολύ αυστηρό ύφος στους extras, οπότε κάποιος γύρισε και µε ρώτησε: «Κυρία Μιµή, αυτή είναι η σκηνοθέτις;» (γέλια)