Ο έρωτας είναι παιχνίδι, μωρό μου: Το πρώτο μυθιστόρημα της Δήμητρας Παπαδοπούλου
Mια ιστορία για τον έρωτα, την καψούρα της νιότης, τις απαιτήσεις των γονιών, για τη δικτατορία των νιάτων, για όσα ονειρευόμαστε στα είκοσί μας,
Οι εκδόσεις Διόπτρα παρουσιάζουν το πρώτο εκδοτικό εγχείρημα της Δήμητρας Παπαδοπούλου, το πρώτο της μυθιστόρημα που έχει τίτλο "Ο έωτας είναι παιχνίδι μωρό μου".
Σε μια γειτονιά των Εξαρχείων δύο ανέμελοι φοιτητές στον απόηχο του Μάη του ’68 εξερευνούν τη ζωή παρασυρμένοι από τα παιχνίδια του έρωτα. Αλλά, όπως συμβαίνει σε όλα τα παιχνίδια, στο τέλος το μόνο που απομένει είναι οι μεγάλες ψευδαισθήσεις…
Η Δήμητρα Παπαδοπούλου έγραψε μια ιστορία για τον έρωτα, για την καψούρα της νιότης, για την κοινωνική πίεση, για τις απαιτήσεις των γονιών, για τη δικτατορία των νιάτων, για όσα ονειρευόμαστε στα είκοσί μας, απομυθοποιήσαμε στα τριάντα πέντε και επαναπροσδιορίσαμε στα πενήντα. Για όλες τις φορές που πέσαμε και δεν ήμασταν σίγουροι αν θέλαμε να σηκωθούμε.
Η γλώσσα της μας είναι ήδη γνωστή, το στιλ της αναγνωρίσιμο. Άμεση και καθημερινή, προκαλεί οικειότητα. Το χιούμορ που τη διακρίνει διατρέχει όλο το βιβλίο.
Η ηρωίδα είναι μια από τις συνηθισμένες περιπτώσεις που έλαβε την πάγια εντολή να σπουδάσει, να γίνει ένα αξιοπρόσεχτο μέλος της αγέλης και, αν είναι δυνατόν, ο αρχηγός της.
Όλα τα άλλα μοιάζανε μόνο με χάσιμο χρόνου. Κι έτσι βρέθηκε φοιτήτρια στα Εξάρχεια, στα μπαρ, στις καταλήψεις και στη γεμάτη ελπίδες εποχή για επανάσταση, να σπαταλάει τη μοναδική περιουσία του ανθρώπου: τον χρόνο.
Μην ξέροντας προς τα πού να πορευτεί, κατευθύνθηκε προς έναν έρωτα, που τον λέγανε Βασίλη.
Εκεί πάνω κούμπωσε όλες τις ελπίδες για τα δύσκολα ερωτήματα της ύπαρξης.
Και ένα βράδυ, ανακατωμένη με τη μυρωδιά του δακρυγόνου και του τσιγάρου, άκουγε απαντήσεις από μια ξέμπαρκη, που πριν γίνει αστρολόγος έκανε πιάτσα στη Σόλωνος. «Άκου! Εσείς σε προηγούμενη ζωή ήσασταν αντρόγυνο». «Σ’ αυτήν μπορείς να μου πεις τι είμαστε;» «Κάτσε, βρε παιδάκι μου, εδώ μάλλον πληρώνεις όσα του ’κανες τότε. Αυτός σε άλλη ζωή ήτανε πολύ πιστός κι εσύ πήγαινες με άλλους και τώρα σε ξεπληρώνει». «Σε ποια ζωή ήμασταν αντρόγυνο;» τη ρώτησε.
«Α, πολύ παλιά». «Πόσο παλιά;» Μπορεί και στην αρχαία Αίγυπτο». Το ’κανε εικόνα αυτή στην Αρχαία Αίγυπτο να κουβαλάει φαΐ και ο Βασίλης μέσα στον ήλιο να χτίζει πυραμίδες. «Μωρέ, ας είχα εγώ τον Βασίλη σύζυγο πιστό κι ας ήταν και στην αρχαία Αίγυπτο κι ας ήμουνα τώρα μούμια!» Τόσο πολύ είχε καψουρευτεί.
Όμως, σε μια ιδιαίτερη στροφή του χρόνου επαναστάτησε, από μέσα προς τα έξω, και όχι ανάποδα όπως πρόσταζε η ξεσηκωμένη γενιά της, και άρχισε να ξηλώνει τον παλιό της εαυτό, που στριμώχτηκε στις προσδοκίες των άλλων. Κι ύστερα μεγάλωσε… Ίσως και να ωρίμασε, και σιγουρεύτηκε πως στη ζωή δεν υπάρχει χαμένος χρόνος. Όσο πάρει στον καθένα για να καταλάβει…
Το βίωμα της ηρωίδας του βιβλίου δεν είναι αυτοβιογραφικό. Περιλαμβάνεται μέσα η συνισταμένη του ψυχισμού πολλών ατόμων της εποχής εκείνης και περιοχής. Ίσως και πολλών πιτσιρικάδων σε διάφορες γωνιές του κόσμου και του χρόνου…
«Σε αυτό το βιβλίο εντέλει εγώ δεν είμαι εγώ, αλλά όλα τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα μιας γενιάς σε αναζήτηση της προσωπικής υπαρξιακής ταυτότητας και στο χάσιμο του πιο μεγάλου αληθινού ψέματος. Του Έρωτα».
Σε μια γειτονιά των Εξαρχείων δύο ανέμελοι φοιτητές στον απόηχο του Μάη του ’68 εξερευνούν τη ζωή παρασυρμένοι από τα παιχνίδια του έρωτα. Αλλά, όπως συμβαίνει σε όλα τα παιχνίδια, στο τέλος το μόνο που απομένει είναι οι μεγάλες ψευδαισθήσεις…
Η Δήμητρα Παπαδοπούλου έγραψε μια ιστορία για τον έρωτα, για την καψούρα της νιότης, για την κοινωνική πίεση, για τις απαιτήσεις των γονιών, για τη δικτατορία των νιάτων, για όσα ονειρευόμαστε στα είκοσί μας, απομυθοποιήσαμε στα τριάντα πέντε και επαναπροσδιορίσαμε στα πενήντα. Για όλες τις φορές που πέσαμε και δεν ήμασταν σίγουροι αν θέλαμε να σηκωθούμε.
Η γλώσσα της μας είναι ήδη γνωστή, το στιλ της αναγνωρίσιμο. Άμεση και καθημερινή, προκαλεί οικειότητα. Το χιούμορ που τη διακρίνει διατρέχει όλο το βιβλίο.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η ηρωίδα είναι μια από τις συνηθισμένες περιπτώσεις που έλαβε την πάγια εντολή να σπουδάσει, να γίνει ένα αξιοπρόσεχτο μέλος της αγέλης και, αν είναι δυνατόν, ο αρχηγός της.
Όλα τα άλλα μοιάζανε μόνο με χάσιμο χρόνου. Κι έτσι βρέθηκε φοιτήτρια στα Εξάρχεια, στα μπαρ, στις καταλήψεις και στη γεμάτη ελπίδες εποχή για επανάσταση, να σπαταλάει τη μοναδική περιουσία του ανθρώπου: τον χρόνο.
Μην ξέροντας προς τα πού να πορευτεί, κατευθύνθηκε προς έναν έρωτα, που τον λέγανε Βασίλη.
Εκεί πάνω κούμπωσε όλες τις ελπίδες για τα δύσκολα ερωτήματα της ύπαρξης.
Και ένα βράδυ, ανακατωμένη με τη μυρωδιά του δακρυγόνου και του τσιγάρου, άκουγε απαντήσεις από μια ξέμπαρκη, που πριν γίνει αστρολόγος έκανε πιάτσα στη Σόλωνος. «Άκου! Εσείς σε προηγούμενη ζωή ήσασταν αντρόγυνο». «Σ’ αυτήν μπορείς να μου πεις τι είμαστε;» «Κάτσε, βρε παιδάκι μου, εδώ μάλλον πληρώνεις όσα του ’κανες τότε. Αυτός σε άλλη ζωή ήτανε πολύ πιστός κι εσύ πήγαινες με άλλους και τώρα σε ξεπληρώνει». «Σε ποια ζωή ήμασταν αντρόγυνο;» τη ρώτησε.
«Α, πολύ παλιά». «Πόσο παλιά;» Μπορεί και στην αρχαία Αίγυπτο». Το ’κανε εικόνα αυτή στην Αρχαία Αίγυπτο να κουβαλάει φαΐ και ο Βασίλης μέσα στον ήλιο να χτίζει πυραμίδες. «Μωρέ, ας είχα εγώ τον Βασίλη σύζυγο πιστό κι ας ήταν και στην αρχαία Αίγυπτο κι ας ήμουνα τώρα μούμια!» Τόσο πολύ είχε καψουρευτεί.
Όμως, σε μια ιδιαίτερη στροφή του χρόνου επαναστάτησε, από μέσα προς τα έξω, και όχι ανάποδα όπως πρόσταζε η ξεσηκωμένη γενιά της, και άρχισε να ξηλώνει τον παλιό της εαυτό, που στριμώχτηκε στις προσδοκίες των άλλων. Κι ύστερα μεγάλωσε… Ίσως και να ωρίμασε, και σιγουρεύτηκε πως στη ζωή δεν υπάρχει χαμένος χρόνος. Όσο πάρει στον καθένα για να καταλάβει…
Το βίωμα της ηρωίδας του βιβλίου δεν είναι αυτοβιογραφικό. Περιλαμβάνεται μέσα η συνισταμένη του ψυχισμού πολλών ατόμων της εποχής εκείνης και περιοχής. Ίσως και πολλών πιτσιρικάδων σε διάφορες γωνιές του κόσμου και του χρόνου…
«Σε αυτό το βιβλίο εντέλει εγώ δεν είμαι εγώ, αλλά όλα τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα μιας γενιάς σε αναζήτηση της προσωπικής υπαρξιακής ταυτότητας και στο χάσιμο του πιο μεγάλου αληθινού ψέματος. Του Έρωτα».