Θανάσης Σαράντος στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ: Χρειάζεται ένα νέο me too για τα κλειστά λόμπι της στρατευμένης Τέχνης
Ο γνωστός ηθοποιός μίλησε στα Παραπολιτικά με αφορμή τον "Αμερικάνικο Βούβαλο" που σκηνοθετεί στο θέατρο Φούρνος
Με το θεατρικό αριστούργημα του βραβευμένου δραματουργός Ντέιβιντ Μάμετ «Αμερικάνικος Βούβαλος», καταπιάνεται φέτος ο Θανάσης Σαράντος παρουσιάζοντας στο θέατρο Φούρνος από τις 16 Μαϊου μια σύγχρονη τραγωδία που μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Το έργο που σκηνοθετεί ο ίδιος είναι μια άγρια σάτιρα για την κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος, την απατηλή λάμψη του αμερικάνικου ονείρου και την αποδόμηση των ανθρώπινων σχέσεων με πρωταγωνιστές τρεις άνδρες που κάνουν τα πάντα για να πιάσουν «την καλή» με αφορμή ένα σπάνιο νόμισμα μεγάλης αξίας.
Τρεις μικροαπατεώνες θέλουν ένα μεγαλύτερο κομμάτι από το αμερικανικό όνειρο.
Ο «Αμερικάνικος Βούβαλος», έργο σταθμός της δραματουργίας του Mamet είναι μια σύγχρονη τραγωδία που μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Με διεισδυτικό χιούμορ και κοφτούς διαλόγους, ο Mamet-εκπληκτικός τεχνίτης της γλώσσας- μάς βάζει στον κόσμο τριών ανδρών που ζουν και δρουν στο κοινωνικό περιθώριο, κάνουν τα πάντα για να πιάσουν «την καλή» με αφορμή ένα σπάνιο νόμισμα υποτιθεμένης μεγάλης αξίας. Μια πικρή κωμωδία για το μάταιο κυνήγι της επιτυχίας και του χρήματος που πνίγει τις ανθρώπινες σχέσεις.
Πλοκή
Ο Μάμετ παρακολουθεί μια ημέρα τριών ανδρών που ζουν στο περιθώριο μιας αμερικάνικης μητρόπολης το 1975. Τρεις μικροαπατεώνες σχεδιάζουν μια διάρρηξη για να κλέψουν κάποια συλλεκτικά νομίσματα, η οποία όμως δεν γίνεται ποτέ. Εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμό τους, με τα όνειρά τους να βουλιάζουν και την απόγνωση να ξεχειλίζει, βλέπουν τις σχέσεις τους να δοκιμάζονται, με τον πιο αδύναμο να γίνεται το εξιλαστήριο θύμα. Όλη η πλοκή εκτυλίσσεται σ’ ένα παλιατζίδικο. Οι τρεις ήρωες ξεχασμένοι από την κοινωνία, όπως και τα ξεχασμένα αντικείμενα του παλαιοπωλείου, εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμο του εύκολου κέρδους και στην επιχειρηματική «ηθική» αποτελούν τον ορισμό της διάψευσης του αμερικανικού ονείρου.
Ο Θανάσης Σαράντος μιλώντας στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ και τη Μαριάνθη Κουνιά αποκαλύπτει ποια είναι για αυτόν η μαγεία αυτού του έργου.
Το έργο παραμένει αληθινό γιατί ο συγγραφέας Ντέιβιντ Μάμετ καταφέρνει με θαυμαστή μαεστρία στη διαχείριση του λόγου και της πλοκής να μιλήσει για την έννοια της «επιχειρηματικότητας», όπως αναπτύσσεται από τους ήρωες που φτάνουν να συγχέουν το έγκλημα και την απάτη με τις «μπίζνες» και το κέρδος με την κλοπή. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας, ο «Αμερικάνικος Βούβαλος» μιλάει για τα ήθη των επιχειρησιακών συναλλαγών στην Αμερική: «Για το πώς συγχωρούμε κάθε προδοσία, μικρή ή μεγάλη, και για τους ηθικούς συμβιβασμούς που ονομάζονται επιχειρήσεις, “δουλειές”. Αισθανόμουν οργή γι’ αυτό που λέγεται “μπίζνες” όταν έγραψα το έργο. Καθόμουν συνήθως στα πίσω καθίσματα του θεάτρου και παρακολουθούσα τους θεατές και πώς έφευγαν. Οι επιχειρηματίες έφευγαν συνήθως πρώτοι επικρίνοντας με έντονο ύφος τις ελλείψεις και επισημαίνοντας την κενότητά του. Στην πραγματικότητα, ήταν θυμωμένοι επειδή το έργο μιλούσε απευθείας γι’ αυτούς…». Ο Ντέιβιντ Μάμετ γράφει ένα πολιτικό έργο, χωρίς ωστόσο να κάνει πολιτικές παραβολές. Γράφει γλαφυρά για το «αμερικάνικο όνειρο» και την καθαρή διάψευσή του.
Νομίζω η αίσθηση ότι πρέπει να υπηρετηθεί ο καταιγιστικός του ρυθμός που κάνει το συναρπαστικό κείμενο του Μάμετ λειτουργικό και η απόλυτη ανάγκη να αναδειχτούν ανάγλυφοι οι τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες. Η μεγαλύτερη δυσκολία μου είναι φυσικά ότι παίζω ταυτόχρονα έναν από τους βασικούς ρόλους, αλλά ευτυχώς υπάρχει απεριόριστη βοήθεια από τους συνάδερφους μου ηθοποιούς και τους συνεργάτες μου.
Πρόκειται για μια άγρια σάτιρα της σήψης των αμερικανικών «αξιών», αφού ο Μάμετ την τοποθετεί μέσα στο «πνεύμα» των επιχειρήσεων, όπου το δόγμα της εξασφάλισης κέρδους με κάθε τίμημα είναι και ο ακρογωνιαίος λίθος του αμερικανισμού και κατά επέκταση της επικείμενης παγκοσμιοποίησης που απλά επεκτείνει το χάσμα της ανισότητας και της αδικίας ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Αυτό κάνει το κείμενο απολύτως διαχρονικό σήμερα σε μια Ευρώπη χωρίς τη δική της φωνή που μόνο το όραμα της Ευρώπη των λαών δεν θυμίζει.
Οι συναρπαστικοί κοφτοί του διάλογοι και το απίστευτο χιούμορ σε κάθε σκηνή και φυσικά η ανθρωπιά του που κυριαρχεί τελικά στους υπέροχους χαρακτήρες του. Παρόλο που η πλοκή τοποθετείται στο Σικάγο του 1975, η ιστορία θα μπορούσε να συμβεί και στην Ελλάδα του σήμερα, εν μέσω της οικονομικής κρίσης που εξακολουθεί να υπάρχει εν μέσω πολέμου και πανδημίας. Ο συγγραφέας καταγγέλλει την βίαιη πραγματικότητα στην τότε Αμερική που θυμίζει αρκετά και την εποχή μας.
Το ελληνικό θέατρο με όλα τα θετικά επιτεύγματά του σε δύστοκους καιρούς κρίσης και πανδημίας αποτελεί και ένας καθρέπτης των «ηθών» και της κοινωνίας μας. Φυσικά οι ανάρμοστες και εντελώς αποκρουστικές συμπεριφορές που αναδείχτηκαν από το κίνημα ίσως να είναι μόνο η αρχή και η παρανυχίδα από τις βαριές σκιές που «επικρατούν» ακόμα στο ελληνικό θέατρο. Υπάρχει και μια άλλου είδους βίαιη αντίστοιχη «πατριαρχία» και πρέπει να αποκρουστεί δυναμικά ίσως από ένα νέο MeToo. Την ανοχή της πλειονότητας των Ελλήνων δημιουργών να υπάρχουν τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα εδώ και μια τουλάχιστον δεκαετία μιας συγκεκριμένης «κάστας» καλλιτεχνών του θεάτρου που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δημιουργούν μονοπωλιακά σχεδόν πάντα και φυσικά με δημόσιο χρήμα αλληλοϋποστηριζόμενοι-ες σε κρατικά φεστιβάλ και κρατικά θέατρα και η μονομερής «κάλυψή» τους από μια συγκεκριμένη ομάδα καλλιτεχνικών συντακτών από τον ελληνικό Τύπο. Εκεί δεν βλέπουμε κατάχρηση εξουσίας; Άραγε γιατί; Νομίζω ότι υπάρχει ανάγκη για επικοινωνία και σε αυτό το θέμα, χρειάζεται σκληρός αγώνας για επανένωση αλλά και έκφραση.
Ο μόνος που μου έβαλε τρικλοποδιά είναι ο ίδιος ο εαυτός μου. Όταν έχεις να πεις κάτι θα βρεις τον τρόπο να το πεις ακόμη και σε ένα θέατρο 50 θέσεων, ακόμα και με τις χίλιες δυσκολίες που θα βρεις για να επικοινωνήσεις την δουλειά σου και για να καλύψεις τα αδιανόητα έξοδα μια ιδιωτικής παραγωγής. Δεν μου χρειάστηκε όμως ποτέ η σφραγίδα ενός μεγάλου φορέα (είτε δημόσιου ή ιδιωτικού) για να επικοινωνήσω με το κοινό που με τιμά εδώ και 20 χρόνια με την παρουσία του στην Αθήνα, αλλά και στην περιφέρεια έστω και αν συμμετείχα φέτος για μια δεύτερη φορά στο Εθνικό Θέατρο μετά από 13 χρόνια παράστασης μου εκεί με το έργο ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΝ Ο ΠΟΘΟΣ του Ουίλλιαμς. Φυσικά δεν είμαι τυφλός ώστε να μην βλέπω την ανισότητα που επικρατεί σε δημόσιους πολιτιστικούς οργανισμούς, καθώς και τη βουλιμία που επικρατεί στα κλειστά λόμπι της στρατευμένης τέχνης που βαπτίστηκε ως δήθεν πρωτοποριακή. Με τρομάζει βεβαίως και το γεγονός ότι και φέτος το Φεστιβάλ Επιδαύρου θυμίζει στο μεγαλύτερο μέρος του πετυχημένη τηλεοπτική ελληνική σειρά με πρόσχημα τα κείμενα των αρχαίων τραγικών και το εύκολο κέρδος των παραγωγών χωρίς πολλά πολλά.
Κυρίως ότι οι πιο πολλές θεατρικές παραστάσεις έχουν γίνει αναλώσιμα καταναλωτικά προϊόντα ψυχαγωγίας. Υπάρχει αρκετός ερασιτεχνισμός, μια ευκολία στο τρόπο που αντιμετωπίζονται τα μεγάλα κείμενα, διαπιστώνω μια εσκεμμένη ταχύτητα που εμποδίζει στην εμβάθυνση και την ουσιαστική αντιμετώπιση. Χρειάζεται αρκετή επιμονή και αγάπη και κυρίως αυτοσεβασμός για να μεταδώσεις κάτι από την ενέργεια ενός μεγάλου κειμένου.
Πληροφορίες
«Αμερικάνικος Βούβαλος» του David Mamet,
σε σκηνοθεσία Θανάση Σαράντου
θέατρο ΦΟΥΡΝΟΣ, Μαυρομιχάλη 168, Αθήνα- τηλ 210 6460748
Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη στις 21:00
Μετάφραση: Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνικό- Κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου
Μουσική-Ήχοι: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης
Παίζουν οι: Θανάσης Σαράντος (Δάσκαλος), Χριστόδουλος Στυλιανού(Ντον), Πάρης Σκαρτσόλιας (Μπομπ)
Ακατάλληλο για ανηλίκους
Η υπόθεση του έργου
Τρεις μικροαπατεώνες θέλουν ένα μεγαλύτερο κομμάτι από το αμερικανικό όνειρο.
Ο «Αμερικάνικος Βούβαλος», έργο σταθμός της δραματουργίας του Mamet είναι μια σύγχρονη τραγωδία που μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Με διεισδυτικό χιούμορ και κοφτούς διαλόγους, ο Mamet-εκπληκτικός τεχνίτης της γλώσσας- μάς βάζει στον κόσμο τριών ανδρών που ζουν και δρουν στο κοινωνικό περιθώριο, κάνουν τα πάντα για να πιάσουν «την καλή» με αφορμή ένα σπάνιο νόμισμα υποτιθεμένης μεγάλης αξίας. Μια πικρή κωμωδία για το μάταιο κυνήγι της επιτυχίας και του χρήματος που πνίγει τις ανθρώπινες σχέσεις.
Πλοκή
Ο Μάμετ παρακολουθεί μια ημέρα τριών ανδρών που ζουν στο περιθώριο μιας αμερικάνικης μητρόπολης το 1975. Τρεις μικροαπατεώνες σχεδιάζουν μια διάρρηξη για να κλέψουν κάποια συλλεκτικά νομίσματα, η οποία όμως δεν γίνεται ποτέ. Εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμό τους, με τα όνειρά τους να βουλιάζουν και την απόγνωση να ξεχειλίζει, βλέπουν τις σχέσεις τους να δοκιμάζονται, με τον πιο αδύναμο να γίνεται το εξιλαστήριο θύμα. Όλη η πλοκή εκτυλίσσεται σ’ ένα παλιατζίδικο. Οι τρεις ήρωες ξεχασμένοι από την κοινωνία, όπως και τα ξεχασμένα αντικείμενα του παλαιοπωλείου, εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμο του εύκολου κέρδους και στην επιχειρηματική «ηθική» αποτελούν τον ορισμό της διάψευσης του αμερικανικού ονείρου.
Ο Θανάσης Σαράντος μιλώντας στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ και τη Μαριάνθη Κουνιά αποκαλύπτει ποια είναι για αυτόν η μαγεία αυτού του έργου.
Γιατί αυτό το έργο θεωρείται τόσο σημαντικό στην παγκόσμια δραματουργία;
Το έργο παραμένει αληθινό γιατί ο συγγραφέας Ντέιβιντ Μάμετ καταφέρνει με θαυμαστή μαεστρία στη διαχείριση του λόγου και της πλοκής να μιλήσει για την έννοια της «επιχειρηματικότητας», όπως αναπτύσσεται από τους ήρωες που φτάνουν να συγχέουν το έγκλημα και την απάτη με τις «μπίζνες» και το κέρδος με την κλοπή. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας, ο «Αμερικάνικος Βούβαλος» μιλάει για τα ήθη των επιχειρησιακών συναλλαγών στην Αμερική: «Για το πώς συγχωρούμε κάθε προδοσία, μικρή ή μεγάλη, και για τους ηθικούς συμβιβασμούς που ονομάζονται επιχειρήσεις, “δουλειές”. Αισθανόμουν οργή γι’ αυτό που λέγεται “μπίζνες” όταν έγραψα το έργο. Καθόμουν συνήθως στα πίσω καθίσματα του θεάτρου και παρακολουθούσα τους θεατές και πώς έφευγαν. Οι επιχειρηματίες έφευγαν συνήθως πρώτοι επικρίνοντας με έντονο ύφος τις ελλείψεις και επισημαίνοντας την κενότητά του. Στην πραγματικότητα, ήταν θυμωμένοι επειδή το έργο μιλούσε απευθείας γι’ αυτούς…». Ο Ντέιβιντ Μάμετ γράφει ένα πολιτικό έργο, χωρίς ωστόσο να κάνει πολιτικές παραβολές. Γράφει γλαφυρά για το «αμερικάνικο όνειρο» και την καθαρή διάψευσή του.
Τι ανακαλύψατε για το έργο κατά τη διάρκεια της σκηνοθεσίας σας; Και τι σας δυσκόλεψε πιο πολύ;
Νομίζω η αίσθηση ότι πρέπει να υπηρετηθεί ο καταιγιστικός του ρυθμός που κάνει το συναρπαστικό κείμενο του Μάμετ λειτουργικό και η απόλυτη ανάγκη να αναδειχτούν ανάγλυφοι οι τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες. Η μεγαλύτερη δυσκολία μου είναι φυσικά ότι παίζω ταυτόχρονα έναν από τους βασικούς ρόλους, αλλά ευτυχώς υπάρχει απεριόριστη βοήθεια από τους συνάδερφους μου ηθοποιούς και τους συνεργάτες μου.
Το θέμα του έργου πόσο κοντά ή μακριά βρίσκεται στις σημερινές πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις;
Πρόκειται για μια άγρια σάτιρα της σήψης των αμερικανικών «αξιών», αφού ο Μάμετ την τοποθετεί μέσα στο «πνεύμα» των επιχειρήσεων, όπου το δόγμα της εξασφάλισης κέρδους με κάθε τίμημα είναι και ο ακρογωνιαίος λίθος του αμερικανισμού και κατά επέκταση της επικείμενης παγκοσμιοποίησης που απλά επεκτείνει το χάσμα της ανισότητας και της αδικίας ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Αυτό κάνει το κείμενο απολύτως διαχρονικό σήμερα σε μια Ευρώπη χωρίς τη δική της φωνή που μόνο το όραμα της Ευρώπη των λαών δεν θυμίζει.
Εσάς τι σας συγκινεί περισσότερο σε αυτό το έργο;
Οι συναρπαστικοί κοφτοί του διάλογοι και το απίστευτο χιούμορ σε κάθε σκηνή και φυσικά η ανθρωπιά του που κυριαρχεί τελικά στους υπέροχους χαρακτήρες του. Παρόλο που η πλοκή τοποθετείται στο Σικάγο του 1975, η ιστορία θα μπορούσε να συμβεί και στην Ελλάδα του σήμερα, εν μέσω της οικονομικής κρίσης που εξακολουθεί να υπάρχει εν μέσω πολέμου και πανδημίας. Ο συγγραφέας καταγγέλλει την βίαιη πραγματικότητα στην τότε Αμερική που θυμίζει αρκετά και την εποχή μας.
Έχετε ποτέ βρεθεί στην ίδια θέση με τον ήρωα που υποδύεστε; Δηλαδή να θέλετε κάτι πάρα πολύ αλλά στο τέλος να μην το καταφέρνετε;
Ο χαρακτήρας του Δάσκαλου στον «Αμερικάνικο Βούβαλο» είναι πραγματικά συναρπαστικός. Παρόλο που είναι ένας τραχύς καταφερτζής, αλλά και σούπερ macho ρατσιστής επιστρατεύει όλη του την επιδεξιότητα και την πειθώ του για το μεγάλο «κόλπο»- όπως νομίζει. Όλα αυτά όμως τα κάνει με τον πιο αδέξιο και τραγελαφικό τρόπο κάποιου που προσπαθεί να πείσει για κάτι που δεν είναι. Ας μην ξεχνούμε ότι το έργο μέσα από την σκληρότητα του είναι και κωμωδία, σχεδόν στα όρια μιας απίστευτης φάρσας.Το ελληνικό θέατρο σήμερα είναι πιο καθαρό μετά από την μεγάλη κρίση του περσινού Χειμώνα με το κίνημα metoo;
Το ελληνικό θέατρο με όλα τα θετικά επιτεύγματά του σε δύστοκους καιρούς κρίσης και πανδημίας αποτελεί και ένας καθρέπτης των «ηθών» και της κοινωνίας μας. Φυσικά οι ανάρμοστες και εντελώς αποκρουστικές συμπεριφορές που αναδείχτηκαν από το κίνημα ίσως να είναι μόνο η αρχή και η παρανυχίδα από τις βαριές σκιές που «επικρατούν» ακόμα στο ελληνικό θέατρο. Υπάρχει και μια άλλου είδους βίαιη αντίστοιχη «πατριαρχία» και πρέπει να αποκρουστεί δυναμικά ίσως από ένα νέο MeToo. Την ανοχή της πλειονότητας των Ελλήνων δημιουργών να υπάρχουν τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα εδώ και μια τουλάχιστον δεκαετία μιας συγκεκριμένης «κάστας» καλλιτεχνών του θεάτρου που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δημιουργούν μονοπωλιακά σχεδόν πάντα και φυσικά με δημόσιο χρήμα αλληλοϋποστηριζόμενοι-ες σε κρατικά φεστιβάλ και κρατικά θέατρα και η μονομερής «κάλυψή» τους από μια συγκεκριμένη ομάδα καλλιτεχνικών συντακτών από τον ελληνικό Τύπο. Εκεί δεν βλέπουμε κατάχρηση εξουσίας; Άραγε γιατί; Νομίζω ότι υπάρχει ανάγκη για επικοινωνία και σε αυτό το θέμα, χρειάζεται σκληρός αγώνας για επανένωση αλλά και έκφραση.
Έχετε ποτέ κατά το παρελθόν δεχθεί κάποιου είδους κακοποίηση στη δουλειά σας;
Ο μόνος που μου έβαλε τρικλοποδιά είναι ο ίδιος ο εαυτός μου. Όταν έχεις να πεις κάτι θα βρεις τον τρόπο να το πεις ακόμη και σε ένα θέατρο 50 θέσεων, ακόμα και με τις χίλιες δυσκολίες που θα βρεις για να επικοινωνήσεις την δουλειά σου και για να καλύψεις τα αδιανόητα έξοδα μια ιδιωτικής παραγωγής. Δεν μου χρειάστηκε όμως ποτέ η σφραγίδα ενός μεγάλου φορέα (είτε δημόσιου ή ιδιωτικού) για να επικοινωνήσω με το κοινό που με τιμά εδώ και 20 χρόνια με την παρουσία του στην Αθήνα, αλλά και στην περιφέρεια έστω και αν συμμετείχα φέτος για μια δεύτερη φορά στο Εθνικό Θέατρο μετά από 13 χρόνια παράστασης μου εκεί με το έργο ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΝ Ο ΠΟΘΟΣ του Ουίλλιαμς. Φυσικά δεν είμαι τυφλός ώστε να μην βλέπω την ανισότητα που επικρατεί σε δημόσιους πολιτιστικούς οργανισμούς, καθώς και τη βουλιμία που επικρατεί στα κλειστά λόμπι της στρατευμένης τέχνης που βαπτίστηκε ως δήθεν πρωτοποριακή. Με τρομάζει βεβαίως και το γεγονός ότι και φέτος το Φεστιβάλ Επιδαύρου θυμίζει στο μεγαλύτερο μέρος του πετυχημένη τηλεοπτική ελληνική σειρά με πρόσχημα τα κείμενα των αρχαίων τραγικών και το εύκολο κέρδος των παραγωγών χωρίς πολλά πολλά.
Τι σας πληγώνει πιο πολύ κατά τη διάρκεια μιας συνεργασίας;
Κυρίως ότι οι πιο πολλές θεατρικές παραστάσεις έχουν γίνει αναλώσιμα καταναλωτικά προϊόντα ψυχαγωγίας. Υπάρχει αρκετός ερασιτεχνισμός, μια ευκολία στο τρόπο που αντιμετωπίζονται τα μεγάλα κείμενα, διαπιστώνω μια εσκεμμένη ταχύτητα που εμποδίζει στην εμβάθυνση και την ουσιαστική αντιμετώπιση. Χρειάζεται αρκετή επιμονή και αγάπη και κυρίως αυτοσεβασμός για να μεταδώσεις κάτι από την ενέργεια ενός μεγάλου κειμένου.
Πληροφορίες
«Αμερικάνικος Βούβαλος» του David Mamet,
σε σκηνοθεσία Θανάση Σαράντου
θέατρο ΦΟΥΡΝΟΣ, Μαυρομιχάλη 168, Αθήνα- τηλ 210 6460748
Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη στις 21:00
Μετάφραση: Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνικό- Κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου
Μουσική-Ήχοι: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης
Παίζουν οι: Θανάσης Σαράντος (Δάσκαλος), Χριστόδουλος Στυλιανού(Ντον), Πάρης Σκαρτσόλιας (Μπομπ)
Ακατάλληλο για ανηλίκους