Ο εμβληματικός κινηματογραφικός σκηνοθέτης Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ο νονός της γαλλικής «νουβέλ βαγκ», πέθανε σήμερα σε ηλικία 91 ετών, όπως έκανε γνωστό η γαλλική εφημερίδα Liberation.

Η ενασχόληση του Γκοντάρ με θέματα που θεωρούνταν ταμπού καθώς και με νέες τεχνικές τάραξαν το κινηματογραφικό κατεστημένο και ενέπνευσαν εικονοκλάστες σκηνοθέτες δεκαετίες μετά την κορύφωση της καριέρας του στα χρόνια του 1960.

Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ (Jean-Luc Godard, 3 Δεκεμβρίου 1930) ήταν Γάλλος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός και κριτικός κινηματογράφου. Το όνομά του ταυτίζεται συχνά με τη νουβέλ βαγκ, ίσως το πιο σημαντικό κίνημα στην ιστορία του κινηματογράφου, καθώς υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της, αλλά η καριέρα του επεκτείνεται πέρα από αυτήν την περίοδο, έχοντας σκηνοθετήσει πάνω από 100 ταινίες συνολικά.

odar

Το έργο του


Ο Γκοντάρ ήταν μέλος μιας ομάδας ταινιοκριτικών του περιοδικού Cahiers du Cinema, οι οποίοι αποφάσισαν να φτιάξουν δικές τους ταινίες και να φέρουν μια επανάσταση στο μέσο, διότι ήταν δυσαρεστημένοι με την ποιότητα του Γαλλικού Κινηματογράφου εκείνη την εποχή. Αυτή η ομάδα ήταν η βάση της Νουβέλ Βαγκ.

Το 1968, ο Γκοντάρ εγκατέλειψε τη Νουβέλ Βαγκ και ίδρυσε μαζί με τον Jean-Pierre Gorin την κινηματογραφική ομάδα Dziga Vertov Group, ονομασμένη από τον γνωστό Σοβιετικό σκηνοθέτη. Επρόκειτο για μια ομάδα πολιτικά ενεργών σκηνοθετών οι οποίοι ομαδικά και ανώνυμα δημιουργούσαν πειραματικές και πολιτικές ταινίες οι οποίες υποστήριζαν κινήματα όπως ο Μαοϊσμός και ο Μαρξισμός.

Πολλές ταινίες του Γκοντάρ αμφισβητούν τους κώδικες του παραδοσιακού Χόλυγουντ μαζί με αυτές του Γαλλικού κινηματογράφου. Αρκετές του ταινίες εκφράζουν τις ακροαριστερές πολιτικές του απόψεις. Οι ταινίες του επίσης καταδεικνύουν τη γνώση του για την ιστορία του κινηματογράφου μέσω των αναφορών του σε παλαιότερες ταινίες.

Επιπλέον οι ταινίες του Γκοντάρ συχνά αναφέρονται στον υπαρξισμό, μιας και ήταν μανιώδης αναγνώστης του υπαρξισμού και της Μαρξιστικής φιλοσοφίας. Η ριζοσπαστική του προσέγγιση στους κινηματογραφικούς κώδικες, στην πολιτική και τη φιλοσοφία, τον κατατάσσουν ως σκηνοθέτη με τη μεγαλύτερη επιρροή στο γαλλικό νουβέλ βαγκ.

Οι εμβληματικές ταινίες του

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ήταν το «Με κομμένη την ανάσα», (1960) που θεωρείται ορόσημο για το Νέο Κύμα. Mέσα από την ερωτική σχέση δύο νέων, μιας Aμερικανίδας κι ενός Γάλλου στο Παρίσι, ο Γκοντάρ εξέφρασε το αδιέξοδο και τις ανησυχίες μιας ολόκληρης γενιάς.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1962, με το «Ζούσε τη Ζωή της», συνδυάζει μοναδικά το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία, αφηγούμενος τη ζωή μιας γυναίκας που μέσα από την εκπόρνευσή της αναζητάει την ελευθερία της. Η Άννα Καρίνα που έγινε σύντροφος της ζωής του και μούσα του, μεταφέρει τη βαθύτερη φιλοσοφική σκέψη του μεγάλου auteur πάνω σε διαχρονικά ερωτήματα, υποδυόμενη μια νεαρή αποτυχημένη ηθοποιό που επιλέγει να πουλήσει το κορμί της για να κερδίσει την ψυχή της.

Το 1963 για πρώτη φορά αναλαμβάνει ένα πρότζεκτ κατά παραγγελία. Η «Περιφρόνηση», που βασίστηκε σε ένα μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, μέσα από την ιστορία ενός αποξενωμένου ζευγαριού αποτελεί μια σύγχρονη Οδύσσεια, στην οποία ο Γκοντάρ κατάφερε ένα ενσωματώσει και αρκετά βιογραφικά του στοιχεία. Εδώ όμως δεν πρωταγωνιστεί η Καρίνα, αλλά η Μπριζίτ Μπαρντό, που όμως σε μια σκηνή φοράει μελαχρινή περούκα.

Το 1965 ήταν μια ιδιαιτέρως παραγωγική χρονιά για τον Γκοντάρ, αφού ολοκληρώνει δυο ταινίες που θεωρούνται σταθμοί. «Ο Τρελός Πιερό» είναι ένα road trip που ανατρέπει τις συνηθισμένες φόρμες, μέσα από την πορεία ενός άνδρα, που νιώθει εγκλωβισμένος στο γάμο του. Όταν θα συναντήσει έναν παλιό του έρωτα, αποφασίζει να αποδράσει από τη «φυλακή» του, δοκιμάζοντας τα όριά του.

Παράλληλα θα κυκλοφορήσει και το «Αλφαβίλ» ένα φουτουριστικό δράμα, εντελώς διαφορετικό από τις προηγούμενες ταινίες του, που μας εισήγαγε σε ένα δυστοπικό μετα-μέλλον όπου το κλάμα και το γέλιο απαγορεύονται. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, αποσπώντας την Χρυσή Άρκτο.

Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, με τον Ζαν-Πιερ Γκορέν, ο Γκοντάρ θα ιδρύσει την ομάδα Τζίγκα Βερτόφ και θα αποποιηθεί τον τίτλο του δημιουργού και τον ρόλο του κινηματογράφου. Μαζί με τον Γκορέν θα ολοκληρώσει μια σειρά από ταινίες-δοκίμια, ριζοσπαστικές ως προς το περιεχόμενο και το ύφος τους.

Το 1971 ένα σοβαρό ατύχημα με μοτοσικλέτα που τον κράτησε αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο. Στο Παρίσι θα γνωρίσει την Ελβετίδα σκηνοθέτη Αν-Μαρί Μιεβίλ και την επόμενη χρονιά θα φύγουν μαζί για τη Γκρενόμπλ, όπου ο Γκοντάρ θα μεταφέρει το Sonimage video studio. Σταδιακά απομακρύνθηκε από τον στρατευμένο κινηματογράφο της ομάδας Βερτόφ και επιστρέφει σε πιο προσωπικά θέματα, πειραματιζόμενος με τα νέα μέσα και κυρίως το βίντεο.

Έτσι το 1972 με το «Όλα θα πάνε καλά» και πρωταγωνιστές τον Ιβ Μοντάν και την Τζέιν Φόντα, καταγράφει τις σκέψεις γύρω από τον Μάη του ’68, αποδεικνύοντας τέσσερα χρόνια μετά ότι τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει.

Στη συνέχεια εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου αρχίζει να επεξεργάζεται τη «θεϊκή τριλογία», που αποτελείται από τα: «Passion» (1982), «First Name: Carmen» (1983) και το «Hail Mary"»(1985), τρεις ταινίες που πραγματεύονται τη γυναικεία φύση, την επιθυμία, τη σεξουαλική ιδιαιτερότητα, αλλά και την ίδια την εικόνα.

Το 2014 με την ταινία «Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα» δοκιμάζει την τρισδιάστατη τεχνολογία, αποδομώντας για μια ακόμα φορά τους κανόνες. Κερδίζει το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών -εξ ημισείας με τον Καναδό σκηνοθέτη, Ξαβιέ Ντολάν- αλλά αρνείται να δώσει το παρόν.

Το 2018 με το «Βιβλίο της εικόνας» μια ταινία που δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου με πλάνα από παλιότερες δημιουργίες, απέδειξε ότι στα 88 του χρόνια συνεχίζει να είναι καινοτόμος.