Η τελευταία συνέντευξη του Κώστα Καζάκου στα Παραπολιτικά: «Στα λάθη μου πάντα ζητούσα συγγνώμη»
Τι είχε αποκαλύψει ο μεγάλος ηθοποιός στην τελευταία του συνέντευξη στο «S»
Φτωχότερο είναι από αυτή την εβδοµάδα το καλλιτεχνικό στερέωµα της χώρας, καθώς έχασε έναν από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του, έναν τεράστιο καλλιτέχνη του παλιού, καλού κινηµατογράφου και του νέου ελληνικού θεάτρου, τον Κώστα Καζάκο, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών.
Τον είχα συναντήσει στο Θέατρο «Τζένη Καρέζη» στην Ακαδηµίας, στο δεύτερο σπίτι του, το καλοκαίρι του 2017, όταν ετοίµαζε τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ». Ηταν µεσηµέρι και είχε πάρει έναν υπνάκο στο καµαρίνι του, για να έχει δυνάµεις για την πρόβα που ακολουθούσε. Στο θέατρο παντού η παρουσία της Τζένης, µε τεράστιες φωτογραφίες της στους τοίχους. Από το 1978, όταν ίδρυσαν µαζί αυτό το θέατρο, ως «Αθήναιον» αρχικά και ως «Τζένη Καρέζη» µετά το 1992, παίχτηκαν εκεί έργα-ορόσηµα για τη θεατρική ζωή του τόπου. «Ο “Οιδίποδας” είναι ένα δυσπρόσιτο έργο, που ασχολείται µε το θέµα της φθοράς του ανθρώπου. Αυτή την αρρώστια. Η λύση που προτείνουν όλοι οι µεγάλοι φιλόσοφοι είναι ότι πρέπει να συµφιλιωθούµε µαζί του και να ευχαριστηθούµε τη ζωή», µου είχε πει.
Του ζήτησα να πάει λίγο πίσω. Στα χρόνια εκείνα του ’50, που οι σηµερινές γενιές ούτε που φαντάζονται. «Εχω περάσει πολλές δυσκολίες και έχω κάνει αρκετά λάθη, αλλά ήθελα πάντα στη ζωή µου να καθοδηγώ τα βήµατά µου. Να τα προγραµµατίζω και να παλεύω να τα πετύχω. Και αισθάνοµαι πως το έχω καταφέρει σε µεγάλο βαθµό. Το πρωί δούλευα, το βράδυ σχολείο. Εφτανα σπίτι µου 12 τη νύχτα. Και τότε αποφάσισα πως ποτέ δεν θα κάνω τίποτα που να έχω αφεντικό πάνω από το κεφάλι µου. Και ας πεθάνω στην ψάθα. Γιατί αυτό δεν το άντεχα άλλο. Πάντα όταν καταλάβαινα ότι ήµουν σε λάθος δρόµο, τα µάζευα µε όλη µου τη δύναµη. Ζητούσα συγγνώµη», είπε. Και τι ήταν αυτό που τον έκανε να ξανασηκώνεται όταν τον λύγιζαν οι δυσκολίες; «Το κυνήγι της γνώσης και η δυνατότητα κατανόησης. Γιατί αν δεν αντικαταστήσουµε την άγνοια µε γνώση, πάµε χαµένοι».
Ο αείµνηστος ηθοποιός γεννήθηκε το 1935 στον Πύργο Ηλείας και ήρθε στην Αθήνα µε την οικογένειά του σε ηλικία 13 ετών. Ηθοποιός έγινε τυχαία. «Η δεκαετία του ’50 ήταν τροµακτική για τον τόπο µας. Είχαµε βγει από τον πόλεµο. Ηταν δύσκολο να ασχοληθεί κάποιος µε την Τέχνη, αλλά οι συνθήκες εµένα µου έκλεισαν κάποιους άλλους δρόµους που είχα υπόψη µου. ∆εν είχα σχέση µε τα καλλιτεχνικά. Ο πατέρας µου ήταν στα νησιά, στις εξορίες. Εγώ ήθελα να σπουδάσω και να γίνω φιλόλογος. Το είχα όνειρο από µικρός. Αυτό το 1952 δεν γινόταν, γιατί δεν είχα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονηµάτων. Είχα φάκελο στην Ασφάλεια. Στον καλλιτεχνικό χώρο µπήκα τυχαία. Μια µέρα γύρω στα 18 µου καθώς περπατούσα στην Αριστοτέλους, πέρασα έξω από τη Σχολή Κινηµατογράφου “Λυκούργου Σταυράκου” και µπήκα µέσα για να δω τι ήταν αυτό. Στον πίνακα ανακοινώσεων µε τους επιτυχόντες παρατήρησα το όνοµα ενός φίλου µου, του Χρήστου ∆ακτυλίδη. Και είπα “αφού πήγε ο Χρήστος, θα πάω και εγώ”», θυµόταν.
Στα νιάτα του, αν και ήταν ένας από τους πιο εντυπωσιακούς άντρες του ελληνικού κινηµατογράφου, δεν φλέρταρε ποτέ µε την αλαζονεία. «Ήγουν µαθητής του Κουν και αυτό απαγορευόταν», µου είχε πει µε έµφαση. «Τον γνώρισα στη Σχολή Σταυράκου. Ο Κουν σε µαγνήτιζε. Κάτι συνέβαινε µε αυτόν τον άνθρωπο, που δεν µπορούσες εύκολα να εντοπίσεις. Στην αρχή στο µάθηµά του δεν πάταγε σχεδόν κανένας. Εµένα µε είχε πιάσει ντροπή και άρχισα να πηγαίνω µε τον φίλο µου τον ∆ακτυλίδη κάθε εβδοµάδα, για να µην αισθάνεται άσχηµα. Τότε ο Κουν άρχισε να µου δηµιουργεί ένα κίνητρο να παλέψω. Πεινάγαµε τότε, αλλά εγώ σταµάτησα τα µεροκάµατα και αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά στο θέατρο. Ο Κουν ήταν η σηµαντικότερη συνάντηση που είχα στη ζωή µου. Αυτά τα πέντε χρόνια στο “Υπόγειο” ήταν καθοριστικά για τη ζωή µου», ανέφερε.
Ύστερα η ζωή έµελλε να του χαρίσει µια µεγάλη καριέρα, καθώς µέχρι το τέλος του είχε λάβει µέρος σε περισσότερες από 50 κινηµατογραφικές ταινίες και περίπου 45 θεατρικά έργα, ενώ είχε κάνει και πολλές δικές του σκηνοθεσίες. Τα τελευταία χρόνια δεν είχε πια τρακ στις πρεµιέρες. «Αυτό που µεγαλώνει είναι η ευθύνη απέναντι στο κοινό», έλεγε.
Τον είχα συναντήσει στο Θέατρο «Τζένη Καρέζη» στην Ακαδηµίας, στο δεύτερο σπίτι του, το καλοκαίρι του 2017, όταν ετοίµαζε τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ». Ηταν µεσηµέρι και είχε πάρει έναν υπνάκο στο καµαρίνι του, για να έχει δυνάµεις για την πρόβα που ακολουθούσε. Στο θέατρο παντού η παρουσία της Τζένης, µε τεράστιες φωτογραφίες της στους τοίχους. Από το 1978, όταν ίδρυσαν µαζί αυτό το θέατρο, ως «Αθήναιον» αρχικά και ως «Τζένη Καρέζη» µετά το 1992, παίχτηκαν εκεί έργα-ορόσηµα για τη θεατρική ζωή του τόπου. «Ο “Οιδίποδας” είναι ένα δυσπρόσιτο έργο, που ασχολείται µε το θέµα της φθοράς του ανθρώπου. Αυτή την αρρώστια. Η λύση που προτείνουν όλοι οι µεγάλοι φιλόσοφοι είναι ότι πρέπει να συµφιλιωθούµε µαζί του και να ευχαριστηθούµε τη ζωή», µου είχε πει.
Ο αείµνηστος ηθοποιός γεννήθηκε το 1935 στον Πύργο Ηλείας και ήρθε στην Αθήνα µε την οικογένειά του σε ηλικία 13 ετών. Ηθοποιός έγινε τυχαία. «Η δεκαετία του ’50 ήταν τροµακτική για τον τόπο µας. Είχαµε βγει από τον πόλεµο. Ηταν δύσκολο να ασχοληθεί κάποιος µε την Τέχνη, αλλά οι συνθήκες εµένα µου έκλεισαν κάποιους άλλους δρόµους που είχα υπόψη µου. ∆εν είχα σχέση µε τα καλλιτεχνικά. Ο πατέρας µου ήταν στα νησιά, στις εξορίες. Εγώ ήθελα να σπουδάσω και να γίνω φιλόλογος. Το είχα όνειρο από µικρός. Αυτό το 1952 δεν γινόταν, γιατί δεν είχα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονηµάτων. Είχα φάκελο στην Ασφάλεια. Στον καλλιτεχνικό χώρο µπήκα τυχαία. Μια µέρα γύρω στα 18 µου καθώς περπατούσα στην Αριστοτέλους, πέρασα έξω από τη Σχολή Κινηµατογράφου “Λυκούργου Σταυράκου” και µπήκα µέσα για να δω τι ήταν αυτό. Στον πίνακα ανακοινώσεων µε τους επιτυχόντες παρατήρησα το όνοµα ενός φίλου µου, του Χρήστου ∆ακτυλίδη. Και είπα “αφού πήγε ο Χρήστος, θα πάω και εγώ”», θυµόταν.
H πορεία στην υποκριτική, οι δυσκολίες, η πολιτική και η μεγάλη καριέρα
Στα νιάτα του, αν και ήταν ένας από τους πιο εντυπωσιακούς άντρες του ελληνικού κινηµατογράφου, δεν φλέρταρε ποτέ µε την αλαζονεία. «Ήγουν µαθητής του Κουν και αυτό απαγορευόταν», µου είχε πει µε έµφαση. «Τον γνώρισα στη Σχολή Σταυράκου. Ο Κουν σε µαγνήτιζε. Κάτι συνέβαινε µε αυτόν τον άνθρωπο, που δεν µπορούσες εύκολα να εντοπίσεις. Στην αρχή στο µάθηµά του δεν πάταγε σχεδόν κανένας. Εµένα µε είχε πιάσει ντροπή και άρχισα να πηγαίνω µε τον φίλο µου τον ∆ακτυλίδη κάθε εβδοµάδα, για να µην αισθάνεται άσχηµα. Τότε ο Κουν άρχισε να µου δηµιουργεί ένα κίνητρο να παλέψω. Πεινάγαµε τότε, αλλά εγώ σταµάτησα τα µεροκάµατα και αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά στο θέατρο. Ο Κουν ήταν η σηµαντικότερη συνάντηση που είχα στη ζωή µου. Αυτά τα πέντε χρόνια στο “Υπόγειο” ήταν καθοριστικά για τη ζωή µου», ανέφερε.
Ύστερα η ζωή έµελλε να του χαρίσει µια µεγάλη καριέρα, καθώς µέχρι το τέλος του είχε λάβει µέρος σε περισσότερες από 50 κινηµατογραφικές ταινίες και περίπου 45 θεατρικά έργα, ενώ είχε κάνει και πολλές δικές του σκηνοθεσίες. Τα τελευταία χρόνια δεν είχε πια τρακ στις πρεµιέρες. «Αυτό που µεγαλώνει είναι η ευθύνη απέναντι στο κοινό», έλεγε.