Μαίρη Ραζή στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ: ∆έχτηκα πόλεμο και έκλαιγα όλη μέρα
Η καταξιωμένη ηθοποιός μιλάει για τον ρατσισμό που βίωσε όταν ήρθε από την Κωνσταντινούπολη, τον Δημήτρη Λιγνάδη αλλά και για την προδοσία
Η βραβευµένη ηθοποιός και ιδιοκτήτρια θεάτρου και θεατρικής σχολής Μαίρη Ραζή αυτή την περίοδο παρουσιάζει στο θέατρο «Πρόβα» τη διαχρονική, σπαρταριστή κωµωδία του Κώστα Μουρσελά «Η κυρία δεν πενθεί», µε το κοινό να αποθεώνει τους συντελεστές στο φινάλε, χαρίζοντας σε όλους το πιο δυνατό χειροκρότηµα. Μαζί µε τον σύζυγο και συνάδελφό της, Σωτήρη Τσόγκα, και την κόρη τους, Κοραλία, προσπαθούν, στηριζόµενοι στις δικές τους δυνάµεις, να προσφέρουν στον πολιτισµό και στο καλό θέατρο, ανεβάζοντας σηµαντικά έργα του παγκόσµιου δραµατολογίου.
Η υπόθεση του έργου είναι γνωστή. Μια διαθήκη, ένα χαλί, μια σημαία, μια γυμνή αφίσα κι η φωτογραφία ενός μακαρίτη, γίνονται αφορμή, για να φτάσει ένα νεόπλουτο ζευγάρι στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, ένα παιδί να βρεθεί ανάμεσα στα πυρά των γονιών του, δύο ξεμωραμένοι ηδονοβλεψίες να ανακτήσουν τη χαμένη τους στύση, ένας θεσιθήρας να στερηθεί την εύνοια του “πατρός” από τη μετρέσα του και μια κλαίουσα χήρα, εξ όλης και προώλης, να εξομολογηθεί στον νεκρό σύζυγό της τα κρίματά της. Ο Κώστας Μουρσελάς υψώνει τον καθρέφτη κατάμουτρα στην εποχή μέσα από ένα διαχρονικό, σπονδυλωτό έργο που ξεγυμνώνει την κοινωνία και γελοιοποιεί την αυταπάτη του νεοέλληνα με ξεκαρδιστικό τρόπο.
Η Μαίρη Ραζή, εκτός από ταλέντο, έχει µια καρδιά γεµάτη καλοσύνη και µια καθαρή µατιά, που πληµµυρίζει αλήθεια. Γεννηµένη στην Κωνσταντινούπολη, σε ηλικία 7 ετών ήρθε στην Ελλάδα µε τους γονείς της και τη µεγαλύτερη αδελφή της. «Τα πρώτα χρόνια ήταν χάλια. Ηρθα στην Αθήνα από την Τουρκία και, ενώ ήµουν Ελληνίδα, αισθανόµουν ξένη. Πόλεµος ρατσιστικός, ιδεολογικός, πολιτικός, οικονοµικός. Η µετάβαση από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα ήταν πολύ δύσκολη. Είχα µια βίαιη αποκαθήλωση, δεν µπορούσα να ζήσω µε τον ίδιο τρόπο που ζούσα στην Τουρκία. Ηταν δύσκολα από κάθε άποψη, και οικονοµικά αλλά και ψυχολογικά. Το πρώτο διάστηµα, όταν ήρθαµε εδώ, δεν έβγαινα από το σπίτι, διάβαζα στα γαλλικά ένα βιβλίο του Τσβάιχ και όλο έκλαιγα…».
ισχύει κάτι τέτοιο. ∆εν υπάρχει µυστικό. Τα προβλήµατα παίρνουν διαφορετικές διαστάσεις. Είναι πολύ άσχηµο να υπάρχουν εντάσεις, απρεπείς συµπεριφορές, καταγγελίες που φτάνουν στα δικαστήρια. ∆εν περίµενα ποτέ στη ζωή µου ότι ένας συνάδελφος θα οδηγείτο σε δικαστήρια για τις απαξιωτικές και προσβλητικές συµπεριφορές που είχε απέναντι σε έναν άλλον. Αυτό είναι πολύ άσχηµο», δηλώνει και µιλάει για τη γνωριµία της µε τον ∆ηµήτρη Λιγνάδη.
«Τον γνωρίζω από µικρό παιδί. Μέναµε στον ίδιο δρόµο… Τώρα θα δυσκολευόµουν να συνεργαστώ µαζί του, παρόλο που ως καλλιτέχνη τον εκτιµώ ιδιαιτέρως. Οι πράξεις του όµως στην προσωπική του ζωή δεν µε βρίσκουν σύµφωνη. ∆εν ξέρω πόσο εύκολα θα ήταν και για τον ίδιο να επανεµφανιστεί στο θέατρο και να συνεργαστεί µε άλλους συναδέλφους. Η ηθοποιία και το θέατρο είναι συλλογική δουλειά. Χωρίς θεατή, θέατρο δεν γίνεται. Ισως µετά από κάποια χρόνια να µπορέσει να επανέλθει, γιατί την καλλιτεχνική του ιδιότητα δεν µπορεί να του την αφαιρέσει κανείς και δεν έχει καταδικαστεί ως καλλιτέχνης, αλλά ως άτοµο, ως προσωπικότητα», αναφέρει. Στις προδοσίες δεν δίνει σηµασία, προχωρά µπροστά. «Εχω προδοθεί και είναι λογικό. Οποιος µε πρόδωσε αυτός έχασε. Σιγά µην κάτσω να δώσω σηµασία σε προδοσίες και αχαριστίες. Για µένα είναι λεπτοµέρεια και η προδοσία και η αχαριστία. Φυσικά στεναχωριέµαι, πληγώνοµαι, αλλά µετά το ξεχνάω, πάω παρακάτω», παραδέχεται.
Οι δυο τους έχουν µια ξεχωριστή σχέση µέχρι και σήµερα. «Με έχει βοηθήσει πάρα πολύ, µου έγραψε ρόλους, µου άνοιξε τα φτερά. Είχα µια καταπληκτική συνεργασία µαζί του, ούτε την ξεχνώ ποτέ και πάντα θα τον ευχαριστώ, γιατί ήταν ο πρώτος άνθρωπος που µε πίστεψε. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου έχω να πω ότι από µόνος του είναι µια σχολή. Είναι πολύ ντροπαλός και πολύ ευαίσθητος, ευγενής, κιµπάρης και κουβαρντάς. Τον αγαπώ και τον εκτιµώ», καταλήγει η ηθοποιός.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο ένθετο «Secret» της εφημερίδας ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ την Παρασκευή 24/03/2023
Η υπόθεση του έργου είναι γνωστή. Μια διαθήκη, ένα χαλί, μια σημαία, μια γυμνή αφίσα κι η φωτογραφία ενός μακαρίτη, γίνονται αφορμή, για να φτάσει ένα νεόπλουτο ζευγάρι στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, ένα παιδί να βρεθεί ανάμεσα στα πυρά των γονιών του, δύο ξεμωραμένοι ηδονοβλεψίες να ανακτήσουν τη χαμένη τους στύση, ένας θεσιθήρας να στερηθεί την εύνοια του “πατρός” από τη μετρέσα του και μια κλαίουσα χήρα, εξ όλης και προώλης, να εξομολογηθεί στον νεκρό σύζυγό της τα κρίματά της. Ο Κώστας Μουρσελάς υψώνει τον καθρέφτη κατάμουτρα στην εποχή μέσα από ένα διαχρονικό, σπονδυλωτό έργο που ξεγυμνώνει την κοινωνία και γελοιοποιεί την αυταπάτη του νεοέλληνα με ξεκαρδιστικό τρόπο.
Η Μαίρη Ραζή, εκτός από ταλέντο, έχει µια καρδιά γεµάτη καλοσύνη και µια καθαρή µατιά, που πληµµυρίζει αλήθεια. Γεννηµένη στην Κωνσταντινούπολη, σε ηλικία 7 ετών ήρθε στην Ελλάδα µε τους γονείς της και τη µεγαλύτερη αδελφή της. «Τα πρώτα χρόνια ήταν χάλια. Ηρθα στην Αθήνα από την Τουρκία και, ενώ ήµουν Ελληνίδα, αισθανόµουν ξένη. Πόλεµος ρατσιστικός, ιδεολογικός, πολιτικός, οικονοµικός. Η µετάβαση από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα ήταν πολύ δύσκολη. Είχα µια βίαιη αποκαθήλωση, δεν µπορούσα να ζήσω µε τον ίδιο τρόπο που ζούσα στην Τουρκία. Ηταν δύσκολα από κάθε άποψη, και οικονοµικά αλλά και ψυχολογικά. Το πρώτο διάστηµα, όταν ήρθαµε εδώ, δεν έβγαινα από το σπίτι, διάβαζα στα γαλλικά ένα βιβλίο του Τσβάιχ και όλο έκλαιγα…».
Τα μαθήματα Γαλλικών και το me too
«Ηµουν µικρό παιδί. Παρέδιδα µαθήµατα γαλλικών και πουλούσα βιβλία σε έναν εκδοτικό οίκο», εξηγεί, ενώ στη συνέχεια αναφέρεται στις καταγγελίες που έχουν γίνει στο θέατρο. «Ολοι ξέρουµε τι συµβαίνει στην οικογένειά µας και εµείς οι ηθοποιοί είµαστε όλοι οικογένεια. Τα εν οίκω µη εν δήµω. Αυτό συµβαίνει µε τις υπόλοιπες οικογένειες, επειδή τα µέλη τους δεν είναι γνωστά. Στο θέατρο, επειδή τα πρόσωπα είναι δηµόσια, δενισχύει κάτι τέτοιο. ∆εν υπάρχει µυστικό. Τα προβλήµατα παίρνουν διαφορετικές διαστάσεις. Είναι πολύ άσχηµο να υπάρχουν εντάσεις, απρεπείς συµπεριφορές, καταγγελίες που φτάνουν στα δικαστήρια. ∆εν περίµενα ποτέ στη ζωή µου ότι ένας συνάδελφος θα οδηγείτο σε δικαστήρια για τις απαξιωτικές και προσβλητικές συµπεριφορές που είχε απέναντι σε έναν άλλον. Αυτό είναι πολύ άσχηµο», δηλώνει και µιλάει για τη γνωριµία της µε τον ∆ηµήτρη Λιγνάδη.
«Τον γνωρίζω από µικρό παιδί. Μέναµε στον ίδιο δρόµο… Τώρα θα δυσκολευόµουν να συνεργαστώ µαζί του, παρόλο που ως καλλιτέχνη τον εκτιµώ ιδιαιτέρως. Οι πράξεις του όµως στην προσωπική του ζωή δεν µε βρίσκουν σύµφωνη. ∆εν ξέρω πόσο εύκολα θα ήταν και για τον ίδιο να επανεµφανιστεί στο θέατρο και να συνεργαστεί µε άλλους συναδέλφους. Η ηθοποιία και το θέατρο είναι συλλογική δουλειά. Χωρίς θεατή, θέατρο δεν γίνεται. Ισως µετά από κάποια χρόνια να µπορέσει να επανέλθει, γιατί την καλλιτεχνική του ιδιότητα δεν µπορεί να του την αφαιρέσει κανείς και δεν έχει καταδικαστεί ως καλλιτέχνης, αλλά ως άτοµο, ως προσωπικότητα», αναφέρει. Στις προδοσίες δεν δίνει σηµασία, προχωρά µπροστά. «Εχω προδοθεί και είναι λογικό. Οποιος µε πρόδωσε αυτός έχασε. Σιγά µην κάτσω να δώσω σηµασία σε προδοσίες και αχαριστίες. Για µένα είναι λεπτοµέρεια και η προδοσία και η αχαριστία. Φυσικά στεναχωριέµαι, πληγώνοµαι, αλλά µετά το ξεχνάω, πάω παρακάτω», παραδέχεται.
«Ο Γιώργος Κωνσταντίνου με πίστεψε»
Στην τηλεόραση έχει κάνει πολλές επιτυχίες, ενώ τη γνωρίσαµε και τη λατρέψαµε στη σειρά του Mega «Τα επτά κακά της µοίρας µου», που προβλήθηκε από το 1991 έως το 1994, µε πρωταγωνιστή τον Γιώργο Κωνσταντίνου.Οι δυο τους έχουν µια ξεχωριστή σχέση µέχρι και σήµερα. «Με έχει βοηθήσει πάρα πολύ, µου έγραψε ρόλους, µου άνοιξε τα φτερά. Είχα µια καταπληκτική συνεργασία µαζί του, ούτε την ξεχνώ ποτέ και πάντα θα τον ευχαριστώ, γιατί ήταν ο πρώτος άνθρωπος που µε πίστεψε. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου έχω να πω ότι από µόνος του είναι µια σχολή. Είναι πολύ ντροπαλός και πολύ ευαίσθητος, ευγενής, κιµπάρης και κουβαρντάς. Τον αγαπώ και τον εκτιµώ», καταλήγει η ηθοποιός.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο ένθετο «Secret» της εφημερίδας ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ την Παρασκευή 24/03/2023