Μενδώνη: Είμαι υπέρ της διατήρησης των ιστορικών κινηματογράφων - Θα συνεχίσει να λειτουργεί το ΙΝΤΕΑΛ
Η απάντηση της Υπουργού Πολιτισμού στον δημοσιογράφο του Ελεύθερου Τύπου Κώστα Ζαλίγκα
Απάντηση στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ και τον δημοσιογράφο κ. Κώστα Ζαλίγκα έδωσε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, αναφορικά με τη λειτουργία των κινηματογράφων Ιντεάλ, Άστορ και Ίριδα, που απειλούνται με λουκέτο.
«Κυρία υπουργέ, γνωρίζουμε ότι η διάσωση του Ιντεάλ, του Άστορ και της Ίριδας είναι αρμοδιότητα του υπουργείου Περιβάλλοντος. Η δική σας γνώμη ως υπουργός Πολιτισμού και ως απλός κάτοικος αυτής της πόλης και χώρας ποια είναι; Αξίζει να χαθούν τρία τοπόσημα ακόμη, με τόσο μεγάλη ιστορία (το Ιντεάλ λειτουργεί εδώ και 101 χρόνια), για να ανεγερθούν ξενοδοχεία, γραφεία ή οτιδήποτε άλλο που στερεί από τους κατοίκους ένα ακόμα σημείο συνάντησής τους στην πόλη; Προτίθεστε να αναλάβετε κάποια πρωτοβουλία για να μην αλλάξει η χρήση τους;».
«Προφανώς, ως Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού και ως πολίτης, είμαι απολύτως υπέρ της διατήρησης της χρήσης και λειτουργίας όλων των ιστορικών κινηματογράφων, στο κέντρο της Αθήνας. Όταν, στις 12 Φεβρουαρίου 2012, δεκάδες κτήρια παραδόθηκαν στον βανδαλισμό και στις φλόγες, ανάμεσά τους και οι δυο ιστορικοί και διατηρητέοι κινηματογράφοι ΑΠΟΛΛΩΝ και ΑΤΤΙΚΟΝ, η καταστροφή στο πολιτιστικό απόθεμα αλλά και στη μνήμη της πόλης μας ήταν ανήκεστη. Το λαμπρό διατηρητέο κτήριο το οποίο φιλοξενούσε τις δύο αίθουσες είχε κτιστεί σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ-1870-81). Από τότε η οδός Σταδίου σκοτείνιασε. Εμειναν τα καμένα ερείπια, τα χάσκοντα παράθυρα να μας θυμίζουν ότι ο αστικός ιστός των Αθηνών δε μπορεί να αφήνεται στον καιρό...
Παρά τις άοκνες προσπάθειες της κυβέρνησης και τις θεσμικές διευκολύνσεις που ανέλαβε για την επαναλειτουργία τους, οι λινάτσες, στην πρόσοψή τους, μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια, δεν πληγώνουν μόνον εμάς ως πολίτες αλλά και το ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Αν διακοπεί η λειτουργία του ΙΝΤΕΑΛ -αν και διαβάζω ότι υπάρχει σαφής δέσμευση για την εξακολούθηση της λειτουργίας του- και του ΑΣΤΟΡ, θα αλλοιωθεί έτι μάλλον ο χαρακτήρας του ιστορικού κέντρου, που έχει ήδη πολύ κακοποιηθεί. Η Αθήνα, ως ζωντανός οργανισμός, πρέπει να εξελίσσεται, διατηρώντας τα τοπόσημά της, όχι ως νοσταλγική ανάμνηση αλλά ως ιμάντα σύνδεσης του παρελθόντος με το μέλλον της.
Η συνέχιση της λειτουργίας των κινηματογραφικών αιθουσών μπορεί να αποδώσει υπεραξία, στην όποια αξιοποίηση των κτηρίων που τα περιβάλλουν. Την ΙΡΙΔΑ, στη γωνία Ιπποκράτους και Ακαδημίας, την θυμάμαι από τα φοιτητικά μου χρόνια, ως αίθουσα πανεπιστημιακής διδασκαλίας.
Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο δεν επιτρέπει στο ΥΠΠΟΑ να κηρύξει εν χρήσει, κάποιο κτήριο, παρά μόνον εάν το συγκεκριμένο έχει κηρυχτεί μνημείο βάσει των διατάξεων του νόμου ν. 4858/2021 περί προστασίας των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Στις περιπτώσεις των τριών κινηματογράφων δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για την κήρυξη τους ως μνημεία. Η αρμοδιότητα κήρυξης-χρήσης ενός κτηρίου ανήκει στο Υπουργείο Περιβάλλοντος.
Αποτελεί επιθυμία όλων μας, όσων μεγαλώσαμε και ζούμε εδώ, η Αθήνα να διατηρήσει την ιστορική της φυσιογνωμία και το άυλο πολιτιστικό της απόθεμα, μέρος των οποίων αποτελούν οι αίθουσες και των πέντε κινηματογράφων. Δεν θέλουμε να αποκοπούν από τη ζώσα πραγματικότητα της πόλης μας».
Η ερώτηση του Κώστα Ζαλίγκα
«Κυρία υπουργέ, γνωρίζουμε ότι η διάσωση του Ιντεάλ, του Άστορ και της Ίριδας είναι αρμοδιότητα του υπουργείου Περιβάλλοντος. Η δική σας γνώμη ως υπουργός Πολιτισμού και ως απλός κάτοικος αυτής της πόλης και χώρας ποια είναι; Αξίζει να χαθούν τρία τοπόσημα ακόμη, με τόσο μεγάλη ιστορία (το Ιντεάλ λειτουργεί εδώ και 101 χρόνια), για να ανεγερθούν ξενοδοχεία, γραφεία ή οτιδήποτε άλλο που στερεί από τους κατοίκους ένα ακόμα σημείο συνάντησής τους στην πόλη; Προτίθεστε να αναλάβετε κάποια πρωτοβουλία για να μην αλλάξει η χρήση τους;».
Η απάντηση της Λίνας μενδώνη
«Προφανώς, ως Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού και ως πολίτης, είμαι απολύτως υπέρ της διατήρησης της χρήσης και λειτουργίας όλων των ιστορικών κινηματογράφων, στο κέντρο της Αθήνας. Όταν, στις 12 Φεβρουαρίου 2012, δεκάδες κτήρια παραδόθηκαν στον βανδαλισμό και στις φλόγες, ανάμεσά τους και οι δυο ιστορικοί και διατηρητέοι κινηματογράφοι ΑΠΟΛΛΩΝ και ΑΤΤΙΚΟΝ, η καταστροφή στο πολιτιστικό απόθεμα αλλά και στη μνήμη της πόλης μας ήταν ανήκεστη. Το λαμπρό διατηρητέο κτήριο το οποίο φιλοξενούσε τις δύο αίθουσες είχε κτιστεί σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ-1870-81). Από τότε η οδός Σταδίου σκοτείνιασε. Εμειναν τα καμένα ερείπια, τα χάσκοντα παράθυρα να μας θυμίζουν ότι ο αστικός ιστός των Αθηνών δε μπορεί να αφήνεται στον καιρό...
Παρά τις άοκνες προσπάθειες της κυβέρνησης και τις θεσμικές διευκολύνσεις που ανέλαβε για την επαναλειτουργία τους, οι λινάτσες, στην πρόσοψή τους, μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια, δεν πληγώνουν μόνον εμάς ως πολίτες αλλά και το ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Αν διακοπεί η λειτουργία του ΙΝΤΕΑΛ -αν και διαβάζω ότι υπάρχει σαφής δέσμευση για την εξακολούθηση της λειτουργίας του- και του ΑΣΤΟΡ, θα αλλοιωθεί έτι μάλλον ο χαρακτήρας του ιστορικού κέντρου, που έχει ήδη πολύ κακοποιηθεί. Η Αθήνα, ως ζωντανός οργανισμός, πρέπει να εξελίσσεται, διατηρώντας τα τοπόσημά της, όχι ως νοσταλγική ανάμνηση αλλά ως ιμάντα σύνδεσης του παρελθόντος με το μέλλον της.
Η συνέχιση της λειτουργίας των κινηματογραφικών αιθουσών μπορεί να αποδώσει υπεραξία, στην όποια αξιοποίηση των κτηρίων που τα περιβάλλουν. Την ΙΡΙΔΑ, στη γωνία Ιπποκράτους και Ακαδημίας, την θυμάμαι από τα φοιτητικά μου χρόνια, ως αίθουσα πανεπιστημιακής διδασκαλίας.
Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο δεν επιτρέπει στο ΥΠΠΟΑ να κηρύξει εν χρήσει, κάποιο κτήριο, παρά μόνον εάν το συγκεκριμένο έχει κηρυχτεί μνημείο βάσει των διατάξεων του νόμου ν. 4858/2021 περί προστασίας των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Στις περιπτώσεις των τριών κινηματογράφων δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για την κήρυξη τους ως μνημεία. Η αρμοδιότητα κήρυξης-χρήσης ενός κτηρίου ανήκει στο Υπουργείο Περιβάλλοντος.
Αποτελεί επιθυμία όλων μας, όσων μεγαλώσαμε και ζούμε εδώ, η Αθήνα να διατηρήσει την ιστορική της φυσιογνωμία και το άυλο πολιτιστικό της απόθεμα, μέρος των οποίων αποτελούν οι αίθουσες και των πέντε κινηματογράφων. Δεν θέλουμε να αποκοπούν από τη ζώσα πραγματικότητα της πόλης μας».